Το πρώτο επίθετο που μου έρχεται στο μυαλό για «Το Αλάτι της Γης»: συνταρακτικό. Αμέσως μετά όμως σκέφτομαι πως πρέπει να ξεκαθαρίσω μέσα μου τι ακριβώς είναι εδώ το συνταρακτικό; Το ντοκιμαντέρ του Βέντερς ως ντοκιμαντέρ; Οι φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ως φωτογραφίες; Το δεύτερο περισσότερο από το πρώτο, αλλά όχι, τίποτα από τα δύο. Η πραγματικότητα τότε; Τα κομμάτια αληθινής ζωής που αποτυπώνουν αυτές οι φωτογραφίες στις τέσσερις δεκαετίες που ο Σαλγκάδο γύρισε τον πλανήτη αποτυπώνοντας, μεταξύ άλλων, γενοκτονίες και λιμούς στην Αφρική, πρωτόγονες φυλές, απομονωμένες κοινότητες στη Νότια Αμερική, μαζικές μετακινήσεις προσφύγων, εργάτες σε χειρωνακτική εργασία σε όλον τον κόσμο, τις φωτιές που έβαλε ο Σαντάμ στις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ και τους πυροσβέστες από όλο τον κόσμο που μαζεύτηκαν να τις σβήσουν, τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και άλλα πολλά; Ναι, αυτό. Αλλά και πάλι όχι σκέτο αυτό. Υπάρχουν συνταρακτικά πράγματα τα οποία συμβαίνουν στον πλανήτη, που αν κάποιος δεν τα δει πρώτα ο ίδιος όπως πρέπει να ειδωθούν και δεν τα δείξει στη συνέχεια σε μας, δεν θα τα δούμε ποτέ. Αν δεν μας τα δείξει όπως πρέπει να ειδωθούν, θα τα προσπεράσουμε κλείνοντας τα μάτια, είτε από καλώς νοούμενο ένστικτο αυτοσυντήρησης, είτε από κακώς νοούμενο φιλοτομαρισμό. Η πραγματικότητα εξαρτάται πάντοτε από το βλέμμα που θα την αποκρυσταλλώσει.
Η τέχνη μάς βοηθάει να δούμε και να κατανοήσουμε τον κόσμο. Ο τρόπος που ο Βέντερς οργανώνει το υλικό του, ο τρόπος που στέκεται πάνω στο υλικό του, ο τρόπος που αποφασίζει τι θα δείξει και τι θα αφήσει, ο τρόπος που χτίζει και δένει το υλικό του, καθιστά την ταινία του κάτι διαφορετικό από απλή παρουσίαση ενός καλλιτέχνη και του έργου του, την καθιστά τέχνη. Και ο τρόπος που φωτογράφιζε ο Σαλγκάδο επίσης συνιστά τέχνη. Συνταρακτική λοιπόν είναι η πραγματικότητα, η ζωή που καθίσταται δυνατό να περάσει σε μας ως τέτοια, γιατί από πίσω της είναι ένας καλλιτέχνης που μας τη μεταδίδει. Άρα το πρωτογενώς συνταρακτικό είναι η πραγματικότητα, η οποία όμως θα έμενε αόρατη αν δεν την εντόπιζε, καδράριζε και φωτογράφιζε ο Σαλγκάδο και η οποία θα ήταν πολύ λιγότερο επιδραστική σε μια άλλου τύπου παρουσίαση της δουλειάς του, σε μια δημοσιογραφική εκπομπή, ή σε ντοκιμαντέρ ενός λιγότερο προικισμένου από τον Βέντερς σκηνοθέτη. Μια πρωτογενώς συνταρακτική πραγματικότητα η οποία περνά μπροστά μας εξαιτίας ενός πολύ σημαντικού φωτογράφου, η οποία οργανώνεται από έναν πολύ σημαντικό σκηνοθέτη. Αυτό που συμβαίνει – αυτός που το είδε – εκείνος που είδε αυτόν που έβλεπε αυτό που συνέβαινε, εμείς που παρακολουθούμε στην οθόνη την τελική σύνθεση όλων αυτών και αναφωνούμε: εδώ υπάρχει κάτι συνταρακτικό.
