Από τον Σίμο Ανδρονίδη
«Μπήκα στο αυτοκίνητο και επέστρεψα σπίτι διαπερασμένος από το καλοκαιριάτικο φως της μέρας τη βροχή και τη γαλήνη διαπερασμένος από το φεγγάρι» (Τούμας Τρανστρέμερ, ‘Από τον Ιούλιο του 90’).
Ο Σουηδός ποιητής Τούμας Τρανστρέμερ (βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας-2011), στην ποιητική συλλογή που φέρει τον ιδιαίτερο τίτλο ‘Πένθιμη Γόνδολα’, «επικοινωνεί» με τις θραυσματικές του μνήμες, τη ζωή των παρόντων αλλά και των απόντων, αρθρώνει τη λέξη (η λέξη ως ποίηση) για να προσεγγίσει ό,τι τον περιβάλλει, συγκροτεί μία εικόνα (ή εικόνες) «πειθήνια», «αυτόνομη» και «αυτάρκη», συγκροτεί το μη-κανονιστικά-‘λογικά’ ειπωμένο και το «κανονιστικά» μη ανείπωτο, αυτό που εκφεύγει εντός του πεδίου της ποίησης.
Σε κάθε ποίημα της ποιητικής συλλογής λειτουργεί η ανάγκη της έκφρασης, της «πυκνής» αφήγησης[1], της απεύθυνσης των λέξεων, της αλληλουχίας διαφοράς-ταύτισης, της προβολής του χρόνου ως καθαυτό έννοια της ποίησης, σχετικής & μη-σχετικής, έννοιας που συναρθρώνεται με διάτρητες αποτυπώσεις, αφηγήσεις, «φωνές» των υποκειμένων. Η υποκειμενικότητα της ‘Πένθιμης Γόνδολας’ συντίθεται από τις στιγμές της χρονικής της ‘αποκάλυψης’ (η ποίηση ως ιδιαίτερος χρόνος), από την επανεγγραφή των ωσμώσεων, των κινήσεων, από την πρόσδεση του εαυτού με την ποίηση, από την επανεγγραφή τρόπου προσέγγισης & ανά-δόμησης του γίγνεσθαι. Και αυτός ο τρόπος δεν μπορεί παρά να είναι ποιητικός, δηλαδή «διάτρητος» από επιθυμίες, στοιχίσεις, αναβολές..
Το πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής φέρει τον τίτλο ‘Απρίλιος και Σιωπή’. Από αυτό το ποίημα εκκινεί η διαδικασία της αφήγησης, της «ροής» που δύναται να «κατακερματιστεί» και να «κατακερματίσει». Και αυτό που «θρυμματίζει» το αναπαράγει τραυματικά, πολύσημα και βιωματικά, το λαμβάνει πίσω ως έγκληση, ως μήνυμα και ως «σαρκικότητα». Ο ποιητής Τούμας Τρανστρέμερ εκφράζεται και «μιλά» ποιητικά με τη «φωνή» τη δική του & των άλλων, «μιλά» για να ακουστεί το ενύπαρκτο, το πρωταρχικό και το έσχατο ταυτόχρονα, που είναι η μνήμη, η δική του και του κόσμου.
«Η άνοιξη έρημη. Το χαντάκι, γεμάτο βελούδινο σκοτάδι σέρνεται δίπλα μου δίχως κατοπτρισμούς. Το μόνο που φέγγει είναι τα κίτρινα λουλούδια. Με κουβαλά η σκιά μου όπως μια μαύρη θήκη κουβαλά το βιολί της. Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο σαν τ’ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο».[2]
Όλα βρίσκονται εδώ για τον ποιητή. Εντός πεδίου, εντός χρόνου, εντός μίας συμβατικότητας που μεταβάλλεται, αλλάζει: «Η άνοιξη έρημη», γράφει. Η ποιητική αλληγορία σχετίζεται με την αντιθετικότητα. «Η άνοιξη έρημη», «γυμνή», όπως τα σώματα και οι μνήμες, οι ορέξεις και οι προσφυγές.. Σε ένα πεδίο χρονικής όσο και χωρικής «άρσης» ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του, «κουβαλά» και προστρέχει στις «φωνές» των άλλων (αφήγηση συγκρότησης-δόμησης), στη δική του «οικειότητα» της «σκιάς» ως άλλου «σώματος», «σάρκας» ιδιαίτερης, διάστικτης από προβολές, εντάσεις, σιωπές & παύσεις. Η «σκιά» δεν συνιστά έναν άλλο εαυτό, αλλά μία μνήμη δύσκολη, που «αποβάλει» ή «ορθώνει» τύχη.
