Χτυπάει το κινητό. Κυριακή 27 Ιουλίου 2014. “Απόκρυψη”. Ώρα 00:07.
Το απαντάω: -“Ναι;”
-“Τα πάθη του κόσμου. Σοπενάουερ”.
Μου παίρνει λίγο χρόνο να απαντήσω: -“Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Καμύ”.
Κλείνω. Χαμογελάω.
Κάθε φορά που κατεβαίνει Αθήνα και βρισκόμαστε, ξανασυστηνόμαστε.
“Είμαστε ό,τι διαβάζουμε” είχαμε πει, τότε, με μια φωνή, διαφωνώντας με της Ζωής το “Είμαστε ό,τι πίνουμε”, που φώναξε όταν φεύγαμε τελευταίοι και μεθυσμένοι από το Galaxy, στις 5 η ώρα το πρωί, 22 Δεκεμβρίου του 1999. Θυμάμαι την ημερομηνία. Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τη Ζωή.
Σταματάω ταξί. Μπαίνω. Κλείνω την πόρτα: -“Σταδίου. Στην παλιά Βουλή”. Κοιτάζω μονίμως έξω από το παράθυρο για να μη μου πιάσει την κουβέντα ο ταξιτζής.
Ο Στέργιος ξεκίναγε με τρία τέσσερα ποτήρια από κάποιο μολτ, συνήθως Lagavulin, κι όταν λιγόστευαν τα λεφτά συνέχιζε με την πιο φθηνή μπύρα του μαγαζιού. Εγώ, Havana μαύρο με δύο φέτες πορτοκάλι και έναν πάγο. Πάντα. Όσα και να πίναμε. Η Ζωή πολλά ποτήρια Μαλαγουζιά γι αρχή, και Μαργαρίτες στη συνέχεια. Της άρεσε, έλεγε, το μεθύσι της Μαργαρίτας καλύτερα από του κρασιού. Και πολλά τσιγάρα. Χρυσή Κασετίνα Καρέλια ο Στέργιος, στριφτά Old Holborn μπλε εγώ, άφιλτρα Gitanes η Ζωή.
Κάθε φορά που συναντιόμαστε με τον Στέργιο ρωτάμε ο ένας τον άλλο αν άκουσε τίποτα για τη Ζωή. “Κάποιος είπε πως την έκλεισαν σε τρελάδικο”. “Μου είπε ο τάδε πως την είδε στη Ρώμη με ένα μωρό στην αγκαλιά”. “Αυτοκτόνησε. Το έγραψαν κι οι εφημερίδες”. “Έχει πέσει στην πρέζα, την είδε ένας στο Πεδίο του Άρεως”.
Όλα αυτά αποδεικνύονταν τελικά άσχετα με τη Ζωή.
Είχαμε σκεφτεί ακόμα και την πιθανότητα να την έχουμε φανταστεί. Να μην υπήρξε πάρα μόνο στα μεθύσια μας. Αλλά ο Στέργιος έχει ακόμα για ενθύμιο ένα βρακάκι της. Που ξέμεινε από τότε στο σπίτι του. Άρα υπήρξε.
Που πάω; Παρασύρθηκα από τις σκέψεις μου και έχω πει στον ταξιτζή να πάει προς το Galaxy. Δεν πηγαίνουμε πια στο Galaxy. Ούτε πίνω πια Havana.
Βγάζω το κινητό και κάνω ότι διαβάζω μήνυμα που μόλις μου ήρθε. Γυρίζω στον ταξιτζή:
-“Συγγνώμη. Άλλαξαν τα σχέδια. Μπορούμε να γυρίσουμε; Πατησίων. Πατησίων και Κεφαλληνίας”.
Ο ταρίφας κάνει μια απότομη δεξιά στροφή από την αριστερή λωρίδα και με κοιτάζει καμαρώνοντας. Τον κοιτάζω. Γυρίζει μπροστά. Γυρίζω μπροστά. Ξαναγυρίζει και με κοιτάζει. Τον ξανακοιτάζω. Μου κάνει νόημα δείχνοντας με το σαγόνι του το κινητό μου:
-“Γυναίκα;”
Την πάτησα. Αν πω “όχι”, θα πρέπει να εξηγήσω. Αν πω “ναι” θα ακούσω το εγχειρίδιο του δεύτερου μεγαλύτερου γαμιά των Αθηνών μετά τον Τατσόπουλο.
-“Όχι. Δεν πρόκειται για γυναίκα”. Γυρίζω μπροστά μου και τα απευθύνω όλα στο παρμπρίζ: “Δεν περιστρέφονται όλα γύρω απ’ το μουνί ξέρεις, και σόρυ που το μαθαίνεις από ‘μένα”. Κάνω παύση, αλλά μικρή για να μην προλάβει να συνέλθει: -“Πάω να συναντήσω έναν φίλο. Έναν από τους ελάχιστους φίλους που έχω. Είναι συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που δεν έχει εκδώσει ποτέ τίποτα. Που δεν γράφει πια τίποτα. Έχω να τον δω πάνω από έναν χρόνο”. Βάζω στην τσέπη το κινητό. Βγάζω τον καπνό και αρχίζω να στρίβω τσιγάρο:
“Δεν μου αρέσει να συναναστρέφομαι τους ανθρώπους για πολύ γιατί τους βαριέμαι. Κι ειδικά αυτούς που συμπαθώ φροντίζω να τους βλέπω λίγο για να μην τους βαρεθώ. Τους υπόλοιπους δεν τους βλέπω καθόλου”. Ο ταρίφας παρακολουθεί τα χέρια μου ενώ στρίβω. Βγάζω τσακμάκι. Ανάβω. Φυσάω τον καπνό πάνω στο παρμπρίζ. Ο ταρίφας ανοίγει το παράθυρό του. Τραβάω τζούρα, φυσάω τον καπνό, και συνεχίζω πάντα κοιτάζοντας το παρμπρίζ: “Παλιά συναντιόμασταν στο Galaxy. Τώρα πάμε στο Au Revoir. Στο πατάρι. Και δεν μιλάμε στα γεροντάκια που έχουν το μαγαζί. Ούτε και αυτοί μας μιλάνε.
