Ισχυρές αντιδράσεις προκαλεί η ρύθμιση που προτείνει το υπουργείο Ανάπτυξης για παρεμβάσεις στον αιγιαλό, εφόσον μια επένδυση χαρακτηριστεί στρατηγική. Σύμφωνα με αυτή, ο επενδυτής μπορεί να παρέμβει κατά το δοκούν στην παραλία, στον αιγιαλό και τον συνεχόμενο θαλάσσιο χώρο, ακόμα και να πραγματοποιήσει βαριά έργα. Επιπλέον μπορεί να εξασφαλίσει οποιεσδήποτε ειδικές πολεοδομικές παρεκκλίσεις ζητήσει από τα ισχύοντα στην περιοχή. Όπως ήταν επόμενο, το σχέδιο νόμου δέχεται έντονη κριτική από επιστημονικούς φορείς και περιβαλλοντικές οργανώσεις, που ζητούν να μην κατατεθεί στη Βουλή.
Το σχέδιο νόμου «Στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσω της επιτάχυνσης διαδικασιών στις ιδιωτικές και στρατηγικές επενδύσεις», επί του οποίου η δημόσια διαβούλευση ολοκληρώθηκε προ ημερών, έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά νομοθετημάτων της τελευταίας δεκαετίας (αρχής γενομένης από τον ν.3894/10), με τα οποία παρακάμπτεται a la carte η πολεοδομική και περιβαλλοντική νομοθεσία υπέρ ιδιωτικών επενδύσεων. Παρότι βασικός προορισμός του σχεδίου νόμου είναι, σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης, η αποσαφήνιση της νομοθεσίας, το νέο νομοθέτημα εισάγει σειρά νέων ρυθμίσεων που διευρύνουν τις επενδύσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν στρατηγικές και επεκτείνουν τις δυνατότητες των επενδυτών.
Η πιο προβληματική διάταξη του σχεδίου νόμου είναι αυτή που αφορά τον αιγιαλό και την παραλία. Οπως προβλέπει η διάταξη, σε κάθε στρατηγική επένδυση μπορεί να παραχωρηθεί όχι μόνο δικαίωμα απλής χρήσης του αιγιαλού και της παραλίας (όπως δίδεται σήμερα, λ.χ., σε ξενοδοχεία), αλλά πλήρες δικαίωμα μόνιμων ή προσωρινών επεμβάσεων, ακόμα και βαρέων έργων. Χαρακτηριστικά είναι ορισμένα από τα σχόλια που κατατέθηκαν στο συγκεκριμένο άρθρο στη διαβούλευση.
«Το σχέδιο νόμου δεν αντιμετωπίζει την παράκτια ζώνη κυρίαρχα ως κοινόχρηστο αγαθό και περιβαλλοντικό πόρο, αλλά τη θεωρεί αποκλειστικά οικονομικό πόρο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την πρόσβαση του κοινού στον παράκτιο χώρο και κατ’ επέκταση στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο, επιδεινώνοντας μια ήδη σοβαρά επιβαρυμένη και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη κατάσταση», παρατηρεί ο Σύλλογος Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ), ενώ το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης, που έχει ως μέλη και πρώην ή νυν ανώτατους δικαστικούς, χαρακτηρίζει το σχέδιο νόμου «επικίνδυνο περιβαλλοντικά και κοινωνικά». «Ο νομοθέτης δηλώνει, απερίφραστα πλέον, ότι ο αιγιαλός, η παραλία και η θάλασσα παύουν να είναι οικοσυστήματα και κοινόχρηστα δημόσια αγαθά. Παύουν να υπόκεινται στους φυσικούς νόμους που αναγνωρίζει η επιστήμη και στους νομικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από τη διεθνή νομοθεσία και δεσμεύουν τη χώρα. Εις το εξής η παράκτια ζώνη αντιμετωπίζεται ως το ελκυστικό αντάλλαγμα που προσφέρεται στους επίδοξους επενδυτές, στρατηγικούς και μη, προκειμένου να τους δελεάσει. Σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 5 του νομοσχεδίου, το κάθε επενδυτικό σχέδιο θα αντιμετωπίζεται ξεχωριστά. Ο επενδυτής θα εξασφαλίζει ειδικό κατά παρέκκλιση προνομιακό καθεστώς που θα προτείνει ο ίδιος και θα εγκρίνεται με συνοπτικές ad hoc διαδικασίες», αναφέρει. Στην ίδια φιλοσοφία είναι και οι πολεοδομικές ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου. Οπως προβλέπεται, οι στρατηγικές επενδύσεις μπορούν να λάβουν οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη νομοθεσία ζητήσουν, χωρίς να δεσμεύονται από τον τοπικό πολεοδομικό σχεδιασμό και τους όρους δόμησης.
Το υπουργείο Ανάπτυξης από την πλευρά του υπερασπίζεται τις ρυθμίσεις. Οσον αφορά την επέκταση του δικαιώματος εκτέλεσης έργων στον αιγιαλό, «δεν πρόκειται για μια “αυτόματη” διαδικασία, καθώς προηγείται η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης», εκτιμάει ο αναπλ. υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης. «Σε κάθε περίπτωση είναι μια ρύθμιση που προτείναμε για συζήτηση στην κοινωνία και δεν είναι δεδομένο ότι θα φθάσει στη Βουλή. Στόχος μας είναι να διευκολύνουμε απλά έργα, όπως τη δημιουργία μιας προβλήτας και όχι μεγάλες παρεμβάσεις που θα αλλοιώνουν τον αιγιαλό». Οσον αφορά τις παρεκκλίσεις από την πολεοδομική νομοθεσία, ο κ. Παπαθανάσης επισημαίνει ότι η συνταγματικότητά τους έχει κριθεί από το ΣτΕ. «Οι επενδύσεις, ιδιαίτερα οι στρατηγικές, είναι πολύ κρίσιμες για την πατρίδα μας γιατί δημιουργούν θέσεις εργασίας. Επιπλέον υπόκεινται σε διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης και κρίνονται από το ΣτΕ. Οι πολεοδομικές ρυθμίσεις που προτείνουμε θα διευκολύνουν τη λειτουργία της αγοράς και θα ενθαρρύνουν μεγάλες επενδύσεις».