Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ ο Νεότερος γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1902 στην πόλη Σαλίνας της Καλιφόρνια. Η καταγωγή του ήταν από Γερμανία και Ιρλανδία. Μάλιστα, το όνομα του Γερμανού προπάππου του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, αλλά το συντόμευσε μετά τη μετανάστευσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μεγαλωμένος σε μία μικρή αγροτική πόλη, με τον πατέρα του, Τζον Στάινμπεκ τον Πρεσβύτερο, ο οποίος δούλευε ως ταμίας και τη μητέρα του, Όλιβ Χάμιλτον, πρώην δασκάλα, ο μικρός Στάινμπεκ δούλευε και ο ίδιος τα καλοκαίρια σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα. Το 1919 τελείωσε το Λύκειο, ενώ το 1920 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα, με διαλείμματα, στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ μέχρι το 1925, χωρίς τελικά να καταφέρει να πάρει πτυχίο.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 τον ανάγκασε να αλλάξει διάφορα επαγγέλματα, όπως αυτό του ξεναγού, του επιστάτη στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτυ και του μεταφορέα σε μία αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο. Ο πατέρας του τον βοήθησε οικονομικά παρέχοντας του δωρεάν στέγαση και δάνεια, ώστε να αφιερωθεί στο πάθος για συγγραφή. Εκείνη την περίοδο δημοσιεύτηκε το πρώτο μυθιστόρημα του με τίτλο «Η Χρυσή Κούπα» (Cup of Gold). Παράλληλα, παντρεύτηκε τη πρώτη του γυναίκα, Κάρολ Χέννινγκ, τον Ιανουάριο του 1930.
Η πρώτη συγγραφική του επιτυχία ήρθε το 1935 με το μυθιστόρημα «Η Πεδιάδα της Τορτίλια» (Tortillia Flat), το οποίο του χάρισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια και έγινε ταινία το 1942. Η εμπειρία του Κραχ τον ενέπνευσε να γράψει μία σειρά από έργα, ανάμεσά τους το «Άνθρωποι και Ποντίκια» (Of Mice and Men) και «Τα Σταφύλια της Οργής» (The Grapes of Wrath), τα οποία γνώρισαν τεράστια επιτυχία και τον καθιέρωσαν στην αμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή.
Συγκεκριμένα, το έργο «Άνθρωποι και ποντίκια», μετά τη θεατρική μεταφορά, στην οποία ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να παρευρεθεί για να μην απογοητευτεί από το αποτέλεσμα, μεταφέρθηκε το 1939 στον κινηματογράφο. Αντίστοιχα, «Τα Σταφύλια της Οργής», το οποίο θεωρείται από πολλούς ως το καλύτερο έργο του, απέσπασε το βραβείο Πούλιντζερ το 1940, ενώ χάρισε στον Χένρι Φόντα μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, όταν μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Τζον Φορντ. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε άσεμνο και παραπλανητικό και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του στα δημόσια σχολεία και τις βιβλιοθήκες της επαρχίας του Κερν από τον Αύγουστο του 1939 ως τον Ιανουάριο του 1941.
Το 1943 υπήρξε μία σημαντική χρονιά για τον Στάινμπεκ, καθώς διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune, δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA) και παντρεύτηκε τη δεύτερη του γυναίκα Γκουίντολιν “Γκουίν” Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε τους δύο γιους του.
Το 1948 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας, ενώ τον Δεκέμβριο του 1950 παντρεύτηκε την τρίτη και τελευταία του γυναίκα Ελέιν Σκοτ, η οποία έμεινε μαζί του ως το τέλος της ζωής του.
Ο πόλεμος άφησε στον Στάινμπεκ πολλά ψυχολογικά τραύματα, τα οποία προσπάθησε να γιατρέψει μέσα από το γράψιμό του. Στο σύνολο της συγγραφικής του καριέρας, ο Στάινμπεκ έγραψε 17 μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα. Δύο από τα πιο σημαντικά τελευταία του δημιουργήματα ήταν η συγγραφή του κινηματογραφικού σεναρίου «Viva Zapata!», το οποίο γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν και το «Ανατολικά της Εδέμ» (East of Eden), στην κινηματογραφική μεταφορά του οποίου έκανε το ντεμπούτο του ο Τζέημς Ντην.
Χρόνιος καπνιστής, ο 66χρονος Τζον Στάινμπεκ απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1968 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ του διαγνώστηκε πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Μετά από επιθυμία του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και η τεφροδόχος με τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο, μαζί με την οικογένεια της μητέρας του, στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας.