Μάιρα Ζαρέντη
Σήμερα ήταν μία ακόμη ημέρα που ξύπνησα στραβά. Αν όχι ακριβώς στραβά, σίγουρα με ένα πλάκωμα στο στήθος. Χωρίς να μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το γιατί. Δηλαδή είχα κάνα δυο υπόνοιες, όμως τίποτα το σίγουρο. Δεν είχε συμβεί και κάτι που να το λες συγκεκριμένο προκειμένου να μπορεί να εξηγήσει την κατάσταση. Σίγουρα κάποιος θα μπορούσε να σπαταλήσει μία ημέρα έως και μερικά χρόνια στο να αποδίδει μια ερμηνεία σε αυτό το συναίσθημα. Όμως εγώ δεν ήμουν σίγουρα εκείνη που θα έκανε την απόδοση αυτή. Και δεν είχα και καμία όρεξη άλλωστε.
Οριακά είχα μάθει να ζω με αυτό. Δηλαδή με κάποιες περιόδους βαθιάς μελαγχολίας που συνοδεύονταν από άγρια κλάματα και πέρασμα πολλών ωρών σε κλινήρη κατάσταση, με άνοιγμα πολλών σακουλών με λιπαρά τρόφιμα, κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ και τεράστιων ποσοτήτων τσιγάρων. Και δε χωρούσε πινέζα να περάσει μέσα από αυτή τη βαριά ομίχλη που με κάλυπτε. Οι σκέψεις περί ζωής και θανάτου, ματαιότητας και νοήματος πολλαπλασιάζονταν και παράλληλα μπερδεύονταν μεταξύ τους τόσο, που ακόμη και το παραμικρό ψέλλισμα επικοινωνίας με τον κάθε άνθρωπο γύρω μου, φάνταζε εντελώς αδιάφορο, εντελώς ελαφρύ και αδιέξοδο. Τίποτε δε μπορούσε να με γεμίσει. Σε τίποτε δεν επέτρεπα να με γεμίσει. Μοναχά σε στιγμές που με σιγουριά θα μπορούσαν να αυξήσουν τα επίπεδα της ντοπαμίνης μου, προκαλώντας την επαναπρόσληψη της σεροτονίνης, ακριβώς όπως ένα χάπι.
Τέτοιες στιγμές ήταν το σεξ, οι αγκαλιές και οι μεγάλες βόλτες. Στιγμές, ακριβώς όπως ένα χάπι. Κάποτε μιλούσα στους άλλους γι’ αυτό. Όμως οι μέρες εκείνες έφυγαν ανεπιστρεπτί. Ίσως γιατί δεν επιθυμώ πια να ζητήσω καμία προσοχή με τον τρόπο αυτό. Ίσως γιατί οι άνθρωποι με κουράζουν. Ίσως γιατί πολλοί με χλεύασαν όταν μοιράστηκα μαζί τους την τρομακτική μου ετικέτα. Ίσως γιατί αυτοί δεν ήταν ειδικοί για να με βοηθήσουν. Ίσως γιατί κατα βάθος ήξερα πως κανείς δεν είναι υπόχρεος να σηκώσει το βάρος αυτό. Ίσως γιατί ήξερα πως οι άλλοι, θα σηκωθούν να φύγουν.
Και έτσι ξεκίνησα να λέω ψέματα. Στο σεξ, στις αγκαλιές, στις μεγάλες βόλτες. Ξεκίνησα να χαμογελάω σε στιγμές που δεν υπήρχε κανένας ουσιαστικός λόγος να το κάνω αυτό. Ξεκίνησα να κρεμιέμαι από ανθρώπους χωρίς να τους λέω ποτέ ακριβώς το γιατί, απλά και μόνο επειδή γούσταρα τον τρόπο που γελάνε ή μιλάνε για τη ζωή και το καινούργιο πουλόβερ που αγόρασαν. Μπορούσα να κάτσω επί ώρες να τους ακούω να αναλύουν μία χαζή ταινία που είδαν ή εκείνο το γκόμενο που φέρθηκε σκάρτα σε βαθμό που να τερματίζει κάθε επίπεδο γελοιότητας και να μας κάνει να γελάμε. Ήθελα να κάθομαι να αναλύω πως γίνονται τα λαχανικά στον ατμό ή πως μια μέρα θα στείλουμε όλη την εργοδοσία στο διάολο κάνοντας κάτι δικό μας, ανοίγοντας εκείνο το μπαρ που πίσω από την καπνισμένη ξύλινη μπάρα θα έχουμε διαβάσει πολλά για το διεθνές δίκαιο, για την παγκόσμια οικονομία ή τις διαταραχές προσωπικότητας αλλά θα προτιμάμε να σερβίρουμε οινοπνεύματα. Θα προτιμάμε να μη το βαραίνουμε το πράγμα.
