«Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου, μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ λευτεριά, παίρνει σπαθί.»
Στις 16 Δεκεμβρίου 1974 φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών ο λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος Κώστας Βάρναλης. Γεννημένος στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, στην Βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ο Βάρναλης έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις, ενώ τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Στον μαρξισμό προσχώρησε όταν βρέθηκε στο Παρίσι το 1919 για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα και συλλογές το 1921, ενώ το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από “Το φως που καίει”, που είχε εκδώσει αρχικά στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας . Με το έργο του αυτό άνοιξε τη δεύτερη περίοδο της λογοτεχνικής του παρουσίας, αφού είχε προσχωρήσει στο αριστερό κίνημα. Θεωρήθηκε πατέρας της επαναστατικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, επηρεάζοντας τους σύγχρονούς του λογοτέχνες, παλιότερους και νεότερους, με τον Ρίτσο να γράφει «Χαιρόμουν να ζω στην ωραία εποχή των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων και στο “Φως που καίει” του Βάρναλη.». Το “Φως που Καίει” γράφηκε στην περίοδο της επαναστατικής ανόδου ύστερα από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, το χτίσιμο της EΣΣΔ και την άνοδο των επαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη. O ποιητής ξεσκεπάζει τη φθορά του εκμεταλλευτικού αστικού καθεστώτος και οραματίζεται το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης. Πρόκειται για το φως που φωτίζει και για τη φωτιά που καίει, φωτίζοντας το δρόμο του λαού στον επαναστατικό αγώνα για κοινωνική αλλαγή και καίγοντας με το εποικοδόμημα του αντιδραστικού κοινωνικού καθεστώτος.
Συνέχισε το έργο του ως δημοσιογράφος και ως ποιητής, εκδίδοντας έργα όπως οι “Σκλάβοι Πολιρκημένοι” και το 1932 εξέδωσε την “Αληθινή απολογία του Σωκράτη”. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άγιο Ευστράτιο. Υπήρξε Κομμουνιστής αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
Η ταξική συνείδηση και η επαναστατικότητα διαπερνούν σχεδόν το σύνολο του έργου του Βάρναλη, πράγμα λογικό καθώς μιλάμε για τον πρωτοπόρο του 20ου αιώνα, για τον επαναστάτη ποιητή της εργατικής τάξης. Αυτό αποδεικνύεται με τις θεματικές και τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται το ποιητικό του έργο. Αφενός ασκεί σφοδρή κριτική στην θρησκεία, τον ιμπεριαλισμό, το εθνικό φρόνημα, την ατομική ιδιοκτησία και συνολικά στην αστική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, όμως, με πάθος αναπαριστά και οραματίζεται την εικόνα της επανάστασης, εξετάζει τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του ποιητή, αφουγκράζεται το «τραγούδι του Λαού», μέμφεται την ποινικοποίηση των αγώνων και ακολουθεί την τύχη των αγωνιστών της εποχής και τέλος, τον απασχολεί το φιλοσοφικό δίπολο «ιδεαλισμός – υλισμός» κι ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε κάθε περίπτωση και ως μαρξιστής ο Βάρναλης δεν απομονώνει τα δεινά του καπιταλιστικού συστήματος. Αναγνωρίζει τον καπιταλισμό ως γενεσιουργό αιτία τους, χωρίς να παραλείπει και τον ρόλο της παράλυτης και αυταρχικής αστικής δημοκρατίας.
Ο Κώστας Βάρναλης είναι ένα από τα σπάνια φαινόμενα στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας. Αφενός ως λογοτέχνης (ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής) και αφετέρου ως επιστήμονας (κλασικός φιλόλογος, νεοελληνιστής), είχε μια ευρύτερη θεωρητική παιδεία, που αντικατοπτρίζεται στο πλήρες έργο που παρέδωσε σε όλους μας και χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση, εστιάζοντας στον διαχρονικά σύγχρονο άνθρωπο.
“Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου” είναι ποίημα του Κώστα Βάρναλη, που συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή “Τα Ποιητικά” (1956, Κέδρος) και απέκτησε δημοσιότητα και από τη μουσική μεταφορά του, σε μελοποίηση Λουκά Θάνου και ερμηνεία Νίκου Ξυλούρη το 1980. Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος, ένα γαϊδούρι, που παραλληλίζεται με τον σκλαβωμένο άνθρωπο, που ανέχεται την σκληρότητα του αφεντικού του αδιαμαρτύρητα και με υπομονή.