Ο κυρ Γιάννης στο Galaxy μας μίλαγε. Και μας κέρναγε. Κάθε τρίτη γύρα μας την κέρναγε. Και μας μίλαγε. Και χαμόγελα, και “Καλησπέρα”, και “Ευχαριστούμε”, και “εγώ σας ευχαριστώ”, και όταν πέρναγε η ώρα και άδειαζε το μαγαζί “Να πιω κι εγώ ένα μαζί σας;” και “Τά ‘χει αυτά η ζωή”, μέχρι που μια μέρα μας το έσκασε το παραμύθι κι άρχισε να λέει κάτι για Παπαδόπουλους, κάτι για δρόμους που φτιάχτηκαν, κάτι για χωράφια που μοιράστηκαν και πήρε κι αυτός, κάτι για “Αν δεν τους πείραζες δεν σε πείραζαν”, και τα λοιπά και τα λοιπά. Κατάλαβες; Γι’ αυτό σου λέω, δεν θέλω να συναναστρέφομαι πολύ τους ανθρώπους”. Τραβάω τζούρα.
Ησυχία.
-“Ε, εντάξει, δεν είχε κι άδικο ο άνθρωπος” λέει ο ταρίφας.
Μικρή σιωπή.
-“Άσε με εδώ” του λέω.
-“Είμαστε μακριά ακόμα. Το ξέρω το Au Revoir. Είναι πιο κάτω”.
-“Άλλαξα γνώμη. Θα πάω με τα πόδια”. Κοιτάζω ταξίμετρο. 4 και 25. Βγάζω και του πετάω ένα πεντόευρω. Ανοίγω πόρτα. Κατεβαίνω. Κοπανάω πόρτα. Με κοιτάει μέσα από το παράθυρο. Κουνάει το κεφάλι του. Φεύγει. “Άντε και γαμήσου”, σκέφτομαι. Πετάω το τσιγάρο. Βγάζω και στρίβω καινούριο τσιγάρο ενώ συνεχίζω με τα πόδια.
Γι αυτό δεν θέλω να μιλάω. Γι αυτό δεν θέλω να συναναστρέφομαι πολύ τους ανθρώπους. Ποιους ανθρώπους; Άνθρωπος δεν γεννιέσαι. Άνθρωπος γίνεσαι.
Υπήρξαν παιδιά που τα μεγάλωσαν μαϊμούδες, λύκοι, σκυλιά, κατσίκες, ακόμα και πουλιά. Κανένα από τα παιδιά αυτά δεν κατάφερε ποτέ να μιλήσει. Κανένα από αυτά τα παιδιά δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει άνθρωπος. Ήταν πολύ αργά. Όσο κι αν προσπάθησαν οι άνθρωποι που τα βρήκαν, σε όσο μικρή ηλικία κι αν τα βρήκαν. Τα παιδιά αυτά ήταν αδύνατον να γίνουν άνθρωποι από τη στιγμή που δεν έμαθαν να είναι άνθρωποι. Παρέμειναν λύκοι, ξύπναγαν όταν ανέτειλε η σελήνη, και έτρωγαν μόνο ώμο κρέας, έβγαζαν κραυγές μαϊμούδων, ή τσίριζαν σαν πουλιά. Δεν μπόρεσαν καν να μάθουν να περπατάνε ίσια στα δυο τους πόδια ή να χέζουν σε λεκάνη τουαλέτας.
Το να είσαι άνθρωπος είναι επίκτητη ιδιότητα. Μαθαίνεις να είσαι άνθρωπος, όπως μαθαίνεις να κάνεις ποδήλατο. Προφανώς και δεν γίνεται να εκπαιδευτεί ένας λύκος να γίνει άνθρωπος, αλλά από την άλλη, το παιδί που γεννάει μια γυναίκα, δεν γίνεται αυτόματα άνθρωπος επειδή κατατέθηκε Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης στο Ληξιαρχείο του οικείου Δήμου. Το να αποτελείς μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας, η γλώσσα, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η τέχνη, και γενικά ο πολιτισμός, είναι που μεταμορφώνει τον μεγάλο πίθηκο, το πρωτεύον θηλαστικό του είδους homo, του υποειδους homo sapiens sapiens, σε άνθρωπο.
Αλλά ακόμα κι αυτό δεν αρκεί. Δεν σου απονέμεται η ιδιότητα του ανθρώπου και καθάρισες. Είναι διαρκής ο αγώνας για να παραμένεις άνθρωπος. Και μπορεί λόγω κούρασης, λόγω αδυναμίας, λόγω δειλίας, λόγω συνθηκών, λόγω εγωισμού, ή λόγω επιλογής, να χάνεις σιγά-σιγά την ιδιότητα του ανθρώπου ή να την χάσεις και μονομιάς. Υπάρχει και λέξη γι’ αυτό: “αποκτήνωση”.