Είχα ανθρώπους γύρω μου. Δεν ήμουν μόνη. Και στους ανθρώπους αυτούς σχεδόν ποτέ δεν είπα πόσο ευγνώμων τους είμαι που χωρίς να το ξέρουν καν, με έκαναν να νιώθω πως όλα είναι εντάξει, πως τίποτα δεν υπάρχει εκεί. Ακόμη και αν εκεί υπήρχαν τα πάντα και πίεζαν. Αλλά χωρίς να το ξέρουν, δε θα ήταν άτοπο ένα ευχαριστώ; Δε θα τους φαινόταν κάπως περίεργο; Πονάω πολύ ρε γαμώτο. Πονάω με έναν τρόπο που ποτέ του δε θα εξηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια. Ακόμη και αν η ιατρική έχει δώσει τις απαντήσεις της, η ψυχική ασθένεια δε θα μπει ποτέ σε μια τόσο συνεκτική σειρά που θα είναι ικανή να ευαισθητοποιεί τον κόσμο όσο μία καθαρά σωματική ασθένεια.
Όπως ο καρκίνος, όπως η αναπηρία, όπως η αμιγής εγκεφαλική δυσλειτουργία, όπως ο θάνατος, όπως δηλαδή οι πιο «υπαρκτές απώλειες». Και αυτό είναι ένα στίγμα τόσο μεγάλο που κομπλάρει πολύ κόσμο στο να μιλάει για όλα εκείνα που τον πιέζουν, μπας και ακουστούν ως «πολυτέλειες». Γιατί ο αποδέκτης του θα του πει, πως τα έχει όλα, πως δε του λείπει τίποτα, πως τα έχει υπό έλεγχο, πως είναι τυχερός που έχει αυτούς τους φίλους, τους γονείς του ζωντανούς, τον υπέροχο εκείνο σύντροφο, την καλή δουλειά. Άρα είναι αχάριστος που πονάει, αχάριστος που κλαίει και δεν κοιμάται, είναι drama queen και απαίδευτος προς τη ζωή. «Και που να ζήσει και τα πραγματικά ζόρια» και που αν είναι να «λυγίζει με αυτά, τι θα κάνει στις σοβαρές δυσκολίες της ζωής»;
Η αλήθεια είναι πως θα τις στύψει μέχρι το μεδούλι μέχρι να βρει τις πιο ικανές λύσεις. Γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων που παλεύουν με κάτι, όσο «υπαρκτό» ή «μη υπαρκτό» μπορεί να φαντάζει αυτό, όσο «σοβαρές» ή «ασόβαρες» μπορεί να είναι οι αφορμές που το έκαναν να γεννηθεί και να μεγαλώσει, πέρα από την ταλαιπωρία μίας σειράς συμπτωμάτων που μπορεί να δυσκολεύουν την καθημερινότητα, ο εντοπισμός, η επεξεργασία και η θεραπεία μίας – όχι διαταραγμένης- όχι παθοφυσιολογικής- όχι άρρωστης- παραμόνο πιο σύνθετης ψυχικής κατάστασης, αφήνει πίσω της μερικά από τα πιο δυνατά διδάγματα.
Αφήνει στο τέλος, λίγο πριν το χάραμα την πιο γλυκιά γεύση, έπειτα από την αλμύρα μιας κάθε φορά Οδύσσειας . Την πιο πλήρη γεύση. Του σεξ. Της αγκαλιάς. Της μεγάλης βόλτας. Της ζωής. Γιατί ξέρει ακριβώς τα όρια του ζενίθ και του ναδίρ της, τα αχαρτογράφητα εκείνα όρια των γκρίζων ζωνών της που επιλέγει πριν κοιμηθεί να τη δαγκώσει απαλά στο κάτω χείλος για να τη ζήσει ολάκερη.