Τέχνη & Πολιτισμός

Τσαρλς Μπουκόφσκι: “Αυτό που φοβάμαι είναι οι διακρίσεις εναντίον του χιούμορ και της αλήθειας”

By N.

March 09, 2017

Σαν σήμερα το 1994 πεθαίνει από λευχαιμία στο Σαν Πέδρο ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι (Henry Charles Bukowski).

Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής. Έγραψε πάνω από 50 βιβλία, καθώς και πολλά μικρότερα κομμάτια, και έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντικός για το είδος του, ενώ συχνά αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ποιητές ως μεγάλη επιρροή. Στα ελληνικά το όνομά του προφέρεται σωστά “Μπουκόβσκι” και όχι “Μπουκόφσκι” [αγγλ.] ηχητική σύζευξη του “wsk”. Αλλά όπως και να τον προφέρει κανείς, παραμένει μαγικός.

Όταν η Αμερική πήρε μέρος ενεργά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι φίλοι του και κυρίως ο πατέρας του, τον πίεσαν να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόβσκι δεν ένιωθε πως ήθελε να πάει στον πόλεμο, κι έτσι ξεκίνησε μια ζωή περιφερόμενου άστεγου. Τον Αύγουστο του 1944 κρίθηκε ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και αργότερα κατέληξε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου την περίοδο του πολέμου και σε ηλικία 24 ετών, δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip” στο περιοδικό Story Magazine. Η Νέα Υόρκη δεν τον κέρδισε, όμως, και σύντομα έφυγε για πιο φιλόξενα μέρη.

Δυο χρόνια αργότερα,άλλο ένα διήγημά του, το “20 Tanks From Kasseldown”, θα δημοσιευθεί στο Portfolio IΙΙ. Ο Μπουκόβσκι απογοητεύτηκε από τη αργή διαδικασία εκδόσεων των έργων του, και σταμάτησε το γράψιμο για περίπου μία δεκαετία. Έζησε σε διάφορες πόλεις των Η.Π.Α, αλλά κυρίως στο Λος Άντζελες. Την περίοδο αυτή έκανε μια σειρά από απίθανες και περίεργες δουλειές, ενώ κοιμόταν σε φτηνά, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, έπιασε προσωρινά δουλειά στο ταχυδρομείο ως ταχυδρόμος, αλλά την παράτησε μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια. Το 1955 μπήκε αιμορραγώντας εσπευσμένα στο νοσοκομείο απόρων, έχοντας “κερδίσει” ένα έλκος στομάχου, που παρά λίγο να τον σκοτώσει.

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, ο Μπουκόβσκι ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Αν και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αυθεντικούς και με σημαντικότατη επιρροή μεταπολεμικούς ποιητές, ο Μπουκόβσκι δεν έτυχε αναγνώρισης στην Αμερική, ούτε σε μεγάλα περιοδικά, ούτε στην ακαδημία. To 1957 παντρεύτηκε την Μπάρμπαρα Φράι (Barbara Frye), η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόβσκι. Ο γάμος τους κράτησε περίπου δύο χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπουκόβσκι ξαναγύρισε στο πιοτό, στην ποίηση, αλλά και στο ταχυδρομείο ως ταμίας, μια θέση την οποία κράτησε για πάνω από δώδεκα χρόνια.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή “Flower, Fist and Bestial Wail” εκδόθηκε το 1959 σε ένα φυλλαδιάκι σε 200 αντίτυπα. Λίγο αργότερα, ο Jon Edgar Webb ο οποίος εξέδιδε το περιοδικό “The Outsider”, εντυπωσιάστηκε από τα ποιήματα του Μπουκόβσκι και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του. Αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος στον Μπουκόβσκι με τίτλο “Outsider of the Year”, και τελικά αποφάσισε να εκδόσει μια συλλογή της ποίησης του Μπουκόβσκι. Ο Μπουκόβσκι άρχισε να αποκτά φήμη σε underground περιοδικά και εφημερίδες, ενώ ξεκίνησε και μια στήλη στην εφημερίδα “Open City” του Λος Άντζελες, με το όνομα “Σημειώσεις ενός πορνόγερου” (“Notes of a Dirty Old Man”). Τα κείμενα της στήλης αυτής εκδόθηκαν αργότερα σε ξεχωριστό βιβλίο.

