Το να ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια της Μνησικλέους με θέα την Ακρόπολη και τα εκατοντάδες λαμπάκια στο βάθος να χορεύουν γύρω από τα Αναφιώτικα, αρκεί για να ξεκινήσει η βραδιά σου με θετικό πρόσημο. Τρίτη βράδυ, λοιπόν, το φιλόξενο Γιασεμί έχει βάλει τα γιορτινά του και γύρω στις 21:30, που μπήκαμε στο ζεστό καθιστικό του, ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης, μαζί με τον Θάνο Μιχαηλίδη (τύμπανα) και τον Βίκτωρα Κουλουμπή (μπάσο) έπαιρναν θέση γύρω από το αναμμένο τζάκι, ξεκινώντας την πρώτη από τις 4 εμφανίσεις τους στο αγαπημένο στέκι της Πλάκας.
Ο ήχος σήμα κατατεθέν απλώθηκε με ταχύτητα χριστουγεννιάτικου φωτός, περικλείοντας όλους μας με μελωδίες και στίχους που σου μένουν σαν αυτοβιογραφικές αφηγήσεις. Κι όταν μια βραδιά ξεκινάει με το «Άλεφ» και συνεχίζει με το ολόφρεσκο «Φορτηγό» ξέρεις πως κάτι καλό θα συμβεί, παραγγέλνεις άλλο ένα ζεστό κρασί με μπαχαρικά και απολαμβάνεις την παράσταση. Και λέμε παράσταση γιατί ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης δεν αφήνει τα τραγούδια στην τύχη τους, βάζοντας το κοινό στο θέμα με εισαγωγικές ιστορίες, που αγγίζουν τα όρια της μυθοπλασίας χωρίς αυτό βέβαια να μας απασχόλησε ποτέ.
Η βραδιά κύλησε με μια ανοδική διάθεση, με τραγούδια από την εποχή της Ανοιχτής Θάλασσας και της πρώτης περιόδου της προσωπικής, πλέον, καριέρας του δημιουργού, παρουσιάζοντας μας ταυτόχρονα κομμάτια από την επερχόμενη δισκογραφική δουλειά του με τίτλο «Ostinto Rigore». Το ομότιτλο κομμάτι έκλεψε την παράσταση, όπως σε κάθε live του Βαγγέλη Μαρκαντώνη εδώ και δύο περίπου χρόνια που μας το έχει συστήσει. Ακούσαμε μεταξύ άλλων τα αγαπημένα «Όλα είναι απλά», «20 Ζωές» και «Ξένη γη», καθώς και το υπέροχο και ολοκαίνουργιο «Πες μου ναι». Ανάμεσα στην προσωπική δουλειά του καλλιτέχνη, παρέλασαν, επίσης, αυτοαναφορικές διασκευές αγαπημένων του δημιουργών, που μας βοήθησαν να καταλάβουμε τις επιρροές και την αισθητική του, σχηματίζοντας έτσι μια άρτια σφαιρική εικόνα. Κι όσο πλησιάζαμε προς το τέλος, τόσο πιο συναισθηματικές γινόντουσαν οι ερμηνείες και τόσο πιο μεγάλες οι ιστορίες που συνόδευαν τα τραγούδια.
Το κλίμα γύρω από το τζάκι ήταν εξαιρετικό για άλλη μια φορά, ενώ ο χαρακτήρας του μαγαζιού βοήθησε όπως πάντα στο να γίνουμε όλοι μια μεγάλη παρέα. Και όταν λέμε μεγάλη παρέα, εννοούμε πως μπήκαμε στην διαδικασία να ανταλλάξουμε απόψεις, να διαλέξουμε εμείς τέλος σε κάθε στιχομυθία και να συμμετέχουμε στην επιλογή του επόμενου τραγουδιού, ακόμα κι αν δεν εισακουστήκαμε ποτέ.
Έχοντας μπροστά μας τρεις ακόμα Τρίτες και δεδομένης της έναρξης μια πολύ όμορφης περιόδου στο κέντρο της πόλης, που όλοι μας κάπου εκεί θα τριγυρνάμε, τουλάχιστον βρήκαμε που θα καταλήγουν οι βόλτες μας. Το να φεύγει άλλωστε μια τέτοια βραδιά από τα στενά όρια του live, σίγουρα λειτουργεί και σαν συμμετοχή στο πιο όμορφο group therapy της πόλης.
Τα λέμε εκεί την Τρίτη!
Γιάννης Μπάκος για το Νόστιμον ήμαρ