Ο επιδραστικός folk τραγουδοποιός Nicholas Rodney Drake γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1948 στο Γιανγκόν της Μιανμάρ από Άγγλους γονείς.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του `50, o Nick Drake ξεκίνησε να παίζει πιάνο στη σχολική ορχήστρα και έκανε μαθήματα πνευστών, ενώ αργότερα σχημάτισε με τέσσερις συμμαθητές του μία μπάντα ονόματι Perfumed Gardeners (Ένα άλλο παιδί από το σχολείο, ο Chris De Burgh, θέλησε να προσχωρήσει στο συγκρότημα αλλά απορρίφθηκε από τον Drake ως „πολύ pop“).
Ήταν 20 χρονών και φοιτητής Αγγλικής φιλοσοφίας στο Cambridge όταν κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του album „Five Leaves Left“ από την Island Records. Ακολούθησε το „Bryter Layter“ και τέλος, το 1972, το „Pink Moon“.
Τα μελαγχολικά, εσωστρεφή και ιδιόρρυθμα ακουστικά τραγούδια του δεν έδειχναν να συγκινούν το κοινό μέχρι εκείνη τη στιγμή, πουλώντας συνολικά λιγότερες από 5000 κόπιες. Η απροθυμία του Drake να εμφανιστεί δημόσια για συναυλίες ή σε συνεντεύξεις συνέβαλλε στην έλλειψη εμπορικής επιτυχίας – ενδεικτικό είναι ότι από την καλλιτεχνική του πορεία δεν υπάρχουν μόνο παρά ελάχιστες φωτογραφίες και κανένα βίντεο.
Υποφέροντας από βαριά κατάθλιψη, μετά από την ολοκλήρωση του – Θρυλικού πλέον – Pink Moon αποφάσισε να αποσυρθεί από τη μουσική και επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι. Στις 25 Νοεμβρίου 1974 και σε ηλικία 26 ετών, έδωσε τέλος στη ζωή του από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών.
Μέτα θάνατον, το έργο του δε σταμάτησε μέχρι και σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς καλλιτέχνες, καταφέρνοντας όχι απλώς αναγνώριση, αλλά και μεγάλη επιρροή σε πολλά μουσικά ρεύματα πέρα από το είδος της σύγχρονης folk που υπηρέτησε.
Ο Robert Smith έδωσε το όνομα “Cure“ στο συγκρότημα του από το στιχάκι του Drake: „A troubled cure for a troubled mind“.