Υπάρχει όμως και λέξη για την αντίθετη διαδικασία: “εξανθρωπισμός”. Εδώ παρακάτω είναι η Πλατεία Αμερικής. Εδώ εγκαταστάθηκε η οικογένεια του Στέργιου όταν επέστρεψε από Αμερική, και πριν φύγει ο Στέργιος για Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του Στέργιου έπαιρνε αυτόν και τον αδερφό του και τους πήγαινε στο Art Studio. Σταυροπούλου 33. Πίσω από την Πλατεία Αμερικής. Κάθε Κυριακή. Και έβλεπαν Χοντρό-Λιγνό και ταινίες του Τσάπλιν. Τι έκανε ο πατέρας; Εξανθρώπιζε τα παιδιά του. Κι εγώ όταν έμενα Πλατεία Αμερικής πήγαινα στο Art Studio. Και έμαθα πως υπάρχουν κι άλλοι που βλέπουν ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Και έμαθα πως υπάρχουν κι άλλοι που βλέπουν ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο. Και τους γνώρισα. Και μιλούσαμε. Κι εξανθρωπιζόμασταν.
Το 2005 το Art Studio έκλεισε. Κι έγινε εκκλησία. Έχει και μια τεράστια επιγραφή απ’ έξω: “Εκκλησία Όλων Των Εθνών, Αθήνας – Διακονία Ακοής”. Από χώρος εξανθρωπισμού έχει γίνει χώρος αποκτήνωσης. Εκεί μέσα δεν παίζονται πια ταινίες του Τζάρμους. Εκεί μέσα ψεκάζουν με θαυματουργό νερό σε σπρέι αρρώστους με aids και καρκίνο. Δεν θα ξαναπαιχτεί το “Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα” του Νικολαΐδη. Πραγματικά ανθρώπινα κουρέλια περιμένουν εκεί μέσα τη θεραπεία τους. Το Νηγιριανό Ισλάμ, το Βουντού, και η Βίβλος, συνεργάζονται να “σώσουν” τις “ψυχές” των ζόμπι πιστών. Ισλάμ, Βουντού και Βίβλος, λες και οι ανοησίες μόνο του ενός δεν επαρκούν, και πρέπει να συνεργαστούν τρία πακέτα εξωφρενικών ανοησιών σε ένα.
Μπαίνω στο Au Revoir. Ένα σύννεφο καπνού κάνει τα μάτια μου να τσούξουν στιγμιαία. Ψάχνω με το βλέμμα τον Στέργιο στο πατάρι, αποφεύγοντας τα βλέμματα από τα γεροντάκια και τους θαμώνες. Βλέπω τον Στέργιο με την τραγιάσκα του. Φυσάει τον καπνό από το τσιγάρο του. Εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το φόβο μου ότι θα με πούνε ψώνιο αν φοράω το καπέλο μου. Μόνο το καλοκαίρι φοράω άφοβα τον Παναμά μου.
Ανεβαίνω τις σκάλες. Φτάνω μπροστά του. Με κοιτάει. Χαμογελάω. Παίρνω θεατρική πόζα αγκαλιάς με ανοιχτά τα χέρια:
-“Καλώς ήρθες στην πρωτεύουσα κουρέλι. Πως είσαι;”
-“Πως νά ‘μαι; Όπως τα ξέρεις: Χάλια. Και κάθε μέρα και χειρότερα. Μέχρι νά ‘ρθει το αναπόφευκτο”.
Κάθομαι. Αρχίζω να στρίβω τσιγάρο: -“Έγινε κάτι; Τι έχεις”;
-“Τι νά ‘χω; Ύπαρξη έχω. Που λέει κι ο Καρούζος”.
-“Τι να κάνω για να σου φτιάξω τη διάθεση κουρέλι;” λέω, στρίβοντας το τσιγάρο μου.
-“Να μου βρεις 120 ευρώ”.
-“Τι τα θες;” τον ρωτάω, και ανάβω το τσιγάρο.
-“Θυμάσαι τη γραφομηχανή του πατέρα μου;”
-“Αχά! Μάλιστα. Πάμε πάλι: Μήπως εννοείς εκείνη την Underwood; Μια Underwood Standard του 1937; Εκείνη που έγραφε ο πατέρας σου τα ποιήματα; Τα ποιήματα που δεν εξέδωσε ποτέ; Εκείνη την Underwood που σου άφησε όταν πέθανε; Που μόνο σε αυτή τη γραφομηχανή μπορείς να γράφεις; Να γράφεις κι εσύ με τη σειρά σου διηγήματα; Που δεν θα εκδώσεις ποτέ;”
-“Ά, μπράβο. Αυτή. Έ, χάλασε. Και θέλουν 120 ευρώ να μου τη φτιάξουν. Κόλλησε το “Ζ”.
-“Και ποιό είναι το πρόβλημα; Δεν μπορείς να γράψεις “δυστυχιζμένος;”
-“Ήθελα να γράψω ένα διήγημα για τη Ζωή”.
-“Γιατί; Έμαθες τίποτα;”
-“Μπα, τίποτα”.
