Του Κώστα Σκλιάμη
Πόλεις σε Μετάβαση (Transition Towns) μπορούν να θεωρηθούν όσες πόλεις εφαρμόζουν το μοντέλο της μετάβασης που έχει ως στόχο να βελτιώσει την ανθεκτικότητα, τη προσαρμοστικότητα και την ικανότητα αντοχής στις περιβαλλοντικές και οικονομικές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή και την οικονομική κρίση. Κάθε πόλη ή πρωτοβουλία (ο όρος πρωτοβουλία συχνά προτιμάται καθώς περιλαμβάνει γειτονιές, νησιά, χωριά κλπ) λειτουγεί ως ένα δίκτυο λαϊκής βάσης το οποίο εφαρμόζει το μοντέλο της μετάβασης.
Η έννοια του Transition επινοήθηκε από τον Rob Hopkins και τον Naresh Giangrande. Οι Πόλεις σε Μετάβαση μπορούν να θεωρηθούν ως μικρής κλίμακας τοπικές απαντήσεις στις παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της οικονομικής κρίσης.
Το πείραμα του Transition είναι μια προσέγγιση από τα κάτω προς τα πάνω (bottom up approach) όπου παράγεται από την κοινωνία των πολιτών και όχι απο την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις και την βιομηχανία. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να εξεταστεί απο 2 πλευρές οι οποίες προκύπτουν απο τον ορισμό που δόθηκε στην αρχή του κειμένου.
Η μιά πλευρά είναι ως απάντηση στον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίον χαραζόταν η κλιματική πολιτική σε ανώτατο επίπεδο, δηλαδή ενός top-down συστήματος διακυβέρνησης της κλιματικής πολιτικής. Τόσο το πρωτόκολλο του Κιότο όσο και η Διάσκεψη της Κοπεγχάγης επικρίθηκαν πολύ για την αποτυχία να παράγουν μια αποτελεσματική απάντηση στην κλιματική αλλαγή. Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων για το κλίμα μας ωθούν να σκεφτούμε έναν διαφορετικό αποτελεσματικό τρόπο που να ανταποκρίνεται στην κλιματική αλλαγή. Αυτή η ανάγκη ανέυρεσης μια διαφορετικής λύσης έχει δημιουργήσει μια ποικιλία από εναλλακτικές προτάσεις και μία απο αυτές είναι το μοντέλο του Transition. Δηλαδή μια νέα bottom up approach που να παίρνει τις αποφάσεις στα χέρια της ακολουθώντας το σκεπτικό ότι αυτό που συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο, εάν συμβεί σε τοπικό επίπεδο παντού τότε τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν.
Η άλλη πλευρά είναι να εξεταστεί ως μια λυση που μπορει να επιφέρει αλλαγή στον καθημερινό τρόπο ζωής, σπαταλόντας λιγότερη ενέργεια και κερδίζοντας οικονομικά. Η κύρια ανθρώπινη δραστηριότητα που εκπέμπει CO2 είναι η καύση των ορυκτών καυσίμων, όπως ο άνθρακας, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια τόνους CO2 εκπέμπονται παγκοσμίως κάθε χρόνο από την καύση ορυκτών καυσίμων, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τα οποία κοστίζουν. Το Μοντέλο Μετάβασης αποσκοπεί στη μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές CO2 που παράγονται από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τις μεταφορές, τη βιομηχανία και τη γεωργία. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να φανεί ως έναν εναλλακτικό τρόπο για να οργανώσουμε την κοινωνία, την παραγωγή και την κατανάλωση, εστιάζοντας στο πώς να χτίσουμε τοπική οικολογική και οικονομική προσαρμοστικότητα.
Πολλές πόλεις ή πρωτοβουλίες που έχουν υιοθετήσει αυτό το μοντέλο είναι πρόθυμες να συνεργαστούν με πολιτικούς φορείς και την τοπική εξουσία καθώς έτσι βλέπουν προοπτικές για την βιωσιμότητα τους. Τέτοιες συνεργασίες μπορούν να φέρουν χρηματοδότηση για πολλά ερευνητικά προγράμματα αλλά και άλλες πρακτικές δραστηριότητες. Επίσης, οι κυβερνητικές πολιτικές μπορεί να έχουν τεράστια επίδραση στην διαμόρφωση των παρεμβάσεων των Μεταβατικών Πρωτοβουλιών αλλά και στους πόρους με τους οποίους μπορούν να εργαστούν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι τοπικές αρχές ενεργούν ως βασικοί εταίροι για τις Μεταβατικές Πρωτοβουλίες και καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν θα τα είχαν καταφέρει χωρίς τη συνεργασία με τους τοπικούς θεσμούς, εννοώντας ότι οι πρωτοβουλίες μετάβασης θα είναι πιο αποτελεσματικές εάν συνδυάζουν top-down και bottom-up προσεγγίσεις. Αυτή η πλευρά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε μία αποκλειστικά top-down ή μια αποκλειστικά bottom-up προσέγγιση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις ξεχωριστα παρά μόνο σε συνεργασία.
