Από τον Γιάννη Γεράσιμο
«Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά»
«Να γράφεις με τον ίδιο τρόπο που υπάρχεις», έγραφε κάποτε ο Άλεν Γκίνσπμπεργκ αναλογιζόμενος τον αντίκτυπο που είχε το κίνημα των μπήτνικ στην αμερικάνικη λογοτεχνία. Και η φράση αυτή φαίνεται πως χάραξε τη λογοτεχνική διαδρομή του Τζακ Κέρουακ, αλλά και ολόκληρης της μπιτ γενιάς.
Ο Τζακ Κέρουακ, γεννημένος στο Λόουελ της Μασσαχουσσέτης στις 12 Μαρτίου του 1922 υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους κυριότερους λογοτέχνες της γενιάς του, ο πνευματικός πατέρας του κινήματος των μπήτνικ και ένας οραματιστής που κατάφερε μέσα από τον ξέφρενο ρυθμό των γλωσσικών και πνευματικών του αναζητήσεων και περιπλάνησης υπό τους ήχους της τζαζ στις αόρατες διαδρομές των αναζητήσεων της γενιάς του να ανοίξει νέους ορίζοντες στις πνευματικές της αναζητήσεις. Και μπορεί τελικά και ο ίδιος ο Κέρουακ να έμελλε να καεί , σαν τα κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, να πυρποληθεί, σιγά σιγά στην αρχή και μετά απότομα, δώρισε όμως έστω και για λίγο σ’ ένα σκοτεινιασμένο κόσμο λίγες στιγμές φέγγους. Η αυθόρμητη πρόζα που καθιέρωσε ήδη από το 1951 και η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο της υφολογικής αποτύπωσης των λογοτεχνικών αναζητήσεων των μπήτνικ επιζητούσε να φέρει τον ίδιο το λογοτέχνη και την αμεσότητα του βιώματος του στο κέντρο ενός πολυδαίδαλου κόσμου που ξεχνούσε πως το νόημα βρισκόταν στον πυρήνα του βιώματος της καθημερινότητας .
Το έργο του Κέρουακ «Στο Δρόμο» επρόκειτο να αποτελέσει ίσως την κυριότερη λογοτεχνική κληρονομιά του σε μια νέα γενιά Αμερικανών που αναζητούσε ακόμη τη φωνή της. Στο επίκεντρο του βιβλίου του αυτού, το οποίο γράφτηκε με πυρετώδεις ρυθμούς σε διάστημα μόλις τριών εβδομάδων βρίσκεται η περιπλάνηση του Κέρουακ και ο σχεδόν εκστατικός ρυθμός των ταξιδιών του υπό τους ήχους μιας ξέφρενης τζαζ σε μια σειρά από αμερικανικές πολιτείες με τη συνοδεία του Ντιν Μοριάρτι, ο οποίος επρόκειτο να μετατραπεί σε μια σχεδόν θρυλική μορφή της αμερικανικής λογοτεχνίας. Το ερώτημα που βρίσκεται στον πυρήνα του έργου του αυτού είναι αν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που απλά εξυμνεί την περιπλάνηση, την ελευθεριότητα και την αντίδραση στις κοινωνικές συμβάσεις ή αν αντιθέτως περιγράφει την κοινωνική ψευδαίσθηση της διαφυγής, τα όρια και τη μεταφυσική ανισορροπία ανάμεσα στη διάνοια και τα ένστικτα.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό διέρχεται από την κατανόηση της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας της μπiτ γενιάς που εξέφραζε και των εντάσεων και διλημμάτων που καλούνταν να αντιμετωπίσει. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο ίδιος ο χαρακτηρισμός «μπιτ» εξέφραζε ένα είδος πνευματικής και ψυχικής απογύμνωσης αλλά και την ίδια την προσπάθεια άντλησης νοήματος και εσωτερικής ανασύνταξης μέσα από τον ανέφικτο και σχεδόν μυστικιστικό χαρακτήρα της προσπάθειας ανάσχεσης μιας αδιάκοπης και ξέφρενης πτώσης. Ο ίδιος ο Κέρουακ έδινε έμφαση στον υπαρξιακό χαρακτήρα του ονόματος των μπήτνικ, δίνοντας βαρύτητα στο beat ως παράγωγο του beatitude και του beatific («μακάριος») θεωρώντας πως η ήττα σχετιζόταν άμεσα και ολοκληρωτικά με τη μυστική φύση της ύπαρξης.