Βγάζω από το πορτοφόλι μου 120 ευρώ και τ’ αφήνω πάνω στο τραπέζι δίπλα του.
-“Τι είναι αυτά ρε κουρέλι;”
-“Για τη γραφομηχανή. Και για τη Ζωή”.
-“Που τα βρήκες;”
-“Εξαγόρασα μια ασφάλεια ζωής που είχα κάνει”.
-“Γιατί;”
-“Θα σου πω. Πάρ’ τα τώρα”.
-“Μπορεί αργότερα να τα χρειαστείς”.
-“Σήμερα να λες. Το πολύ αύριο. Μεθαύριο είναι μεταφυσική. Που λέει και ο φίλος μας ο Καρούζος”.
-“Καλώς”, λέει ο Στέργιος παίρνοντας τα λεφτά: “Κουρέλι κερνάω. Τι θα πιείς;”
-“Ένα Jack με έναν πάγο”.
-“Ακόμα αλκοόλ από καλαμπόκι πίνεις;” λέει ο Στέργιος φεύγοντας να παραγγείλει.
Δυναμώνω τη φωνή μου για να μ’ ακούσει ενώ κατεβαίνει τις σκάλες: -“Ξέρεις τι τα κάνουνε ρε τα δρύινα βαρέλια αφού παλαιώσει το Jack και πάρει όλο το χρώμα και τη γεύση; Τα στέλνουν στη Σκωτία να παλαιώσουν το Lagavulin που πίνεις. Ή τα κόβουν στα δύο και τα κάνουν γλάστρες”.
Περιμένοντας τον Στέργιο να γυρίσει, μου έρχεται στο μυαλό μια νύχτα, σε ένα ποτάδικο στην Πάτρα. Στο “Περίπου”, στην Αράτου. Δίπλα στην Πλατεία Όλγας. Κάθομαι μόνος μου σε σκαμπό στο μπαρ και πίνω. Έρχεται τύπος και κάθεται στο δίπλα σκαμπό. Παραγγέλνει μπύρα και μου ρίχνει μια ματιά. Συνεχίζω να πίνω. Έρχεται η μπύρα του. Πίνει από το μπουκάλι. Βγάζει πακέτο Marlboro μαλακό από την κωλότσεπη του τζιν. Κάθεται. Βγάζει έναν κόκκινο bic. Ανάβει ένα τσαλακωμένο τσιγάρο.
Ακουμπάει με θόρυβο τον αναπτήρα του στο μπαρ, πίνει άλλη μια γουλιά μπύρα και μου λέει: “Πολύ ξεκάρφωτη πόλη η Πάτρα ρε φίλε”. Γυρνάω, τον κοιτάζω: “Τι εννοείς;” ρωτάω. Δεν ξαναμίλησε. Σε λίγο πήρε τη μπύρα του και τον αναπτήρα του και πήγε και κάθισε σε τραπέζι μόνος του. Αλήθεια δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Από την άλλη, συζήτηση ήθελε να πιάσει ο τύπος. Τι να εννοούσε;Ο πιο εύκολος τρόπος να κάνεις κάποιον να σωπάσει είναι να τον ρωτήσεις τι εννοεί με αυτά που λέει.
-“Σήμερα πήγα και έγραψα όλη μου την περιουσία στο σκύλο μου” λέει ο Στέργιος που επέστρεψε, δίνοντας μου το Jack.
-“Αφού δεν έχεις σκύλο”.
-“Γιατί ρε κουρέλι; Έχω περιουσία;”
-“Τότε;”
-“Σοπενάουερ. Άρθουρ Σοπενάουερ. Τα πάθη του κόσμου”.
-“Είμαι όλος αυτιά”.
-“Λοιπόν”, ξεκινάει ο Στέργιος τσουγκρίζοντάς μου το ποτήρι: “Ο κόσμος είναι το βασίλειο του τυχαίου και του λάθους. Κυριαρχούν η τρέλα και η κακία. Στις ιδέες επικρατεί το παράλογο και το εσφαλμένο. Στην τέχνη βασιλεύει ο πλατειασμός και η χυδαιότητα, ενώ η απάτη και ο δόλος ορίζουν τη συναναστροφή. Τι σου λέει;”
-“Μέχρι εδώ καλά”, του λέω, κι αρχίζω να στρίβω τσιγάρο.
-“Άλλο: Όπως το περπάτημα μπορείς να το δεις σαν μια πτώση που διαρκώς αναβάλλεται, έτσι και η ζωή είναι ένας θάνατος υπό αναβολή. Τι έχεις να πεις;”
Πίνουμε από τα ποτά μας.
-“Έχω να πω”, ανάβω το τσιγάρο μου, ρουφάω, ξεφυσάω τον καπνό, “πως ο μόνος αληθινός ρόλος του ανθρώπου που έχει γεννηθεί σε έναν παράλογο κόσμο είναι να συνειδητοποιεί τη ζωή του ως εξέγερση και ελευθερία”. Σηκώνω το ποτήρι για πρόποση: “Καμύ. Αλμπέρ Καμύ. Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Ας πιούμε λοιπόν στην ελευθερία και την εξέγερση που όλοι επιθυμούμε”. Τσουγκρίζω το ποτήρι του. Αδειάζουμε τα ποτήρια μας.