Απο την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις, κριτικές αλλά και προειδοποιήσεις για τα ρίσκα που μια τέτοια πιθανή συνεργασία μπορεί να επιφέρει. Αυτοί που ποειδοποιούν για τους κινδύνους, βλέπουν τις Μεταβατικές Πρωτοβουλίες ως καθαρά ακτιβιστική δράση απο τη λαϊκή βάση χωρίς να χρειάζεται συνεργασία με καμία κυβέρνηση. Το αίσθημα της απογοήτευσης αλλα και της μη εμπιτοσύνης στους πολιτικούς αλλά και την παραδοσιακή πολιτική, τους ωθεί στην ανάπτυξη του αισθήματος του Do It Yοurself- DIY. Ο Rob Hopkins, συμφωνεί ότι εξ ορισμού μια Μεταβατική Πρωτοβουλία δεν μπορεί να καθοδηγείται απο μια τοπική εξουσία καθώς μιλάμε για μια bottom–up approach. Παρ’όλα αυτά τονίζει ότι η ενεργή υποστήριξη της τοπικής εξουσίας είναι πολύ σημαντική για κάθε τέτοια πρωτοβουλία.
Σε αυτό το μέρος του κειμένου θα παρουσιάσω 2 περιπτώσεις όπου έχουν ακολουθήσει αυτό το μοντέλο και έχουν κριθεί αποτελεσματικές ως προς την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την οικονομική τους επιτυχία. Και οι δύο περιπτώσεις βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο και είναι αρκετά γνωστές καθώς το Totnes ήταν η πρώτη Transition Town και το Reepham ήταν η πρώτη κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου που δοκιμάστηκαν βιοκαύσιμα σε οικιακούς λέβητες. Σύμφωνα με τελική έκθεση του LCCC (Low Carbon Communities Challenge) , οι δύο αυτές περιπτώσεις ανέλαβαν σημαντικές δράσεις και είχαν τα πιο σημαντικά αποτελέσματα.
Το Totnes με πληθυσμό 7.500 άτομα, έγινε το 2006 η πρώτη Transition Town με στόχο να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Το project «Δρόμοι σε Μετάβαση- Transition Streets» ήταν το πρώτο κύριο έργο που έτρεξε από τον Ιανουάριο του 2010 μέχρι τον Ιουλίο του 2011. Σχεδόν 500 νοικοκυριά είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Το έργο ξεκίνησε με τη βοήθεια των 12.500 £ από το ίδρυμα Calouste Gulbenkian το Σεπτέμβριο του 2008. Επίσης βραβεύτηκε με 20.000 £ από το NESTA του Big Green Challenge Plus το Σεπτέμβριο του 2009. Τον Δεκέμβριο του 2009, το Υπουργείο Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (DECC) χορήγησε στο Totnes επιχορήγηση ύψους 625.000£, μέσω του προγράμματος LCCC. Αυτά τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν ως επιχορηγήσεις στα νοικοκυριά για οικιακή ηλιακή φωτοβολταϊκή εγκατάσταση. Από τα σπίτια που λαμβάνουν επιδοτήσεις φωτοβολταϊκών, το 44% ήταν νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και έλαβαν επιχορήγηση ύψους 3.500£. Τα συνολικά αποτελέσματα του προγράμματος αυτού ήταν 570£ κατά μέσο όρο εξοικονόμηση χρημάτων ανά νοικοκυριό ετησίως, 1.3 τόνους μέση εξοικονόμηση CO2 ανά νοικοκυριό ετησίως, ενώ τα σπίτια με τα ηλιακά φωτοβολταϊκά, παίρνουν ένα εισόδημα της τάξης των £ 400-800 ετησίως και επιπλέον εξοικονόμηση CO2 από 0,4 έως 0,7 τόνους. Εκτιμάται ότι 468 νοικοκυριά αποταμιεύουν συνολικά (εξαιρουμένων των φωτοβολταϊκών), ανά έτος, 266.760£. Επιπλέον, με βάση τις δράσεις που λαμβάνονται, εκτιμάται η συνολική μείωση στον τομέα της θέρμανσης και της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας είναι της τάξης του 1,5 kWh ανά έτος – που είναι το 14% της χρήσης του μέσου νοικοκυριού.
