Με αφορμή τη «Χειμερία Νάρκη» του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν και το «Χωρίς Μέτρο» του Ντάμιεν Σαζέλ…
Στη «Xειμερία Νάρκη» o Aϊντίν (που στα τουρκικά σημαίνει «διανοούμενος»), είναι ένας μεσήλικος, καλοβαλμένος πρώην θεατρικός και κινηματογραφικός ηθοποιός (αλλά όχι τηλεοπτικός, σεμνύνεται πως δεν έκανε ποτέ σαπουνόπερες), ο οποίος διατηρεί ξενώνα με το όνομα «Οθέλλος» σε μια ιστορική και γραφική περιοχή στην Καππαδοκία, που κατά τα άλλα όμως είναι έρμαιο της γενικότερης φτώχειας, του άγονου τοπίου της στέπας και του βαρύ χειμώνα, εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται και η ταινία.
Εκτός από τον ξενώνα, ο Αϊντίν έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του και πολλά άλλα ακίνητα στην περιοχή, τα οποία εκμεταλλεύεται χωρίς να ασχολείται ο ίδιος, μέσω βοηθών και δικηγόρων. Είναι ένας τοπικός προύχοντας, αλλά κυρίως ένας άνθρωπος που ενώ ζει εκεί, είναι αποκομμένος από τους εκεί ανθρώπους, συνομιλεί μόνο με τους τουρίστες στο ξενοδοχείο του, γράφει άρθρα από καθέδρας στην τοπική εφημερίδα, ενώ υποτίθεται ότι μελετά και ένα βιβλίο για την ιστορία του τούρκικου θεάτρου. Τον ενοχλεί η βρωμιά. Δεν την αποδίδει στις υλικές συνθήκες, για τις οποίες μπορεί να είναι και ο ίδιος υπόλογος, αλλά στην έλλειψη αισθητικής.
Φτώχεια υπήρχε και παλιά, λέει. Δεν είναι το θέμα η φτώχεια. Μπορείς να φας τρεις ελιές ωραία τοποθετημένες σε ένα πιάτο, ή να τις φας μέσα από μια σακούλα. Το πρόβλημά του δηλαδή δεν είναι πως κάποιοι πρέπει να ζήσουν με τρεις ελιές, αλλά το πώς θα τις φάνε με τρόπο αισθητικά αποδεκτό.
Ο Αϊντίν είναι ο κεντρικός ήρωας. Θα παρακολουθήσουμε τη σχέση του με την πρόσφατα χωρισμένη αδελφή του (η οποία ενώ έχει κεντρικό ρόλο, από ένα σημείο και ύστερα κυριολεκτικά εξαφανίζεται από την ταινία). Τη σχέση του με την πολύ νεότερη και πολύ όμορφη γυναίκα του (ζευγάρι που η σχέση τους έχει φτάσει, στο «Μια παράκληση έχω από σένα, να σε βλέπω όσο το δυνατόν λιγότερο»). Τη σχέση του με τους νοικάρηδές του (που μη γνωρίζοντας ότι ο νόμος τους προστατεύει από την έξωση, νιώθουν στο έλεός του και καταφεύγουν είτε στην οργή, είτε στη δουλικότητα).
Τα διόλου ασήμαντα υπαρξιακά προβλήματα των πλουσίων, η αποξένωση και η έλλειψη σκοπού, και τα ακόμη σημαντικότερα πάντως προβλήματα επιβίωσης των φτωχών. Κι όσο για το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, ένας οιονεί φυσικός νόμος, μια προαιώνια τάξη πραγμάτων, όπου η φιλανθρωπία είναι το μόνο μέσο να τη μειώσει. Μια φιλανθρωπία ως δράση ενάντια στην ανία. Mια φιλανθρωπία ιδιοτελής. Μια φιλανθρωπία προσωπικής καταξίωσης. Μια φιλανθρωπία που όταν επιτέλους πηγαίνει να γίνει από αφηρημένη συγκεκριμένη και από γενική ειδική, οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες.
Το τρέιλερ της ταινίας Winter Sleep (Χειμερία Νάρκη)
Περισσότερο ενδιαφέρον από όλη την ασταμάτητη συζήτηση μεταξύ των ηρώων που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα από τα 196 λεπτά της ταινίας, περισσότερο ενδιαφέρον από αυτά που λέγονται και αναλύονται, έχουν κατά τη γνώμη μου όσα δείχνονται ή υπονοούνται. Δεν είναι ότι οι διάλογοι δεν έχουν ενδιαφέρον, το αντίθετο. Δεν είναι όμως ο κινηματογράφος το μέσο που θα τους αναδείξει. Κάπως έτσι, η «Χειμερία Νάρκη» του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ των Καννών, είναι μεν μια σημαντική ταινία, αλλά μένει πολύ μακριά από το αριστούργημα, καθώς σε καμία περίπτωση δεν έχουμε το κινηματογραφικό αντίστοιχο του Τσέχωφ ή του Ντοστογιέφσκι, αλλά μια μάλλον άγαρμπη προσπάθεια μεταφοράς θεματικών τους στον κινηματογράφο. Μου μένει μια αίσθηση απεραντολογίας, μια αίσθηση ότι η ταινία χρειαζόταν ένα πολύ γερό συμμάζεμα προκειμένου να γίνει πιο κινηματογραφικά επιδραστική, όπως π.χ, το «Κάποτε στην Ανατολία».