-“Ναι, αλλά κάθε επιθυμία είναι μια απογοήτευση που δεν έχει ακόμα πραγματωθεί, σύμφωνα με τον φίλο μας τον Άρθουρ. Η ικανοποίηση μιας επιθυμίας φέρνει απλώς μια παύση του πόνου. Μετά έρχεται η πλήξη. Ένα πινγκ πονγκ ανάμεσα στον πόνο και την πλήξη”. Ο Στέργιος σηκώνεται, πάει στην κουπαστή του παταριού, σκύβει μέχρι να δει ένα από τα δύο γεροντάκια, δείχνει εμένα, μετά τον εαυτό του, και κάνει με το δάχτυλο μια κυκλική κίνηση που στη γλώσσα του σώματος των ανά τον κόσμο ποτάδικων σημαίνει “άλλη μια γύρα από τα ίδια”, και ξανακάθεται: “Και κάτι που δεν είχε φανταστεί ο Σοπενάουερ είναι ο νεοφιλελεύθερος άνθρωπος.
Ο νεοφιλελεύθερος άνθρωπος είναι μια μηχανή επιθυμιών που πηγαίνει από κατανάλωση σε κατανάλωση εμπειρίας, όπως η νυμφομανής πηγαίνει από πήδημα σε πήδημα. Χωρίς ηδονή. Ο νεοφιλελεύθερος είναι ένας τύπος με πριαπισμό. Μια νοσηρή καύλα που δεν πέφτει ποτέ αλλά δεν ικανοποιείται και ποτέ. Κουρέλι γράφε: Ο νεοφιλελεύθερος άνθρωπος είναι ένα υποδειγματικό σοπεναουερικό αυτόματο”.
Τελειώνοντας τη φράση του ο Στέργιος ανάβει, ικανοποιημένος με αυτό που είπε, ένα ακόμα τσιγάρο. Εγώ όντως γράφω στο tablet μου για το σοπεναουερικό αυτόματο του Στέργιου.
-“Τι είναι αυτό;” λέει ο Στέργιος δείχνοντας το tablet.
-“Εκτός των άλλων, μια σύγχρονη γραφομηχανή. Εγώ τη γραφομηχανή μου την παίρνω μαζί στις καφετέριες και γράφω. Γράφω σε καφετέριες γιατί εκεί μπορώ και απομονώνομαι. Απομονώνομαι πραγματικά μόνο παρουσία ανθρώπων. Μάλλον προτιμώ να είμαι μόνος μου παρουσία ανθρώπων”.
-“Εγώ από την άλλη δεν θέλω να γράφω καθόλου. Δεν αξίζει να σωθεί κανένας. Αν έγραφα θα έγραφα για τα οφέλη μιας παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής”.
-“Κουρέλι, τό ‘χω: θα γράψω ένα διήγημα με ήρωες εσένα και τον πυρηνικό όλεθρο. Τι λες;”
-“Αρκεί να μη δώσεις στον ήρωα τ’ όνομά μου”.
Έρχεται η σερβιτόρα με τα ποτά. Πιτσιρίκα. Λίγο παρακμιακή: -“Το Jack;”
-“Στον τύπο που δεν ξέρει να πίνει”, λέει ο Στέργιος δείχνοντάς με. Η σερβιτόρα χαμογελάει έχοντας αλλού το μυαλό της, αφήνει το Jack μπροστά μου, το Lagavulin κάπου γενικά στο τραπέζι, και φεύγει.
Πίνουμε μια γουλιά. Αφήνουμε τα ποτήρια. Παίρνουμε μια τζούρα από τα τσιγάρα μας. Φυσάμε τον καπνό. Για λίγη ώρα σκέφτομαι αόριστα το διήγημα με το πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ο Στέργιος πίνει άλλη μια γουλιά. Το ίδιο κι εγώ. Αφήνω το ποτήρι:
-“Άκου πως θ’ αρχίζει: Οι φυσικοί μιλάνε για τη συνεχή αύξηση της εντροπίας στο σύμπαν, δηλαδή τον σταδιακό εκφυλισμό της ενέργειας σε θερμότητα, μέχρι ο κόσμος να γίνει μια χλιαρή σούπα απραξίας, απάθειας, και ανυπαρξίας. Ο ήρωάς μας ο Στέργιος μιλάει για την αύξηση μιας ηθικής εντροπίας, όπου αυξάνει η βλακεία, η εκμετάλλευση, η αλαζονεία και ο πόνος, μέχρι να φτάσουμε στον αναπόφευκτο, παράλογο, αλλά ταυτόχρονα ανακουφιστικό, παγκόσμιο πυρηνικό όλεθρο”.
-“Δεν είπαμε δεν θα βάλεις το όνομά μου;”
-“Καλά θα βρω ένα όνομα. Και ποιοι θα σωθούν μετά από αυτό το πυρηνικό ολοκαύτωμα;”
-“Κανένας”.
-“Ε, δε γίνεται. Πως θα συνεχίσει η ιστορία;”
-“Αυτό είναι το ζητούμενο: να μη συνεχίσει”.
-“Κάποιοι αξίζει να σωθούν. Αυτοί που δεν είχαν την ευκαιρία να επιλέξουν. Δεν λέω γι’ αυτούς που έκαναν την επιλογή τους. Αυτοί οι φίλοι που έγιναν λαμόγια, εκμεταλλευτές, παρτάκηδες , κοινωνικά αυτιστικοί, αυτοί να καούν. Σε αυτούς έκοψα και την καλημέρα. Οι άλλοι όμως;”
-“Κι αυτοί επέλεξαν: Να είναι βλάκες”.