Το Reepham, στο Norfolk στη Ανατολική Αγγλία έχει πληθυσμό περίπου 2.600 άτομα. Το 2004, το Reepham Green Team – ένα δίκτυο ατόμων και ομάδων της κοινότητας- ιδρύθηκε για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και ανέπτυξε και παρέδωσε σχέδια για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Τρία από τα έργα αυτά ήταν το «Reepham Insulation Project-Πρόγραμμα Μόνωσης», «Biofuel trials- Δοκιμές βιοκαυσίμων» και το «Reepham Car Club» που σχετίζονται με τους τρεις κύριους λόγους για τους οποίους οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ήταν τόσο υψηλές – η έλλειψη μόνωσης, η χρήση του πετρελαίου θέρμανσης, καθώς και η εξάρτηση από προσωπικό μέσο μεταφοράς. Τον Ιανουάριο του 2012, το Reepham κέρδισε 110.000 λίρες απο το LEAF (Ταμείο Αξιολόγησης Τοπικής Ενέργειας). Επιπλέον, το LCCC χρηματοδοτεί 18 κοινοτικές ομάδες στην πόλη για να παραδώσουν έργα χαμηλών εκπομπών άνθρακα που περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπως αυξημένη θερμική απόδοση των κτιρίων, ανανεώσιμες πηγές θέρμανσης και ζεστού νερού, φωτισμός χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιώσιμες μεταφορές, ενεργειακά αποδοτικές συσκευές και έργα ανακύκλωσης.Τα έργα καλύπτουν το πλήρες φάσμα των τεχνολογιών και λύσεων, μεταξύ των οποίων μόνωση, αντλίες θερμότητας αέρας και νερού, ηλιακή θερμική και ηλιακή φωτοβολταϊκή τεχνολογία, ενεργειακά αποδοτικούς λέβητες, λέβητες βιομάζας, βιοκαύσιμα (από χρησιμοποιημένα μαγειρικά έλαια) για τη θέρμανση, χαμηλής ενέργειας φωτισμός LED, αιολική ενέργεια, ηλεκτρικά οχήματα και ενεργειακά αποδοτικές συσκευές. Σύμφωνα με LCCC, τα έργα έχουν οδηγήσει σε μια σειρά από περιβαλλοντικά οφέλη, μεταξύ των οποίων: 61% εξοικονόμηση διοξειδίου του άνθρακα από την ανακαίνιση των οικιστικών ακινήτων, 65% μείωση στην κατανάλωση ενέργειας και μείωση της φωτορύπανσης από τις νέες λάμπες LED στους δρόμους, 30% -50% μείωση της χρήσης ενέργειας από άλλες πηγές θέρμανσης και φωτισμού καθώς και 50% -65% μείωση των εκπομπών άνθρακα από τις μεταφορές.
Ωστόσο, είναι αυτές οι τοπικές προσπάθειες ικανές να αντιμετωπίσουν τις παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής; Το αν ένα τοπικό δίκτυο μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις παγκόσμιες προκλήσεις, εξακολουθεί να παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Πρόκειται για μια πρωτοποριακή ιδέα με πολλές προοπτικές, αλλά με πολύ περισσότερα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Παραμένει αμφίβολο αν μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στην παραδοσιακή ιεραρχική top-down διακυβέρνηση του κλίματος.
Αυτό που είναι πιο ξεκάθαρο είναι πως μια τοπική εναλλακτική πρόταση μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα στους πολίτες που συνδέονται άμεσα με την ενέργεια και την καύση ορυκτών καυσίμων. Η εκμετάλλευση όλων των νέων επιλογών και τεχνολογίων (απο ποδηλατόδρομους μέχρι βιοκαύσιμα) μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε ελάφρυνση των οικονομικών φορτίων που κουβαλούν οι πολίτες στις πλάτες τους. Αυτοοργάνωση των δημοτών, λαικές συνελεύσεις και συνεργασία με τους τοπικούς φορείς προκειμένου να βρίσκονται περιβαλλοντικά κονδύλια για τα έργα υποδομής μπορούν να οδηγήσουν προς αυτό το στόχο.