Από τον Κώστα Λουλουδάκη
«Ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο πάθος» μας λέει στο κύριο φιλοσοφικό του έργο ο Jean-Paul Sartre, με τίτλο «Το είναι και το μηδέν» (L’Être et le Néant). Το σημαντικό αυτό έργο του Sartre συνδέεται με το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού, που γεννήθηκε από την αγωνία των φιλοσόφων να διατυπώσουν το περιεχόμενο της ύπαρξης, εμπνεόμενοι από τους δυο ευρωπαϊκούς πολέμους, από τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, από την φασιστική αντίσταση κι από ολίγον Μαρξισμό. Αυτοί είναι και οι λόγοι που-ίσως- τον υπαρξισμό τον χαρακτηρίζει η θλίψη και ο πεσιμισμός.
Όμως, μιας και το γνωστικό μας πεδίο περιορίζεται στο ισόγειο, για να μην πούμε στο υπόγειο του φιλοσοφικού οικοδομήματος του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας των τριών χρονικών διαστάσεων του Sartre, ας ασχοληθούμε με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κανονική ζωή με μια δόση ιστορικής «αυθεντικότητας».
Η Γαλλία, που από τις 9 Απριλίου 1940 με εισήγηση των «Σοσιαλιστών» (!) η κομμουνιστική δραστηριότητα χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση Édouard Daladier «προδοτική πράξη η οποία δύναται να επισύρει την ποινή του θανάτου…» ζει την περίοδο της καθαρής, χωρίς κοινοβουλευτικά προσχήματα, φασιστικής δωσίλογης κυβέρνησης του στρατάρχη Henri-Philippe Pétain.
Ο καλός φασίστας Pétain, ο θεματοφύλακας των αξιών της «Εργασίας, της Οικογένειας και της Πατρίδας» (Travail, Famille, Patrie) ανταποκρινόμενος σε μια λογική απαίτηση του συναδέλφου του, Χίτλερ- που αναζητούσε μέταλλα ώστε να ενισχύσει την πολεμική του βιομηχανία- εκδίδει ένα διάταγμα διατάζοντας τους πολίτες να παραδώσουν στις αρχές όλα τα μέταλλα: κάγκελα, τηγάνια, κατσαρόλες, σιδερένια ή μπρούτζινα σταθμά. Υποχρεώνει τις εκκλησιές να παραδώσουν σταυρούς, δισκοπότηρα, αρτοφόρια και λοιπά μέταλλα εκτός από τις καμπάνες.
Το διάταγμα που εκδόθηκε το φθινόπωρο του 1941 προέβλεπε και την κορφολόγηση της αγαλματοποιίας. Χαρακτηριστική η διαταγή του δισυπόστατου Pétain, : «Εμείς, Στρατάρχης της Γαλλίας, Αρχηγός του Γαλλικού Κράτους, αποφασίζουμε: Να αφαιρεθούν τα κατασκευασμένα από κράματα χαλκού αγάλματα και μνημεία από τους δημόσιους χώρους και τα κτίρια της διοίκησης, προκειμένου να προωθηθούν τα μέταλλα που τα αποτελούν στο κύκλωμα της βιομηχανικής παραγωγής».(Ντάν Φράνκ : «Μεσάνυχτα» Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ)
Ο Γαμβέτας, ο Ρουσώ , ο Μαρά, ο Φουριέ, ο Αραγκόν, ο Βικτόρ Ουγκό, ο Δουμάς κ.α, ρίχτηκαν στο χυτήριο του φασίστα δήμιου γιατί ήταν «ανάξιοι εκπρόσωποι της Γαλλίας». Το διάταγμα εξαιρούσε τα αγάλματα των ανώτερων εκπροσώπων του λαού: τον Ερρίκο Δ΄, τον Λουδοβικο ΙΔ΄, την Ζαν ντ Αρκ και τους Ναπολέοντες…
Αυτές είναι οι συνθήκες που επικρατούν στην Γαλλία όταν το υπαρξιστικό φιλοσοφικό δοκίμιο φαινομενολογικής οντολογίας «Το είναι και το μηδέν» του Jean-Paul Sartre, εφτακοσίων σελίδων, περνάει εύκολα την λογοκρισία των φασιστών και εκδίδεται στο Παρίσι το 1943 από τον εκδοτικό οίκο Gallimard.
Ο Sartre με το έργο του επιχειρεί να θεμελιώσει τον εαυτό μας στο ελκυστικό άγνωστο που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν. Γράφει: «Δεν θα ανακαλύψουμε τον εαυτό μας δεν ξέρω σε ποιο καταφύγιο: θα τον ανακαλύψουμε στον δρόμο, στην πόλη, μέσα στο πλήθος, πράγμα ανάμεσα στα πράγματα, άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους»
Την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του δοκιμίου, από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων πουλήθηκαν τρία αντίτυπα. Την δεύτερη εβδομάδα πέντε, και την επόμενη δυο! Ο εκδοτικός οίκος Gallimard στο σημείο αυτό συνειδητοποιεί ότι η εμπορική επιτυχία του δοκιμίου δεν ήταν διόλου εξασφαλισμένη.
Ξαφνικά όμως οι πωλήσεις εκτινάχτηκαν στην στρατόσφαιρα. Την τέταρτη εβδομάδα μέσα σε μια μέρα έφυγαν εξακόσια βιβλία, την επόμενη μέρα εφτακόσια, έπειτα χίλια, μετά δυο χιλιάδες.
Όλοι στον οίκο Gallimard υποτάχτηκαν στο μεγαλείο της σκέψης του Jean-Paul Sartre και στα κέρδη που η ευφυΐα του διανοητή προσέφερε. Γι αυτό, ο εκδότης Γκαστόν Γκαλλιμάρ διέταξε έρευνα, μάλλον για να χαρτογραφήσει το διανοητικό επίπεδο των Παριζιάνων. Η ερεύνα, που λέτε, τα κατάφερε και προσδιόρισε το μορφωτικό επίπεδο των Γάλλων.
Λέτε πως όλοι αυτοί που το αγόρασαν το διάβασαν;
Όχι βέβαια!
Τότε τι είχε συμβεί;
Η λαϊκή ευφυΐα με κάποιον τρόπο ανακάλυψε πως το βιβλίο ζύγιζε ακριβώς ένα κιλό. Λοιπόν, το κάθε βιβλίο του φιλοσοφικού έργου «Το είναι και το μηδέν» μπορούσε άξια να αντικαταστήσει τα μπρούτζινα σταθμά που είχαν μετατραπεί σε φασιστικές οβίδες, στις ζυγαριές του εμπορίου!
Δέκα -δέκα αγόραζαν την φιλοσοφική πραγματεία του Sartre οι μάλλον πεπαιδευμένοι έμποροι της Γαλλίας. Όπως και να το κάνουμε…ε, και οι ζυγαριές απέκτησαν μια καλλιεργημένη εμπειρία.
Συμπέρασμα που πρέπει να καταγραφεί: Η ύπαρξη της αβεβαιότητας του εαυτού μας οφείλεται στην αβεβαιότητα της ύπαρξης του εαυτού μας.