Ευρωβουλευτές της Αριστεράς (GUE/NGL) και των Πρασίνων (EFA/Greens) διαμαρτύρονται ενάντια στον σχεδιασμό της “Διατλαντικής Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου” μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, μιας συμφωνίας που, αν τελικώς επιβληθεί, θέτει σε άμεσο κίνδυνο τα εργασιακά δικαιώματα, το περιβάλλον και κυρίως την ίδια τη δημοκρατία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συζήτηση για την εν λόγω συμφωνία έγινε εντός κλειδωμένων θυρών…
Για το θέμα είχε τοποθετηθεί διεξοδικά στην ΕφΣυν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Παναγιώτης Κουρουμπλής:
Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ (TTIP) έρχεται μετά το ναυάγιο των πολυετών διαπραγματεύσεων στον ΠΟΕ για την «απελευθέρωση» του διεθνούς εμπορίου αλλά και την παγκόσμια κατακραυγή εναντίον της Εμπορικής Συμφωνίας Κατά της Παραποίησης (ACTA), που οδήγησε στην πανηγυρική καταψήφισή της από το Ευρωκοινοβούλιο το 2012. Οι διαπραγματεύσεις για την TTIP διεξάγονται υπό πρωτοφανή μυστικότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον εκπρόσωπο Εμπορίου των ΗΠΑ σε συνεργασία με στελέχη πολυεθνικών, χωρίς την παραμικρή ανάμειξη οποιουδήποτε εκλεγμένου εκπροσώπου. Οι υποστηρικτές της Συμφωνίας διατείνονται ότι οι διαπραγματευτές, έχοντας κατά νου το συμφέρον των πολιτών σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, θα επιδιώξουν τη ρυθμιστική εναρμόνιση και την προστασία των επενδυτών στις δύο οικονομίες, με σκοπό την αύξηση του διατλαντικού εμπορίου που με τη σειρά του θα έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Στην ουσία πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο συρρίκνωσης των κανόνων προστασίας της εργασίας, του περιβάλλοντος, της υγείας και των προσωπικών δεδομένων των πολιτών σε ΗΠΑ και Ε.Ε. προς όφελος της κερδοφορίας των πολυεθνικών. Ακόμα χειρότερα, η Συμφωνία διεισδύει στον θεσμικό πυρήνα της Ε.Ε., εκχωρώντας διά παντός στις μεγάλες εταιρείες γνωμοδοτικά δικαιώματα επί της νομοθετικής διαδικασίας μέσω του διαρκούς Συμβουλίου Ρυθμιστικής Συνεργασίας, καθώς και το δικαίωμα να ενάγουν εκλεγμένες κυβερνήσεις σε ad hoc διαιτητικά δικαστήρια για διαφυγόντα κέρδη στο πλαίσιο του λεγόμενου μηχανισμού Διακανονισμού Διαφορών Επενδυτή – Κράτους (ISDS), αν θεωρήσουν ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις περιορίζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κερδοφορία τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αγωγών είναι η προσφυγή της ενεργειακής εταιρείας Vattenfall κατά της Γερμανίας, επειδή η τελευταία αποφάσισε να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια, και αυτή της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, που αξιώνει αποζημίωση από την Αυστραλία επειδή το υπουργείο Υγείας της τοποθέτησε προειδοποιητική σήμανση για τους κινδύνους του καπνίσματος στα πακέτα τσιγάρων.
Τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη από τη Συμφωνία είναι ανάξια λόγου. Το Αυστριακό Ιδρυμα για την Αναπτυξιακή Ερευνα (OFSE) ανέλυσε διεξοδικά 4 μελέτες που προβλέπουν ότι η TTIP θα έχει θετικό οικονομικό αντίκτυπο. Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ και των πραγματικών μισθών κυμαίνεται από 0,3 μέχρι 1,3%, ενώ η ανεργία αναμένεται να παραμείνει σταθερή ή, στην καλύτερη περίπτωση, να μειωθεί κατά 0,42%. Το σημαντικό είναι ότι αυτά τα οφέλη αναμένεται να σωρευθούν στη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου 10 έως 20 χρόνων, δηλαδή οι ετήσιες μεταβολές είναι απειροελάχιστες.
Οσοι δυσπιστούν ακόμα, δεν έχουν παρά να δουν τα αποτελέσματα της αντίστοιχης συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA), της οποίας οι εξαγγελίες για την ανάπτυξη και την απασχόληση διαψεύστηκαν παταγωδώς.
Ο απώτερος στόχος της TTIP, πέρα από την άμεση παροχή εκδούλευσης στις μεγάλες εταιρείες που αποτελεί σταθερή επιδίωξη των πολιτικών ελίτ, έχει να κάνει με τον εντεινόμενο γεωοικονομικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν. Αφρική). Σκοπός είναι η πρόσδεση της Ε.Ε. στο άρμα των ΗΠΑ και η από κοινού θέσπιση ευνοϊκών για αυτές εμπορικών και επενδυτικών προτύπων με παγκόσμια δυνατότητα εφαρμογής. Επιμέρους στόχος, που καθίσταται ιδιαιτέρως επείγων λόγω της ουκρανικής κρίσης, είναι η επίσπευση της ενεργειακής απεξάρτησης της Ε.Ε. από τη Ρωσία μέσω της εξαγωγής σχιστολιθικών ορυκτών καυσίμων από τις ΗΠΑ, κάτι που η αμερικανική νομοθεσία δεν επιτρέπει παρά μόνο αν πρόκειται για εταίρο με τον οποίον έχει υπογραφεί εμπορική συμφωνία.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που αγωνίζεται να βγει από μακροχρόνια ύφεση, η υπογραφή της Συμφωνίας θα είναι πολλαπλώς επιζήμια, ανεξάρτητα μάλιστα από το ποια κόμματα βρίσκονται στην κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί και η στρατηγική της σημερινής κυβέρνησης για την έξοδο από την κρίση (προσέλκυση ξένων επενδύσεων με ιδιωτικοποιήσεις και ξεπούλημα δημόσιου πλούτου) και η στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που περιλαμβάνει παρεμβάσεις στην οικονομία για τόνωση της ενεργού ζήτησης όπως αύξηση του κατώτατου μισθού, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και κρατικοποίηση στρατηγικών τομέων) καθιστούν τη χώρα ιδιαίτερα ευάλωτη σε αγωγές από ξένες εταιρείες στο πλαίσιο του μηχανισμού ISDS. Η ελληνική κυβέρνηση, που ασκούσε την ευρωπαϊκή προεδρία το τελευταίο εξάμηνο, ουδόλως ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη πτυχή της TTIP, ούτε βέβαια με τη γενικότερη δημοκρατική εκτροπή της Ε.Ε. που επιχειρείτο ενόσω προήδρευε.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι αναγκαίο να ανθήσει και στην Ελλάδα ένα κίνημα αντίστασης που θα διατρέχει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, όπως συμβαίνει ήδη στις μεγάλες χώρες της Ε.Ε. αλλά και στις ΗΠΑ, ενάντια στη θεσμοποιημένη εταιρειοκρατία που δρομολογείται μέσω της TTIP, αλλά και ανάλογων συμφωνιών που επίκεινται, όπως η Transpacific Partnership. Η μάχη ενάντια στη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί, όχι μόνο γιατί το διακύβευμα είναι μεγάλο, αλλά γιατί είναι μια μάχη που μπορεί να κερδηθεί.
Επιπλέον, έχει τις προϋποθέσεις να δώσει το έναυσμα για τη σύμπηξη μιας πλατιάς συμμαχίας για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της κοινωνικής ευημερίας, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.