H αναζήτηση της μπιτ γενιάς για ένα καινούργιο νόημα και αισθητική που θα διαπερνούσε τον στείρο φορμαλισμό, υλισμό και καταναλωτισμό της αμερικανικής κοινωνίας και την φρίκη για τις κτηνωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διερχόταν μέσα από τα έργα του William Blake και του Θόρω, τα κείμενα των ρομαντικών και των υπερρεαλιστών με έντονα τα στοιχεία και των θρησκευτικών αναφορών π.χ στο βουδισμό και στον καθολικισμό (στην περίπτωση του Κέρουακ).
Αντίδοτο στην ασφυξία ενός φορμαλιστικού μονόδρομου υπήρξε η κατασκευή ενός πρωτότυπου συστήματος γραφής και μιας καινούργιας αισθητικής που πήγαζε απευθείας από το βίωμα μιας βαθύτερης ήττας και εσωτερικού ξεγυμνώματος που όμως μετατρέπεται σε πηγή άντλησης νοήματος μέσα από το θρίαμβο του ριζώματος μια νέας μη πολιτικής, αλλά με σαφείς πολιτικές διαστάσεις και προεκτάσεις, ταυτότητας, η οποία μετατόπιζε τα όρια της με αδρές μεταφυσικές εκδηλώσεις επιτυγχάνοντας έτσι τη διαφυγή από τον ασφυκτικό ορίζοντα της απουσίας ενός εναλλακτικού μέλλοντος. Και μπορεί τελικά η ταυτότητα αυτή να μην κατάφερε να προσλάβει τα στοιχεία μιας περισσότερο εναργούς πολιτικά και συλλογικά ταυτότητας αποτέλεσε όμως ένα μέσο ανίχνευσης των αγωνιών και προσδοκιών ενός μεγάλου μέρους μιας νέας γενιάς Αμερικανών που μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναζητούσε ακόμη τον προσανατολισμό της ασφυκτιώντας από το στενό, καταπιεστικό πλαίσιο που επέβαλλε ο υλιστικός και καταναλωτικός τρόπος ζωής της αμερικανικής κοινωνίας.
Ο Κέρουακ υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος μιας λογοτεχνικής γενιάς που κλήθηκε να επαναδιατυπώσει τα κυριότερα μέσα έκφρασης των πνευματικών, γλωσσικών και αισθητικών αναζητήσεων της αναμετρώμενη με τα αδιέξοδα και τη βαθύτερη πτώση της εποχής της και τολμώντας να χαράξει καινούργια μονοπάτια μπροστά στην πιθανότητα αλλά συνάμα και στο ανέφικτο ενός εναλλακτικού μέλλοντος. Αποτελεί έτσι μαζί με όλες εκείνες τις λογοτεχνικές γενιές που τόλμησαν να συγκρουστούν και να αμφισβητήσουν τα όρια και τον αισθητικό κομφορμισμό της εποχής τους ένα μακρινό φάρο για την ανάγκη εύρεσης μιας νέας γλωσσικής και αισθητικής διατύπωσης των αναζητήσεων και προβληματισμών της εκάστοτε εποχής αποτυπώνοντας την άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη λογοτεχνία και στο κοινωνικό υπόβαθρο και πλαίσιο της εποχής από την οποία αυτή ξεπηδάει.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 23.12.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.