Του Άρη Χατζηστεφάνου
Υπάρχουν ορισμένες ειδήσεις που δεν ξαφνιάζουν κανέναν. Η παραδοχή λόγου χάρη, πριν από μερικές εβδομάδες, από τις ΗΠΑ ότι οργάνωσαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα για την ανατροπή του προέδρου Μοσάντεκ του Ιράν το 1953 αποτελεί απλώς μια επιβεβαίωση ότι… τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις. Η ανθρωπότητα γνώριζε εδώ και έξι δεκαετίες σχεδόν όλες τις λεπτομέρειες της επιχείρησης TPAJAX, με την οποία η CIA έφερε στην εξουσία τον Σάχη του Ιράν εξασφαλίζοντας πρόσβαση στα πετρελαϊκά κοιτάσματα και οικοδομώντας για τρεις δεκαετίες έναν από τους ισχυρότερους πυλώνες της αμερικανικής εξουσίας στη Μέση Ανατολή.
Αυτό που δεν είχε ερευνηθεί όμως με επάρκεια όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι το πραξικόπημα στο Ιράν αποτέλεσε για τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες μια πρόβα τζενεράλε σχεδόν για το σύνολο των δικτατοριών που εγκαθίδρυσαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και κυρίως στην λεγόμενη «πίσω αυλή» τους – τη Λατινική Αμερική.
Για αρκετούς ιστορικούς οι παρεμβάσεις της Ουάσινγκτον με στόχο την εκ των έσω πραξικοπηματική ανατροπή ενός ξένου καθεστώτος (χωρίς δηλαδή την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων) ξεκινά το 1917 επί προεδρίας Ουίλσον, όταν χρηματοδοτούνται ρωσικές αντικαθεστωτικές δυνάμεις απέναντι στην επανάσταση των Μπολσεβίκων.
Η πρώτη δοκιμή κανονικού πραξικοπήματος θα γίνει το 1949 στη Συρία, όταν η CIA έρχεται τουλάχιστον έξι φορές σε επαφή με τον επιτελάρχη Χούσνι αλ Ζαίμ πριν αυτός αναλάβει με πραξικόπημα τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν και οι λεπτομέρειες σχετικά με τη βοήθεια, που προσέφεραν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες, ο Ζαίμ αισθάνθηκε την ανάγκη να ανταποδώσει κατασκευάζοντας τον πολυπόθητο, για τις ΗΠΑ, αγωγό TAPLINE που μετέφερε πετρέλαιο από τη Σαουδική Αραβία στις ακτές της Μεσογείου. Παράλληλα δέχθηκε να συνεργαστεί στενά με τους δύο βασικούς συμμάχους της Ουάσινγκτον στην περιοχή, την Τουρκία και το Ισραήλ.
Με τις κινήσεις αυτές οι ΗΠΑ, ως νικήτριες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, έπαιρναν έμπρακτα τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής μέσα από τα χέρια της Μεγάλης Βρετανίας – διαδικασία η οποία θα ολοκληρωθεί με την κρίση του Σουέζ και την ταπείνωση της πάλαι ποτέ βρετανικής αυτοκρατορίας. Το Ιράν όμως αποτελούσε από τότε το «άγιο δισκοπότηρο» της αμερικανικής διπλωματίας καθώς σχεδιαζόταν να αποτελέσει έναν από τους βασικότερους πυλώνες για τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής.
Το «παιχνίδι» της CIA
Κεντρικό ρόλο στην επιχείρηση TPAJAX θα έπαιζε η νεοσύστατη τότε CIA η οποία αν και είχε ιδρυθεί από το 1947 πήρε τη σημερινή της οργανωτική δομή το 1952. Το πραξικόπημα του Ιράν θα κληθεί να οργανώσει ο τότε διευθυντής της υπηρεσίας, Άλεν Ντάλες ο οποίος είχε διατελέσει επικεφαλής αρκετών επιχειρήσεων της περίφημης OSS, δηλαδή του προκατόχου της CIA που έδρασε στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στηριζόμενος στον αντικομμουνιστικό παροξυσμό του γερουσιαστή ΜακΆρθι αλλά και τις θεωρίες περί «ανάσχεσης» της σοβιετικής απειλής του διπλωμάτη Τζον Κέναν, ο Ντάλες θα παρουσιάσει το Ιράν σαν ένα ακόμη θέατρο επιχειρήσεων στην αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την ενεργειακή και γεωστρατηγική σημασία της χώρας.