Ο Μπουκόβσκι απέκτησε μεγάλη φήμη στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας εκεί. Φήμη απέκτησε ακόμη στη Γαλλία, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όχι όμως και στις Η.Π.Α., όπου το κοινό δεν τον αποδέχθηκε, εκτός από ένα περιορισμένο αριθμό φανατικών οπαδών του.

Το 1969, ο Τζον Μάρτιν (John Martin), εκδότης των Black Sparrow Press, δίνει 100$ το μήνα στον Μπουκόβσκι για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί μόνο με τη συγγραφή. Ο Τσαρλς παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Όπως εξήγησε κι ο ίδιος αργότερα σε ένα γράμμα: “Έχω μία από τις δύο επιλογές — να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ… ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας.”. Σε λιγότερο από ένα μήνα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο που ήταν το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο εκδόθηκε το 1971.

Το 1976 ο Μπουκόβσκι γνώρισε την Λίντα (Linda Lee Beighle), ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου. Δυο χρόνια αργότερα, το ζευγάρι μετακόμισε από την περιοχή του ανατολικού Χόλλυγουντ όπου ο Μπουκόβσκι είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, στην κοινότητα του San Pedro, τη νοτιότερη περιοχή του Λος Άντζελες. Παντρεύτηκαν το 1985.

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι, πέθανε από λευχαιμία στις 9 Μαρτίου 1994, στο San Pedro της Καλιφόρνια σε ηλικία 73 ετών, λίγο καιρό αφότου είχε τελειώσει το τελευταίο του βιβλίο “Αστυνομικό” (Pulp). Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένες οι λέξεις “Μην Προσπαθείς” (Don’t Try). Σύμφωνα με τη γυναίκα του, το νόημα των παραπάνω λέξεων έχει να κάνει με τις παρακάτω φράσεις: “Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις είναι να προσπαθείς. Γι’ αυτό μην προσπαθείς. Πράξε” (“If you spend all your time trying, then all you’re doing is trying. So don’t try. Just do”).

 

Το 1985 η δανειστική βιβλιοθήκη του Nijmegen, μιας ολλανδικής κοινότητας στα σύνορα με τη Γερμανία, αποφάσισε να αποσύρει το βιβλίο του Τσαρλς Μπουκόφσκι «Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας» από τα ράφια της, μετά από οργισμένο γράμμα αναγνώστη. Η δικαιολογία ήταν ότι το βιβλίο είναι «πολύ σαδιστικό, κατά τόπους φασιστικό και μεροληπτικό εναντίον ορισμένων ομάδων (όπως ομοφυλόφιλων)». Ένας δημοσιογράφος έγραψε στον Τσαρλς Μπουκόφσκι και τον ρώτησε για τη γνώμη του. Η απάντηση ήρθε γρήγορα, και είναι ζυγισμένη, σοφή και αποστομωτική.

Το γράμμα δημοσιεύτηκε στο σάιτ Letters of Note. Το αυθεντικό γράμμα βρίσκεται στο κινητό βιβλιοπωλείο Open Dicht Bus που συνήθως σταθμεύει στην Eindhoven. To γράμμα του Μπουκόφσκι λέει τα εξής:

Αγαπητέ κύριε Hans van den Broek:

Σας ευχαριστώ για το γράμμα σας με το οποίο με πληροφορήσατε για την αφαίρεση του βιβλίου μου από την βιβλιοθήκη του Nijmegen. Και ότι κατηγορείται για διακρίσεις εναντίων των μαύρων, τον ομοφυλόφιλων και των γυναικών. Και ότι είναι σαδιστικό λόγω του σαδισμού.

Αυτό που φοβάμαι είναι οι διακρίσεις εναντίον του χιούμορ και της αλήθειας.