Μία «σκιά», μια εγκλητική λέξη της ποίησης, που ακούγεται με έναν τρόπο «υποκειμενοποίησης» της ποίησης για να γίνει δικαιολόγηση (και «βύθιση») του βίου, άνοιγμα στον πυρήνα της ύπαρξης, σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που μένει μετέωρο, ‘χασματικό’. Αυτό που θέλει να πει «αστράφτει απρόσιτο σαν τ’ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο». Σύνθετα, πολύπλοκα, σχεδόν με έναν τόνο εγκλητικό, παραμένει «οικείο» στον πυρήνα του, «απρόσιτο» στη σύλληψη του.
Η λέξη & οι λέξεις δομούν μία «κοινωνία», μία «πολιτεία» ποίησης, εγκολπώνονται το απρόσιτο, το οποίο είναι διττό: λέξη και έννοια, αλλά και μύθος και πραγματικότητα. Δεν είναι όψιμα μεταφυσικό, αλλά περιλαμβάνει εικόνες, κατάστικτες μνήμες, χωρεί στο ‘περιβάλλον’ της ποίησης, στην «κοινωνία» της. Είναι απρόσιτο, «ανοίκειο», αλλά «οικείο» στον πυρήνα του, είναι το αισθητικό νόημα που «ενδημεί» στο ποιητικό πράττειν, που λειτουργεί στην ποιητική επιφάνεια. Απρόσιτο, «ανέγγιχτο», η διαδικασία του σκέπτεσθαι, η εξωτερίκευση της.
Κι αυτό το απρόσιτο, «καθυποτάσσεται» εντός ποίησης, μένει εντός ποίησης, εγγράφει εντός ποίησης: ταυτότητα (και ταυτότητες), «προγράμματα», πρακτικές ‘κυβερνολογικής’, αντανακλάσεις. Και το απρόσιτο μετασχηματίζεται σε κάτι προσιτό και παράλληλα ενεργό, σε ένα σκέπτεσθαι που εκφράζεται, που εξωτερικεύεται με «όγκο» & με «ταχύτητα», που από σχεδόν φαντασιακό μετατρέπεται σε πρακτικό, λειτουργώντας υπό το πλαίσιο της ποιητικής, η οποία αποτελεί τρόπο ζωής-ενεργητικής έκφρασης, εκφοράς ζώντων υποκειμένων (και νεκρών «υπολειμμάτων»), πράξεων που συγκλίνουν & αποκλίνουν. Κάτι απρόσιτο σαν τον πολύσημο έρωτα, την επιδίωξη αισθητικοποίησης της ύπαρξης, έναν φόβο που παλινδρομεί, μία αίσθηση του επαπειλούμενου, του ιστορικά λανθάνοντος.
Μία «αποκάλυψη» μέσα στο πεδίο της ποίησης, «παράδοξα ερωτευμένης» με τον φόβο, που προσιδιάζει σε έναν κανόνα-νόρμα μη-ιεραρχημένο, πτυχωτικό, «καλειδοσκόπιο» εκδίπλωσης προθέσεων. Το απρόσιτο υπό το πρίσμα του καινοφανούς, του δυναμικά εκφραστικού για τον Τούμας Τρανστρέμερ, (καθότι «λάμπει σαν τ’ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο»), και, «εμβρυακά» καινούργιου, «μήτρα» εντάσεων και διαμεσολαβήσεων, ποίηση αιχμής και αιχμών, ανοιχτών και κεκαλυμμένων. Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση παρά η έκφραση του δυνητικού, η προβολή & άρθρωση αιχμών και ευρύτερων αντιφάσεων; Αντιφάσεων, που είτε περιπλέκουν είτε ξεδιαλύνουν, συνιστούν ποίηση βάθους, ωσμώσεων, κίνητρο από-δόμησης και ανά-δόμησης. Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση παρά κατανομή δυνάμεων, αποκρυστάλλωση τροπικοτήτων-υλικοτήτων; Μία «κοινωνία» συγκροτούμενη.. Γράφει ο ποιητής: «Ένα γαλάζιο φως ξεχύνεται από τα ρούχα μου. Καταχείμωνο. Ντέφια από πάγο που κουδουνίζουν. Κλείνω τα μάτια μου. Υπάρχει ένας άφωνος κόσμος υπάρχει μια ρωγμή όπου γίνεται λαθρεμπόριο νεκρών».[3]