-“Δεν είναι έτσι. Στον βλάκα δεν έχεις να προσάψεις τίποτα. Βλάκας είναι. Στον ευφυή όμως που κατέστησε τον εαυτό του βλάκα, και κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, για να προστατεύσει την κωλάρα του και να γαμήσει τους υπόλοιπους, αυτός δεν αξίζει ούτε τον οίκτο, ούτε καν δεύτερη σκέψη. Γιατί αυτός ξέρει. Κι αυτός που ξέρει και γίνεται εκούσια βλάκας είναι πρωτίστως ένας προδότης. Αλλά οι άλλοι αξίζουν να σωθούν. Κι επίσης υπάρχουν και άλλοι που παλεύουν και δεν παραιτούνται. Αυτοί να μη σωθούν;”
-“Ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Εμένα μη με ανακατεύεις. Οι άνθρωποι που διασφαλίζουν την ύπαρξή τους, μετά ψάχνουν να βρουν τρόπους να σκοτώσουν το χρόνο τους. Η πηγή κάθε κοινωνικού ενστίκτου είναι η πλήξη και η απελπισία. Αλλά τελικά ο ένας μας είναι ο διάβολος του άλλου. Και οι αρχιδιάβολοι βάζουν χιλιάδες ανθρώπων απέναντι σε χιλιάδες άλλων ανθρώπων, και τους λένε πως το πεπρωμένο τους είναι να υποφέρουν, να σκοτώσουν, και να σκοτωθούν. Και αυτοί το κάνουν. Υπαρξιακό είναι το ζήτημα. Και θέμα ένταξης. Να ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο από εσένα. Να συνεχίσεις να ζεις μέσα από αυτό.
Και υπάρχουν πολλοί άρχοντες που σου προσφέρουν πολλά προκάτ νοήματα ζωής: Τη θρησκεία, την πατρίδα, την οικογένεια, τη μπάλα, τα σκυλάδικα, τα ντραγκς, την καριέρα, την προβολή, και ζητούμενο είναι πάντα η αθανασία. Η αίσθηση πως με κάποιο μαγικό τρόπο θα συνεχίσεις να υπάρχεις μέσα από τον όχλο που επέλεξες να ανήκεις. Και όσο πιο προβληματικός και κομπλεξικός είσαι, τόσο πιο σκατάνθρωπος γίνεσαι. Με αποκορύφωμα τους φασίστες. Ο φασισμός εμπεριέχει τόσο κόμπλεξ υπαρξιακό που φτάνεις να σκοτώνεις, εκδικούμενος το σύμπαν που σε έκανε όχι μόνο θνητό αλλά και ηλίθιο”.
Κατεβάζει μονορούφι το ποτό του, σηκώνεται και παραγγέλνει κι άλλα με τη γνωστή κυκλική κίνηση του δαχτύλου. Πίνω κι εγώ το υπόλοιπο. Αρχίζω να στρίβω. Του Στέργιου έχουν γυαλίσει τα μάτια από την τσαντίλα: “Και θα μου πεις τώρα για τη βούληση για ζωή. Ναι υπάρχει, αλλά δεν έχει κανένα νόημα. Δουλειά, πόνος, λύπη, ταλαιπωρία, και χωρίς αυτά πλήξη. Με μόνο σίγουρο το θάνατο. Έχουμε όλοι καταδικαστεί. Απλώς δεν γνωρίζουμε ακόμα επακριβώς ο καθένας μας το είδος της προσωπικής του καταδίκης”.
Πάω να πω κάτι αλλά ο Στέργιος συνεχίζει: “Και ως αντίδοτο μας προσφέρεται ένας θεός που αυτοθαυμάζεται μόλις φτιάχνει τον κόσμο, και θεωρεί το τελειότερο δημιούργημά του τον άνθρωπο, επειδή τον έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή σαν τα μούτρα του: αλαζόνα, εξουσιαστή, εκμεταλλευτή και απάνθρωπο. Ένας εκδικητικός θεός που φτιάχνει έναν κόσμο άξιο μόνο για χλευασμό και ειρωνεία. Γεμάτο πόνο, ματαιότητα, και θάνατο. Γι’ αυτό σου λέω, ο πυρηνικός όλεθρος είναι μια κάποια λύσις. Να απαλλάξουμε τις επερχόμενες μελλοντικές γενιές από το φορτίο της ύπαρξης”.
Ακολουθεί μεγάλη παύση όπου καπνίζουμε τα τσιγάρα μας.
Η σερβιτόρα φέρνει τα ποτά μας.
Τα αφήνει πάνω στο τραπέζι και φεύγει.
-“Το καταλαβαίνω το δίλλημα”, λέω, “Να σκέφτεσαι σοβαρά, και να καταλήγεις να ελπίζεις σε μια πυρηνική καταστροφή, ή να σκέφτεσαι επιφανειακά και να ζεις στα ρηχά; Αλλά κι εκεί δεν είναι καλύτερα: Όταν κολυμπάς στα ρηχά σε ψαρεύουν οι φασίστες. Να μη χρησιμοποιούμε όμως το μηδενισμό ως άλλοθι για να μην παλεύουμε και να μη δημιουργούμε. Και πρόσεχε μήπως η πληγή που ξύνεις με τόση προσοχή, καταλήγει να σου δίνει στο τέλος ηδονή”.
