Ο Τζίμης Πανούσης έφυγε στις 13 Ιανουαρίου 2018. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε πει “Δεν έχουμε και σε μεγάλη υπόληψη το είδος το δικό μας, το ανθρώπινο. Είμαι υπερβολικός στον λόγο, αλλά λέω πάντα αλήθεια. Πολεμάω το θάνατο καθημερινά από τότε που γεννήθηκα και αυτός ο αγώνας είναι ένα πινγκ πονγκ, κάνουμε πρόβες θανάτου στον ύπνο μας”.
Θα ‘μουν, δε θα ‘μουν, δεκαπέντε.
Δεκαπέντε. Πρώτα φλερτ. Πρώτα ξενύχτια. Πρώτα μεθύσια…. κι ένας κόσμος, που πας καταπάνω του σαν βέλος.
Το πρωινό εκείνο, με είχε βρει κάτω από τον καυτό ήλιο, με το κεφάλι χωμένο στην άμμο.
Για ώρες, το μεσημέρι έρχονταν, το κρασί έφευγε κι εγώ μέσα στην ζάλη μου, έλεγα συνέχεια, “κι εγώ σ αγαπώ γαμω τον Χριστό μου”. Το άκουγα; Το έλεγα.
Σιγά μην θυμάμαι για ποια.
Θυμάμαι, αλλά σιγά μην σας το πω.Παράλληλα με μένα, στην ίδια παραλία και κάποιος άλλος… την αγαπούσε, “γαμω τον Χριστό της”. Μόνο που αυτός το φώναζε. Με μεσάζοντα. Το άκουγα.
Σαν υπνωτισμένος πλησίασα το κασετόφωνο. Δέκα μέτρα πιο πέρα.
– “Τι είναι αυτό;”
– “Πανουσης.”Τον ήξερα. Εκείνη την μέρα, τον μετάλαβα.
Πολλά πολλά χρόνια αργότερα. Σε ένα από τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου σε ένα νησί, στο νησί του, μαζί με την…, ( ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε), σαν λωτοφαγοι ζούσαμε.
Δουλειά δεν βρίσκαμε, πέρα από κάνα ψευτομεροκάματο, πεινούσαμε, τσακωνόμασταν… αλλά ήμασταν όμορφοι, οπότε, ποιος νοιάζεται για τα αλλά; Μετά την ομορφιά, όλα είναι κακομίζερα.
Μια μέρα, μετά την τακτική συνέλευση των δυο μας, αποφασίσαμε να πάμε στον γιατρό για άδεια εργασίας, με σκοπό να πάμε σε άλλο νησί.
Η…, σαν ανυπόμονο από την φύση του θηλυκό, πήγε πρώτη. Εγώ θα πήγαινα, “αργότερα”.
Όταν γύρισε στην σκηνή, τα μάτια της έλαμπαν.
“Άρη, γνώρισα τον Πανούση. Ήταν στο ιατρείο με ένα φάκελο στο χέρι, περίμενε και αστειευόταν με τις γριούλες.”
Την ζήλεψα. Ούτε κι εκείνη κατάλαβε, πόσο την ζήλεψα τότε.
Την επόμενη μέρα, παίρνοντας την στροφή πριν το ιατρείο, τον είδα.
Απομακρυνόταν. Είχε το ένα χέρι στην τσέπη και με το άλλο κουνούσε μπρος-πίσω, τον ίδιο ιατρικό φάκελο.– “Τζιμη”, έτρεξα πίσω του. Κοντοστάθηκε.
– “Έλα φιλαράκο μου…”Τον έφτασα, τον κοίταξα και κει που είχα άπειρα να πω, σαν θρησκόληπτος, μόνο που δεν σταυροκωπήθηκα.
Το μόνο που μπόρεσα να κάνω, ήταν να αγγίξω τον ώμο του.
– “Θέλω να σαι καλά. Τίποτε άλλο.”
Μόνο αυτό.
Από τους Έλληνες δημιουργούς που αγάπησα, τον θάνατο του Χατζιδάκι δεν τον θυμάμαι. Δεν τον έζησα. Την μέρα που πέθανε ο Τζίμης, ένοιωσα για δεύτερη φορά, όπως όταν πέθανε ο Ρασουλης.
Κενό.
Αυτά, ρε γαμώτο και άλλο για τον Τζίμη δεν έχω να πω. Τα ξέρετε όλα.
Πριν το ναι ή το όχι, του Καβάφη, όλοι μας απαντούμε σε ένα… γιατί;
Ο Τζιμάκος μας ίσως να απάντησε με ένα… “γιατί δεν καταλαβαίνω”.“Δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να σεβαστώ κάποιον ξεφτιλισμένο, σε μια ήδη ξεφτιλισμένη υπόθεση; Ούτε γιατί πρέπει να σέβομαι κάποιον που αποφασίζει για μένα, με βάση το ωροσκόπιο και την χειρωνακτική;”
Θα μπορούσε.
Τα λόγια, για το έργο που αφήνει πίσω ο καλλιτέχνης, είναι πολλά και παχιά. Η ζωή, όμως, του ανθρώπου πρέπει να είναι χαϊκού. Σαν τον Σαμουήλ στο Κουγκι.
“Κι εγώ σ αγαπώ. Γαμώ τον Χριστό μου.“