Ο Τούμας Τρανστρέμερ προσλαμβάνει την ποίηση ως απεικόνιση, ως οίηση & καθημερινό ύφος και ήθος, ως λυρική κατίσχυση, ως δομή επί δομής, ως ‘Πένθιμη Γόνδολα’, που «ταξιδεύει» προς το όλον, άλλοτε με ορμή και άλλοτε με σιγή, ένα ‘κρισιακό’ μεταίχμιο όπου παρελαύνουν ζώντες και νεκροί,[4] υλικά προς επανερμηνεία-επαναπροσέγγιση, συνηχήσεις άλλων, αλλότριων και σχεδόν «ετεροποιούμενων» από τον ίδιο τους τον εαυτό, καταύγασμα λόγου, διήγηση της ετερόκλητης παραμυθίας, πεδίο όπου το «λαθρεμπόριο νεκρών» συνιστά «λαθρεμπόριο» λέξεων, ‘εργαλείο’ έμφορτης ανασφάλειας, αναζήτησης και κτήσης της προσωρινότητας,[5] ρωγμή Σουηδικής ακρίβειας και λεκτικών παιγνίων..
«Το πρόσωπο του Ουίλλιαμ Τέρνερ είναι ψημένο απ’ τον αέρα έστησε το καβαλέτο του πέρα στους αφρούς της κυματωγής. Ακολουθούμε το αργυροπράσινο παλαμάρι στα μεγάλα βάθη. Πάει τσαλαβουτώντας στο αβαθές βασίλειο του θανάτου. Ένα τρένο μπαίνει στο σταθμό. Έλα πιο κοντά. Βροχή, βροχή ταξιδεύει πάνω απ’ τα κεφάλια μας».[6] Μία ποιητική παράκληση. Η ποίηση του Σουηδού ποιητή είναι ένας άλλος τρόπος ομιλίας, «φωνής», τρόπος να δηλώσεις, να αναφέρεις: είμαι στο τώρα και στο πριν..
Όπως τονίζει ο Σάββας Μιχαήλ: «Το ποιητικό έργο συντελείται έτσι σαν dechirure temporelle – για να το πούμε με τα λόγια του Maurice Blanchot: είναι η τραυματική διάρρηξη του χρόνου, η ρήξη με το χρόνο μέσα στο χρόνο, η εσωτερική του αιμορραγία».[7]
Στην ‘Πένθιμη Γόνδολα’ ο Τρανστρέμερ «αγκαλιάζει» με θέρμη την ποίηση, την εσώτερη ουσία της (την εσωτερικότητα της), την καθιστά «πυρηνική χρονικότητα»: συσχέτιση, όψη, υπαρκτή τάση μέσα στο χρόνο, έρωτα «διασταλτικά» συμπυκνωμένο, «εσωτερική αιμορραγία»: αυτό που μένει είναι ο εαυτός εντός ποίησης.. Ο ποιητής «κερδίζει» χρόνο για να τον αποδώσει μη-συμβατικά, ήτοι σε αντίθεση με τις διάφορες κανονικές προσλήψεις του γίγνεσθαι. Το ποιητικό του πράττειν είναι εναλλακτικό, σημειολογικό στις διαστάσεις του, μέγα-αφήγηση «αιμορραγούντων» αφηγήσεων & διαστημάτων.
Και προσιδιάζει σε μία επανεγγραφή της συμβολικής στόχευσης, η οποία και λειτουργεί ως πλοήγηση εντός κοινωνικού πεδίου (χωροχρόνου), ως σκευή ονείρου, με τον τρόπο και την ‘δράση’ του Νίκου Καρούζου: «Αχ ναι! πετούσαν έρημα των πουλιών τα σμήνη κι όταν αποχάθηκαν η καθαρότητα τ’ ουρανού δεν κηλιδώθηκε από ίχνη. Να παγιδεύεις το αόρατο στην ορατότητα».[8]
Ο Τούμας Τρανστρέμερ προσδιορίζει την ποίηση όχι ως ατομική ιδιοκτησία, αλλά ως σχέση-συσχέτιση, γραπτή «ύλη» επενέργειας, «σύλληψη» του μορφασμού και του προσώπου, εκεί όπου τα όρια αλλάζουν, καθίστανται «μόρια» αξιολόγησης.. «Να παγιδεύεις το αόρατο στην ορατότητα», γράφει ο ποιητής Νίκος Καρούζος.. Αυτή είναι η ποίηση «πολλαπλασιασμένη», σφαιρική, «διαιρεμένη» σε επικράτειες επάλληλων πτυχώσεων, αυτή που «μυεί» στο απρόβλεπτο, που εξυφαίνει «συνωμοσίες» μεταξύ εραστών, τρόπος (και αποκτά σημασία-αξία αυτό) διαμόρφωσης-συγκρότησης ενάντιων και κινητικών τροπικοτήτων..