Η εμπειρία από το Ιράν θα χρησιμοποιηθεί την αμέσως επόμενη χρόνια και στη Γουατεμάλα για την ανατροπή του Προέδρου Αρμπένζ Γκουζμάν υπό τις διαταγές του προέδρου Αϊζενχάουερ και του υπουργού Εξωτερικών Φόστερ Ντάλες – αδερφού του Άλεν Ντάλες. Τις τελικές λεπτομέρειες για την ανατροπή του Γκουζμάν μάλιστα ανέλαβε ο γνωστός και στην Ελλάδα Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι – το όνομα του οποίου έμεινε στην ιστορία σαν συνώνυμο των ωμών αμερικανικών διπλωματικών παρεμβάσεων στο εσωτερικό ξένων χωρών. Σε αντίθεση πάντως με την Ελλάδα, όπου διατηρούσε άριστες σχέσεις με το παλάτι αλλά και τον νεαρό τότε Κωνσταντίνο Καραμανλή, στη Γουατεμάλα ο Πιουριφόι βρήκε εχθρικό έδαφος όταν κλήθηκε να προστατεύσει τα συμφέροντα της αμερικανικής πολυεθνικής United Fruit Company (σημερινή Chiquita) η οποία έβλεπε τις «επενδύσεις» της να απειλούνται από τον αναδασμό της Γης προς όφελος των φτωχών καλλιεργητών.
Για την ιστορία, ο Πιουριφόι στις επαφές του με τον Αρμπενζ έφερνε την Ελλάδα σαν παράδειγμα αναδασμού της Γης που δεν προκάλεσε προβλήματα (σε ξένες πολυεθνικές). Σε αντίθεση όμως με το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο που ανεχόταν τον Πιουριφόι (ακόμη και όταν αυτός αποκαλούσε τον Σοφοκλή Βενιζέλο «μικρό μπάσταρδο») η κυβέρνηση της Γουατεμάλας δεν ανεχόταν τέτοιες παρεμβάσεις – και το πλήρωσε με ένα αιματηρό πραξικόπημα και ένα εμφύλιο πόλεμο που άφησε πίσω του δεκάδες χιλιάδες νεκρούς.
Τα διαδοχικά πραξικοπήματα του Ιράν και της Γουατεμάλας θα λειτουργήσουν έκτοτε σαν «μπούσουλας» για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, την Αφρική αλλά και την Ευρώπη, όπου θα έρθουν με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών, πρώτα στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Τουρκία. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι πλέον τόσο τυποποιημένη ώστε η CIA και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών του Πενταγώνου εκδίδουν ακόμη και εγχειρίδια βασανιστηρίων και ανάκρισης τα οποία διανέμουν μέσω της διαβόητης Σχολής της Αμερικής (School of the Americas – SOA) στους επίδοξους πραξικοπηματίες. Η SOA μετατρέπεται σύντομα σε ένα «πανεπιστήμιο δικτατόρων» στο οποίο θα φυτήσουν επιλεγμένα στελέχη από τις ένοπλες δυνάμεις των χωρών που βρίσκονται (ή πρόκειται να βρεθούν) στη σφαίρα επιρροής της Ουάσινγκτον.
Κάθε εκτροπή ακολουθούνταν πάντα από την είσοδο στη χώρα αμερικανικών πολυεθνικών οι οποίες αποκτούσαν προνομιακό έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών ή απλώς έπαιρναν και πάλι των έλεγχο εγκαταστάσεων που είχαν εθνικοποιηθεί από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις- όπως συνέβη με τα ορυχεία χαλκού της ΑΤΤ στη Χιλή.
Μόνο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι διαδικασίες ανατροπής εχθρικών καθεστώτων άρχισαν να διαφοροποιούνται αισθητά από το «πρότυπο» που είχαν θέσει τα πραξικοπήματα του Ιράν και της Γουατεμάλας. Η προσπάθεια ανατροπής του Ούγκο Τσάβες το 2002, λόγου χάρη, «παραβίασε» αρκετούς από τους κανόνες αφού στηρίχθηκε περισσότερο στην αστυνομία και όχι τον στρατό ενώ για πρώτη φορά έπαιξαν τόσο καθοριστικό ρόλο τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και οι ιδιοκτήτες τους που σχεδόν συντόνισαν την επιχείρηση σε συνεργασία με ενώσεις βιομηχάνων και επιχειρηματιών της χώρας. Οι νέες μορφές δημοκρατικής εκτροπής, που δοκιμάστηκαν με τις λεγόμενες «πολύχρωμες επαναστάσεις» στην κεντρική Ασία και την Ανατολική Ευρώπη απομάκρυναν περαιτέρω την έννοια του πραξικοπήματος από το παραδοσιακό λατινοαμερικάνικο coup d’etat.
Οι ερπύστριες στους δρόμους φαντάζουν πλέον αναχρονιστικές σε αρκετά σημεία του πλανήτη, όπου ομάδες τεχνοκρατών και τραπεζιτών, σε συνεργασία με τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αποδυκνείουν ότι είναι σε θέση να επιτύχουν τα ίδια αποτελέσματα με ένα πραξικόπημα χωρίς τις δόσεις φυσικής βίας που απαιτούνταν πριν από μερικές δεκαετίες.
Ίσως και γι’ αυτές τις περιπτώσεις να μάθουμε πολύ περισσότερα όταν θα ανοίξουν τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA – όπως συνέβη δηλαδή και στην περίπτωση του Ιράν. ΕΠΙΚΑΙΡΑ Αύγουστος 2013