Aπό τον Γιάννη Μπάκο
Στις 12 Νοεμβρίου 1945, γεννιέται στο Τορόντο του Καναδά, ο Καναδός συνθέτης, τραγουδιστής και σκηνοθέτης Neil Young.
Ο Neil Young είναι ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της χώρας του “Great White North”, με σπουδαίο έργο και σημαντική επιρροή, κυρίως μέσω της δισκογραφίας του την δεκαετία του ’70 και της φήμης που ανέπτυξε ως τραγουδιστής διαμαρτυρίας, εκφράζοντας τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα.
Η καριέρα του ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών στον Καναδά, παίζοντας country μουσική και πραγματοποιώντας και την πρώτη του πετυχημένη περιοδεία.
Η μετακόμιση στο Λος Άνζτελες το 1966 άλλαξε την ιστορία, με τον Young συμμετέχει αρχικά στους Buffalo Springfield, γνωρίζοντας σημαντική εμπορική επιτυχία. Στη συνέχεια και μετά την διάλυση των Buffalo Springfield εντάσσεται στους Crosby, Stills, & Nash, με τους οποίους παίζει και στο φεστιβάλ του Woodstock στις 18 Αυγούστου 1969, φτάνοντας και στην κορυφή των Αμερικάνικων charts.
Το 1970 ξεκινάει η σόλο καριέρα του Neil Young, ο οποίος έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα 40 studio albums, με σημαντικότερες επιτυχίες τους δίσκους “After the gold rush”, “Harvest” και “Zuma”. Ακολουθεί η συνεργασία με τους Crazy Horse, που θα γίνει η μπάντα του για τα επόμενα τριάντα χρόνια, καθώς και άλλες συνεργασίες με φτασμένους μουσικούς όπως οι The Band, Johnny Mitchel, Linda Ronstand και Emmylou Harris.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και την στροφή του στον πιο ηλεκτρικό ήχο ακολουθεί μια σχετική πτώση στην καριέρα του. Παρόλα αυτά, το τραγούδι-σύμβολο της εποχής του τέλους του ψυχρού πολέμου, “Rockin’ in the free world”, φέρνει και πάλι τον Neil Young στο προσκήνιο που γνωρίζει την παγκόσμια αναγνώριση και μέσω της συνεργασίας του με τους Pearl Jam το 1995 στο album “Mirror Ball”, ενώ την ίδια χρονιά συνθέτει το αριστουργηματικό soundtrack της ταινίας του Jim Jarmusch “Dead Man”.
Σήμερα ζει στην Καλιφόρνια, χωρίς να έχει πάρει την Αμερικανική υπηκοότητα, σαν στάση ζωής απέναντι στην πολιτική των ΗΠΑ, της οποίας υπήρξε πάντα πολέμιος.