-“Ποιος τό ‘λεγε αυτό;”
-“Δε θυμάμαι”.
Πίνουμε από τα ποτά μας και συνεχίζω: “Θυμάμαι όμως αυτό που είχε πει ο Γούντι Άλλεν: Η δουλειά του καλλιτέχνη δεν είναι να υποκύπτει στην απόγνωση, αλλά να δημιουργεί ένα αντίδοτο για την κενότητα της ύπαρξης”.
-“Ναι καλά, η παλιά καλή ιστορία του καλλιτέχνη που ξεκινάει από το περιθώριο, που σιγά σιγά ενδίδει στην αλαζονεία του περιθωρίου και θεωρεί πως γνωρίζει περισσότερα για τη ζωή, απλώς και μόνο επειδή η πολυαγαπημένη του κοινωνία τον έστειλε στο περιθώριο. Μετά, αν γλύψει αρκετά και γίνει χρήσιμος για τους αρχόντους, τότε εκ του ασφαλούς παράγει τέχνη για να εκτονώνονται και όσοι δεν μπορούν να δουν μπάλα: οι όχι και τόσο βλάκες. Κι εγώ αν έμενα στο Μανχάταν, και έβγαζα εκατομμύρια, τις καλύτερες ατάκες θα σου έλεγα κουρέλι”.
Τα ποτά τελειώνουν για άλλη μια φορά. Παίρνω το άδειο μου ποτήρι και το δείχνω στο Στέργιο: -“Τουλάχιστον στο Galaxy μας κέρναγαν και κανένα ποτό. Άλλη μια γύρα;”
-“Άστα. Είπαμε. Εγώ κερνάω”. Ακολουθεί το γνωστό τελετουργικό για να παραγγείλει. Κάθεται: “Για πες ρε κουρέλι, γιατί εξαγόρασες την ασφάλεια ζωής; Θα ξανανοίξεις κανα μπαρ σε κανένα ξερονήσι πάλι;”
-“Φεύγω για Αμερική”.
-“Θα πας στους Τουπαμάρος; “Οι λέξεις μας χωρίζουν, η δράση μας ενώνει;”
-“Μπάτσοι, Γουρούνια, Δολοφόνοι”; Όχι ρε κουρέλι. Όχι σ’ αυτή την Αμερική. Στην άλλη. Την “κανονική”. Του Ομπάμα. Άλλωστε και οι Τουπαμάρος μας τέλειωσαν”.
-“Λανντ οφ δε φρι κουρέλι;”
-“Τώρα μιλάς σωστά”.
-“Μετανάστης φάση κι έτσι;”
-“Για δουλειά κουρέλι. Όπου δουλειά και πατρίς. Θα διδάσκω μαθηματικά, στα ελληνικά, σε παιδιά ισπανόφωνων μεταναστών. Ξέρεις, Κολομβιανοί κυνηγημένοι από τη μαφία της κόκας, Κοσταρικανοί που την έκαναν, Καραϊβική και Λατινική Αμερική, Κουβανοί που δεν γουστάρουν Κάστρο, τέτοια φάση.
Όπως έλεγα στους Έλληνες και Μετανάστες μαθητές μου πως η γνώση είναι ο μόνος τρόπος για να σπάσουν τα δεσμά της τάξης τους, έτσι τώρα θα λέω τα ίδια σε ισπανόφωνους μαθητές. Ίδια φάση, διαφορετική ήπειρος”.
Η σερβιτόρα φτάνει, ο Στέργιος σηκώνεται, παίρνει και τα δύο ποτήρια, μισολέει ένα ευχαριστώ στην πιτσιρίκα, της κάνει νόημα να μη φύγει, και λέει με επίσημη φωνή: -“Όρθιος κουρέλι!”. Σηκώνομαι. Μου δίνει το ποτό μου. Κοιτάει τη σερβιτόρα και με δείχνει με το ποτήρι του: “Ξέρεις που πάει ο φίλος μου; Αμερική. Γιού ες οφ έι. Land of the free, land of the brave φάση. Πως έφευγαν από την Ευρώπη όσοι ήταν κυνηγημένοι από τον ναζισμό;
Και όσοι διαισθάνονταν την καταστροφή, πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου; Και πήγαιναν Αμερικη; Έ, έτσι και τώρα. Η Ελλάδα μας στερεί την αξιοπρέπεια και μας διώχνει, ενώ μια νέα καταστροφή μας περιμένει στη στροφή. Ο φασισμός νεκρανασταίνεται. Ο φίλος μου από εδώ μυρίζεται τον πόλεμο που έρχεται στην Ευρώπη. Και δεν γουστάρει να σκοτωθεί ή να σκοτώσει για τα πλούτη των άλλων. Και θα αναζητήσει την αξιοπρέπειά του πέραν του Ατλαντικού. Θα πάει εκεί να ξαναγίνει άνθρωπος. Στο Αμέρικα. Πίνω στην υγεία του”. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τρόπο που συνεννοούμαστε πως πρέπει να πιούμε άσπρο πάτο. Όταν μου παίρνει το άδειο ποτήρι από τα χέρια, το παγάκι δεν έχει καν αρχίσει να λιώνει. Δίνει τα άδεια ποτήρια στη σερβιτόρα: “Άλλη μια”. Η σερβιτόρα κάνει “ναι” με το κεφάλι, και φεύγει.
Ξανακαθόμαστε.