Η μεθοδολογία της συγκροτεί παράταιρα υποκείμενα ανόμοια & ίσα στις προθέσεις, στις ενοχές, στις λειτουργίες, διαθλάται σε μία γλώσσα ελεύθερη, κινητική, αποθέτει ελπίδες σε κάτι τύποις απρόσιτο, τείνει να «συλλάβει» την ένταση, το «άφωνο» στην επιφάνεια, ποιητική και μη..
Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος: «Κάθετοι βράχοι των βουνών. Ελιά και πεύκο. Λάμποντας το γεράκι χύμηξε προς τη χαράδρα. Σκέψη αρπαγής αντίλαμψε στο στίχο».[9] Στη λέξη που στέργει προς την πολλαπλή ποίηση.
Επρόκειτο για τη ‘Γόνδολα’ των ποιητικών στιγμών-διερωτήσεων.
[1] Η ποιητική του Τούμας Τρανστρέμερ καθίσταται «φωνή» των πολλών, πολυφωνική στις γωνίες & στις εκφάνσεις της. Στον αναγνώστης της ‘Πένθιμης Γόνδολας’ εξωτερικεύεται και «διοχετεύεται» ένα σχήμα πολύσημο: ο ποιητής προσδιορίζει την έννοια της «πυκνής» αφήγησης, της μη-γραμμικής πολυφωνικότητας-τροπικότητας, ανασύρει στην ποιητική επιφάνεια «φωνές» άλλων, αφήνει τη δική του «φωνή» να διαπλεχθεί με τα επίδικα-προτάγματα, με τις «φωνές» των άλλων, με τις προθέσεις τους..
[2] Βλέπε σχετικά, Τρανστρέμερ Τούμας, ‘Απρίλιος και Σιωπή’, Ποιητική συλλογή ‘Πένθιμη Γόνδολα’, Μετάφραση-Επίμετρο: Παπαγεωργίου Βασίλης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ. 7.
[3] Βλέπε σχετικά, Τρανστρέμερ Τούμας, ‘Καταχείμωνο’…ό.π, σελ. 29.
[4] Ο θάνατος στον Τούμας Τρανστρέμερ είναι πραγματικός & συμβολικός: ο θάνατος ως ιδιότυπη (και βαθιά ανθρώπινη) κοινωνική σχέση, ως ρηγμάτωση του χρονικού και αντιστροφή (η μετωνυμία), ‘δομή’ που «εδαφικοποιείται» στο ανθρώπινο σώμα, οντο-πολιτική προκείμενων, εκφράσεων..
[5] Η προσωρινότητα στην ποίηση του Τρανστρέμερ είναι η ίδια η αμοιβαιότητα των υπάρξεων, το ανοιχτό πεδίο, οι πλαισιώσεις, η σκευή του εμπροσθοβαρούς..
[6] Βλέπε σχετικά, ΄Ένα σχέδιο του 1844…ό.π,’ σελ. 30.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus’, Homo Poeticus, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 21-22.
[8] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Εντύπωση’, Ποιητική συλλογή ‘Ερυθρογράφος’, Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1988, σελ. 29. Ο Νίκος Καρούζος είναι ένας ποιητής που χρησιμοποιεί μία αφήγηση δωρική, «ευέλικτη» & περιεκτική, συνυφαίνει-συναρθρώνει την ποίηση ως ‘δείγμα’ & ως ‘εύρος’, την προσδιορίζει ως στοχαστική «αναλαμπή» που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος για να αποτυπώσει πάλι τα ίχνη της.
[9] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης’, ‘Στιγμή’, Ποιητική συλλογή ‘Επαναλήψεις ‘Α’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 15.