Του Γιάννη Γεράσιμου
«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του αναπεπταμένα. Έτσι, πρέπει να είναι η όψη που κατ’ ανάγκην έχει ο άγγελος της ιστορίας. Έχει το πρόσωπο του στραμμένο στο παρελθόν.
Εκεί όπου παρουσιάζεται σ’ εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε βεβαίως να χρονοτριβήσει, να αφυπνίσει τους νεκρούς και να συνενώσει ό,τι είναι θρυμματισμένο.
Όμως απ’ τη μεριά του παραδείσου πνέει μια θύελλα που παγιδεύεται στα φτερά του, μια θύελλα τόσο δυνατή που ο άγγελος δε μπορεί πια να τα ξανακλείσει. Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φτάνει ως τον ουρανό. Αυτή η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο».
Η βαθιά σχεδόν μυστικιστική λάμψη της αλληγορικής αυτής εικόνας ενός αγγέλου που παρατηρεί το παρελθόν προσπαθώντας απεγνωσμένα να διασώσει από τα χαλάσματα τη μνήμη, τη ζωή και τα ανεκπλήρωτα όνειρα ενός ολόκληρου κόσμου που συνέτριψε η ιστορία την ίδια στιγμή που τον παρασέρνει η θύελλα των επερχόμενων ιστορικών γεγονότων αποτελεί μέρος των θέσεων του Μπένγιαμιν για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Όταν έγραφε αυτές τις γραμμές το 1940 ο Μπένγιαμιν βρισκόταν και ο ίδιος αντιμέτωπος με τη θύελλα της ιστορίας. Γεννημένος στο Βερολίνο από μια πλούσια οικογένεια Εβραίων της εποχής ο Μπένγιαμιν επρόκειτο να βιώσει την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη που τον εξώθησε να επιχειρήσει να αναζητήσει καταφύγιο στην Αμερική διασχίζοντας τα γαλλοισπανικά σύνορα.
Δεν επρόκειτο όμως να τα καταφέρει. Για να αποφύγει τη σύλληψη από τους ναζί θα οδηγηθεί στην αυτοκτονία. Ο Μπένγιαμιν, ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος και κριτικός του πολιτισμού και της λογοτεχνίας, που η σκέψη του διαπερνούσε την εποχή του είχε παρασυρθεί και ο ίδιος από τη θύελλα των γεγονότων της εποχής του: την άνοδο του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη, την απαρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατοχή της Ευρώπης από τα ναζιστικά στρατεύματα. Υπό το πρίσμα των ιδιαίτερα φορτισμένων ιστορικών και κοινωνικών συμφραζομένων, ο Μπένγιαμιν αξιοποιεί την ευκαιρία να θέσει ερωτήματα που απευθύνονται στο σύνολο της ιστορίας της νεωτερικότητας με ένα ρομαντικό και νοσταλγικό ύφος σε ένα κείμενο που είναι διάσπαρτο με εικόνες, αλληγορίες, εκλάμψεις και απαστράπτουσες διαισθήσεις συνταιριάζοντας τον γερμανικό ρομαντισμό, τον ιουδαϊκό μεσσιανισμό και το μαρξισμό.
Στον πυρήνα της σκέψης του Μπένγιαμιν που διαπέρασε σαν αστραπή ενός ανταριασμένου ουρανού το φωτεινό και καθησυχαστικό κόσμο των βεβαιοτήτων της εποχής του κλονίζοντας τον βρέθηκε η αντίθεση του στην πίστη της ιστοριογραφίας στην ανθρώπινη πρόοδο ως προϊόν της απομάγευσης του κόσμου μέσω της ορθολογικότητας. Απέναντι στη βεμπεριανή παράδοση που αντικρίζει τη νεωτερικότητα ως απομάγευση, εξορθολογισμό και ρήξη με τη μυθική σκέψη, ο Μπένγιαμιν συλλαμβάνει τη νεωτερικότητα ως μια μορφή επαναμάγευσης του κόσμου που μέσω μιας αγοραίας αναζήτησης του διαρκώς νέου δημιουργεί μια ψευδαίσθηση προόδου μέσα από τις διαρκώς ανανεούμενες μορφές εμπορευμάτων και τεχνολογίας εδραζόμενη σε μια γραμμική σύλληψη της ιστορίας. Πίσω όμως από αυτή την επίπλαστη εικόνα της προόδου κρύβεται η βία και η καταστροφή που συνοδεύει συχνά τις κατακτήσεις των ισχυρών και την επίσημη ιστορία και πολιτισμό που καταγράφει και εξυμνεί αυτή την επικράτηση, ο αλλοτριωτικός κατακερματισμός του σύγχρονου εμπορευματοποιημένου πολιτισμού, η ρήξη με το παρελθόν και την παράδοση και η συνακόλουθη έκπτωση της επικοινωνήσιμης εμπειρίας.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή ιστοριογραφία που απονευρώνει το παρελθόν ανάγοντας το σε ένα απλό αντικείμενο μελέτης ξεκομμένο από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τους συσχετισμούς κοινωνικών δυνάμεων και τις δυνατότητες ενός εναλλακτικού μέλλοντος που αυτό έκρυβε ο Μπένγιαμιν νοσταλγώντας ένα παρελθόν που οραματίζεται το μέλλον επιχειρεί να ανοίξει ρωγμές στον ιστορικό χρόνο συνδέοντας τους αγώνες των καταπιεζόμενων του σήμερα με τη διάσωση των ανεκπλήρωτων διεκδικήσεων και ελπίδων του χτες, τα οποία οφείλουν να διασωθούν στη μνήμη μέσω της ιστορίας και της τέχνης. Ο αγώνας της διάσωσης της μνήμης των αγώνων και των ελπίδων του παρελθόντος απέναντι στη λήθη που επιβάλλει η εξουσία, αποκαλύπτει τις σχέσεις πολιτικής ισχύος που επικυρώνει το επίπλαστο όραμα της προόδου και του πολιτισμού, ο οποίος κάτω από την επιφάνεια του κρύβει συχνά τη βαρβαρότητα του κοινωνικού αποκλεισμού και της προσπάθειας κατασίγασης της φωνής των ανθρώπων που η επίσημη ιστορία ισοπέδωσε στο πέρασμα της για την επικράτηση των συμφερόντων και του κέρδους των ισχυρών. Γιατί όπως έλεγε κάποτε ο Μπένγιαμιν δεν υπάρχει μνημείο πολιτισμού που να μην είναι στην πραγματικότητα και μνημείο βαρβαρότητας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 24.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.