Το ότι πάντως τελικά, παρ’ όλη την εξαντλητική ανάλυση του χαρακτήρα του Αϊντίν, υπάρχει μια μη καθαρή εικόνα για πτυχές της προσωπικότητάς του. Δεν το θεωρώ μειονέκτημα, αλλά αντίθετα πλεονέκτημα, αφού η σχηματοποίηση και η κατηγοριοποίηση δεν λένε ποτέ την αλήθεια. Οι άνθρωποι είμαστε πολλά πράγματα μαζί, πράγματα πολύ συχνά αντιφατικά. Ξέρουμε πολλά για τον Αϊντίν, αλλά ταυτόχρονα ένα μέρος του παραμένει μυστήριο. Έτσι δε συμβαίνει και με τους ανθρώπους που ξέρουμε αληθινά;
—
Το «Χωρίς Μέτρο» έχει στα χαρτιά όλες τις προδιαγραφές για να είναι μια ταινία που θα κοιτάξεις αφ’ υψηλού, μια ταινία που θα χαρακτηρίσεις κλασική «αμερικανιά», μια ταινία που θα πεις «όχι πάλι ρε παιδιά, βρείτε κάτι άλλο ρε παιδιά, πόσο πια ρε παιδιά;». Όλα αυτά στα χαρτιά. Ή μάλλον όχι. Όχι μόνον στα χαρτιά. Και στην πράξη να το βάλεις κάτω και να το αναλύσεις, είναι μια από τα ίδια. Σύμφωνοι, με κάποιες παραλλαγές. Αλλά οι παραλλαγές δεν σημαίνουν κάτι, οι μικροπαραλλαγές στα κλισέ είναι απολύτως απαραίτητες για τη συνέχιση και τη διαιώνισή τους, έτσι ώστε να μπορεί να αναπαράγεται ο ίδιος βασικός μηχανισμός παραγωγής συγκίνησης.
Εν προκειμένω, η παραλλαγή είναι ότι σε μια ακόμη ιστορία θριάμβου ενός αουτσάιντερ, σε μια ακόμη ιστορία εξύμνησης του διαφορετικού, του ξεχωριστού, εκείνου που με τη σκληρή δουλειά θα αντέξει τις κακουχίες και θα θριαμβεύσει, σε μια ακόμη ιστορία αγάπης – μίσους με τον σκληρό εκπαιδευτή, ο μαθητής δεν είναι καθόλου απαραίτητο πως είναι λιγότερο ψυχάκι από το δάσκαλο. Ο μαθητής που τελικά είναι το άκρον άωτον της αλαζονείας, της αγένειας, της ψυχρότητας. Ο μαθητής που φέρεται στους άλλους σαν σκουπίδια. Ο μαθητής που το μόνο που τον φλογίζει είναι να γίνει ένας από τους μεγάλους. Ο μαθητής που δεν έχει κανέναν ευγενικό σκοπό πίσω από την δίψα του για μεγαλείο, αλλά τον ενδιαφέρει το μεγαλείο ως τρόπαιο. Αλλά τελικά ναι, έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη ιστορία θριάμβου του εκλεκτού.
Ενώ όμως συμβαίνουν όλα αυτά, τόσο στα χαρτιά και στην πράξη, η ταινία σε παίρνει από το πρώτο της δευτερόλεπτο, σε τραβάει από τα μούτρα και σου λέει, κοίτα, εδώ μαζί μου θα περάσεις εμπειρία. Εδώ μαζί μου θα παίξεις ντραμς μαζί με τον ήρωα. Εδώ μαζί μου θα πάψει να σε νοιάζει, όπως κι αυτόν, οτιδήποτε άλλο. Θα ιδρώσεις μαζί μου, θα ματώσεις μαζί μου. Μα αίμα; Μα πόσο πιο τραβηγμένο από αίμα; Μα πόσο πιο έτοιμο για χρυσό βατόμουρο ή για παρωδίες αύριο; Και διόλου απίθανο θα παρωδηθεί. Αλλά ναι, και αίμα στα ντραμς. Όταν κάτι σκηνοθετείται με αυτόν τον συνδυασμό δοσίματος και ταλέντου, όπως το κάνει ο σκηνοθέτης Ντάμιεν Σαζέλ και μοντάρεται τόσο δεξιοτεχνικά, τότε το αίμα το βλέπεις και φτιάχνεσαι, δεν το λοιδορείς. Κι έτσι, όταν υπάρχει κάπου στην καρδιά της ταινίας μια από τις πιο εξωφρενικές σκηνές που μπορείς να δεις, αντί να βάλεις τα γέλια, γίνεσαι μέτοχος της εξωφρενικότητας και συμπάσχεις και φτιάχνεσαι. Ο Τζ. Κ. Σίμονς σαρώνει τα βραβεία Β’ Ανδρικού ως ο ψυχάκιας δάσκαλος και καλά κάνει, δεν καταλαβαίνω όμως γιατί ξεχώρισε μόνο αυτός και όχι ο απόλυτα άξιος συμπαίκτης του, Μάιλς Τέλερ. Έχουμε να κάνουμε με μια απόλυτα στοχοπροσηλωμένη ταινία, που τη νοιάζει να δείξει αυτό που δείχνει και μόνο αυτό. Δεν υπάρχουν στιγμές χαλάρωσης, δεν υπάρχουν παράλληλες υποπλοκές, δεν υπάρχει τίποτα που να μην υπηρετεί τη μία και μόνη ιστορία που θέλει να πει. Και που την λέει. Και που την λέει με τρόπο που σε συνεπαίρνει.
Το τρέιλερ της ταινίας Whiplash (Χωρίς Μέτρο)
–