Γιος γαιοκτήμονα στην κεντρική Βραζιλία, μόνο αγόρι ανάμεσα σε εφτά αδελφές. Όταν μεγάλωνε το κτήμα ήταν παράδεισος, αλλά ο πατέρας του για να μεγαλώσει και να σπουδάσει και τα οκτώ παιδιά του, συντελεί μέσω της άμετρης υλοτόμησης στη μετατροπή του παραδείσου σε ερειπωμένο τοπίο. Ο Σεμπαστιάο σπουδάζει οικονομικά, παντρεύεται, έχει μπροστά του μια πετυχημένη καριέρα, αλλά η κλίση του είναι η φωτογραφία. Λόγω της χούντας στη Βραζιλία και όντας αριστερός, ζει στο εξωτερικό. Σε συμφωνία με τη γυναίκα του παρατάει την καριέρα του και αφοσιώνεται στη φωτογραφία. Μετά από δεκαετίες όπου έχει αποτυπώσει την ανθρώπινη φρίκη σε διάφορες εκδοχές της, βρίσκει στη φύση μια παρηγοριά κι ένα καταφύγιο. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η γυναίκα του έχει την ιδέα να ξαναφτιάξουν στη γη του το δάσος που καταστράφηκε. Και το καταφέρνουν, προσφέροντας μάλιστα την τεχνογνωσία τους για τη γενικότερη οικολογική ανάσταση της περιοχής. Και ο ίδιος αναθαρρημένος, κάνει στροφή σε αυτό το είδος του φωτορεπορτάζ του, αρχίζοντας να φωτογραφίζει πανίδα και χλωρίδα, γυρνώντας αυτή τη φορά τον πλανήτη για να αποτυπώσει το τεράστιο τμήμα του που είναι ακόμη ανέπαφο από τον πολιτισμό.
Στην αρχή του ντοκιμαντέρ ο Βέντερς μας λέει ότι ήθελε να ανακαλύψει ποιο ήταν το κίνητρο αυτού του ανθρώπου, ποιος ήταν ο άνθρωπος πίσω από τις φωτογραφίες. Μολονότι ο τρόπος που ο ίδιος ο Σαλγκάδο σχολιάζει τις φωτογραφίες του μαρτυρά ένα βαθύ ουμανισμό, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Βέντερς καταφέρνει στην πραγματικότητα να μιλήσει για τον άνθρωπο. Παίρνει μάλλον ως δεδομένο την κλίση του, να εξαφανίζεται για χρόνια στα ταξίδια του. Ο συν-σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ και γιος του Σεμπαστάο, ο Ζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάδο μεγαλώνει με έναν απόντα πατέρα. Αλλά τελικά μικρή σημασία έχει αυτό το σημείο, μικρή σημασία έχει νομίζω ο συγκεκριμένος άνθρωπος και μεγάλη το συγκεκριμένο έργο του.
Από αυτό το έργο που περνά από τα μάτια μας κατά τη διάρκεια της ταινίας θα ξεχωρίσω δυο περιπτώσεις από τη Βραζιλία. Η πρώτη, στα τέλη της δεκαετίας του 70, όταν τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας στη χώρα ήταν μεγάλα, έχει να κάνει με μικρά παιδιά μέσα σε φέρετρα. Βλέπουμε φωτογραφίες παιδιών με ανοιχτά τα μάτια, καθώς δεν είχαν βαφτιστεί κι άρα σύμφωνα με μια παράδοση των Καθολικών έπρεπε να έχουν τα μάτια ανοιχτά, μήπως βρουν το δρόμο τους από το τόπο των ψυχών των αβάφτιστων βρεφών προς τον Παράδεισο. Είναι, περισσότερο από όλες τις άλλες, αυτές οι φωτογραφίες που δεν αντέχεις να κοιτάς. Όπως τα φέρετρα είναι τυλιγμένα με λουλούδια, μοιάζουν σαν τις πολύ δημοφιλείς καρτ ποσταλ μωρών της Αnne Geddes. Και είναι αληθινά σπαρακτικό.
Η δεύτερη περίπτωση, με την οποία και ξεκινάει ο Βέντερς την ταινία, είναι μια σειρά επιβλητικών φωτογραφιών ενός ορυχείου χρυσού, όπου πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ήταν χωμένοι σε μια τεράστια τρύπα. Όπως λέει ο Σαλγκάδο, οι άνθρωποι αυτοί, που φέρνουν στο μυαλό δούλους που έχτιζαν αρχαία μνημεία, δεν ήταν δούλοι κανενός. Ούτε καν μισθωτοί στην εξαρτημένη εργασία κανενός. Κατέβαιναν εκεί με την ελπίδα να χτυπήσουν μια φλέβα χρυσού. Κι η σκλαβιά τους ήταν αυτή ακριβώς η ελπίδα.