Αν γράφω κάτι κακό για μαύρους, ομοφυλόφιλους και γυναίκες είναι επειδή αυτοί που γνώρισα έτσι ήταν. Υπάρχουν πολλοί «κακοί» – κακοί σκύλοι, κακή λογοκρισία- υπάρχουν ακόμα και «κακοί» λευκοί άντρες. Μόνο που όταν γράφεις για «κακούς» λευκούς άντρες δε διαμαρτύρονται. Και χρειάζεται να πω ότι υπάρχουν «καλοί» μαύροι, «καλοί» ομοφυλόφιλοι και «καλές» γυναίκες;

Στην δουλειά μου, ως συγγραφέας, μόνο φωτογραφίζω, σε λέξεις, αυτά που βλέπω. Αν γράφω για «σαδισμό», αυτό γίνεται επειδή υπάρχει, δεν είναι δική μου εφεύρεση, και αν κάποιο τρομερό συμβάν εμφανιστεί στο έργο μου είναι επειδή τέτοια πράγματα συμβαίνουν στις ζωές μας. Δεν τάσσομαι με την πλευρά του κακού, εφόσον κάτι τέτοιο, όπως το κακό, όντως υπάρχει.

Δεν συμφωνώ πάντα με όσα συμβαίνουν στα γραπτά μου, ούτε παραμονεύω  στη λάσπη για διασκέδαση. Επίσης, είναι περίεργο ότι οι άνθρωποι που χλευάζουν το έργο μου τείνουν να παραβλέπουν τα σημεία όπου υπάρχουν η χαρά και η αγάπη και η ελπίδα, και υπάρχουν τέτοια σημεία. Οι μέρες μου, τα χρόνια μου, η ζωή μου είχαν καλές στιγμές και κακές στιγμές, φώτα και σκοτάδια. Αν έγραφα μόνο και συνεχόμενα για το «φως» και δεν ανέφερα τα άλλα, τότε ως καλλιτέχνης θα ήμουν ένας ψεύτης.

Η λογοκρισία είναι εργαλείο αυτών που νιώθουν την ανάγκη να κρύβουν πραγματικότητες από τον εαυτό τους κι από άλλους. Ο φόβος τους είναι η ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και δε μπορώ να νιώσω θυμό απέναντί τους. Νιώθω μόνο αυτή την φριχτή στενοχώρια. Κάποτε, κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής τους, ήταν προστατευμένοι από τα πραγματικά δεδομένα της ύπαρξής μας. Έμαθαν να βλέπουν τα πράγματα με ένα τρόπο ενώ υπάρχουν πολλοί.

Δεν τρομάζω επειδή ένα από τα βιβλία μου κυνηγήθηκε και κατέβηκε από τα ράφια μιας τοπικής βιβλιοθήκης. Κατά κάποιο τρόπο είναι τιμή μου που έγραψα κάτι που ξύπνησε κάποιους από τα απύθμενα βάθη τους. Αλλά ναι, πληγώνομαι όταν λογοκρίνεται το βιβλίο κάποιου άλλου, γιατί συνήθως, αυτά τα βιβλία είναι σπουδαία βιβλία, και δεν υπάρχουν πολλά τέτοιου είδους, και στο πέρασμα των αιώνων τέτοιου είδους βιβλία έγιναν κλασικά, και ό,τι κάποτε ήταν σοκαριστικό και ανήθικο τώρα διαβάζεται σε πολλά από τα πανεπιστήμιά μας.

Δε λέω ότι το βιβλίο μου ήταν ένα από αυτά, αλλά λέω ότι στον καιρό μας, τη στιγμή που οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία για πολλούς από μας, είναι τρομερά λυπηρό ότι μεταξύ μας υπάρχουν ακόμα μικροί, πικραμένοι άνθρωποι, κυνηγοί μαγισσών και αρνητές της πραγματικότητας.  Κι όμως, κι αυτοί  ανήκουν σε μας, είναι μέρος του συνόλου, κι αν δεν έχω γράψει γι’αυτούς, θα έπρεπε, ίσως να το έκανα τώρα εδώ, κι αυτό είναι αρκετό.

Δικός σας,

Τσαρλς Μπουκόφσκι

aixmi.wordpress.com

wikipedia.org