Εγώ αρχίζω να στρίβω τσιγάρο.
Ο Στέργιος ήδη το άναψε.
Ανάβω κι εγώ.
Τον κοιτάζω.
Με κοιτάζει: -“Αλήθεια θα φύγεις ρε κουρέλι;”
Κάνω “ναι” με το κεφάλι.
Κάνει κι ο Στέργιος “ναι” με το κεφάλι.
Σιωπή.
Περνάνε ένα δύο λεπτά που καπνίζουμε χωρίς να μιλάμε.
Ύστερα περνάνε αλλά δύο λεπτά.
Καπνίζουμε, κι ο καθένας σκέφτεται ό,τι σκέφτεται.
-“Σε κανένα μισάωρο θα κλείσουμε”, λέει η σερβιτόρα που ξαναήρθε με τα ποτήρια γεμάτα. Δεν την είχα πάρει χαμπάρι και τρόμαξα λίγο. Μας αφήνει τα ποτά, αυτή τη φορά το σωστό ποτό στο σωστό άνθρωπο, και συνεχίζει: “Αν θέλετε κι άλλα ποτά, θα πρέπει να παραγγείλετε τώρα”.
-“Ωραία”, λέω, “θα μας φέρεις άλλη μια γύρα, κερασμένα από το μαγαζί. Έ;”
-“Ναι”, λέει η σερβιτόρα, “το δικαιούστε”. Χαμογελάει, και φεύγει.
Πίνουμε από μια γουλιά και αφήνουμε κάτω τα ποτήρια μας.
Ο Στέργιος συνεχίζει να μη μιλάει.
Ούτε κι εγώ μιλάω.
Μόλις τώρα συνειδητοποιώ πως με έχει πιάσει λίγο το ποτό.
-“Μ’ έπιασε λίγο”, λέει ο Στέργιος δείχνοντας το ποτό του.
-“Κι εμένα”. Πιάνω το ποτήρι μου: “Στην υγεία σου κουρέλι”.
-“Στη νέα σου ζωή κουρέλι”.
Τσουγκρίζουμε, πίνουμε. Είναι η στιγμή που αρχίζει η γλυκιά ζαλάδα. Η στιγμή που απελευθερώνεσαι και δεν σε νοιάζει αν αυτά που θα πεις είναι μελό. Κατεβάζω μονορούφι το υπόλοιπο ποτό μου, και κάνω νόημα στον Στέργιο να κάνει το ίδιο: -“Πιές το. Έρχονται τα τελευταία για το δρόμο”, του λέω και του δείχνω προς τη σκάλα.
Η σερβιτόρα πλησιάζει. Αφήνει το Lagavulin στον Στέργιο και το Jack σε εμένα. Μαζεύει τα άδεια. Χαμογελάει μηχανικά. Φεύγει.
Παίρνω το ποτήρι στα χέρια μου. Σηκώνομαι όρθιος. Ζαλίζομαι λίγο. Ξεκινάω το λόγο μου: “Ναι. Ο κόσμος αυτός είναι όντως ένας παράλογος κόσμος. Δεν χωράει αμφιβολία. Και είναι ο μόνος που έχουμε. Και η ευαισθησία σου, και η ευαισθησία μου, μας κάνουν και πονάμε. Και πίσω πίσω πίσω πίσω, πίσω από την ευαισθησία, βρίσκεται ο μηδενισμός. Επί της ουσίας, η ευαισθησία αυτή προϋποθέτει τον μηδενισμό. Αυτά είναι γνωστά και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Μας εύχομαι λοιπόν, να μην αφήσουμε ποτέ την ευαισθησία μας ή το μηδενισμό μας να μας κάνουν αυτόχειρες ή μισάνθρωπους.
Ας είναι η ευαισθησία μας και ο μηδενισμός μας μόνο μια αφετηρία για μια συστηματική υπαρξιακή αμφιβολία στον αιώνα των αιώνων, κι ο ανύπαρκτος θεός των αθέων ας μας φωτίσει να συνεχίσουμε να αμφιβάλουμε, ας μας προφυλάξει απ’ το να κουραζόμαστε, κι απ’ το να καταλήγουμε σε συμπεράσματα”.
Γυρίζοντας σπίτι με το πρώτο πρωινό μετρό από Ομόνοια, κάθομαι, και ακουμπάω το κεφάλι μου στο τζάμι. Είναι δροσερό και ανακουφίζει τη ζαλάδα. Ο λογαριασμός ήταν 110 ευρώ. Και 10 το πουρμπουάρ 120. Καλός οιωνός. Κέρασε ο Στέργιος. Η γραφομηχανή θα παραμείνει χαλασμένη.
Ο Στέργιος θα συνεχίσει να μη γράφει. Εγώ έχω να φτιάξω και τις βαλίτσες. Θα συνεχίσω κι εκεί να γράφω. Αναρωτιέμαι γιατί κάποιος γράφει. Ίσως γράφουμε για να θυμόμαστε. Όπως ο κοντορεβυθούλης που αφήνει ψίχουλα για να θυμάται το δρόμο.
Χαμογελάω με αυτή τη σκεψη.
Ελπίζω να τον ξαναδώ.
Κάθε φορά που συναντιόμαστε αγχώνομαι πως δεν θα τον ξαναδώ.
Αγχώνομαι μήπως χαθεί.
Όπως είχε χαθεί τότε και η Ζωή.