Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Πήγα με ένα μικρό τσίμπημα στη βεβαιότητά μου. Στην άκρη του μυαλού μου είχα κάτι αμφιβολίες που τις κουβαλούσα από πέρυσι. Η πρώτη Βαβέλ με είχε αφήσει με την επίγευση του ανικανοποίητου, το μούδιασμα του «ώστε μπορεί υπό όρους και η Νατάσσα να μη μου αρέσει;». Πήγα μια ώρα νωρίτερα και περίμενα με το άγχος του τραγουδιστή πριν βγει στη σκηνή.
-Μα εσύ δεν τραγουδάς!
-Ναι, αλλά τη Νατάσσα την έχω μέσα μου. Η Νατάσσα είμαι εγώ.
Το video wall άνοιξε. Ένα πιάνο, τα δάχτυλά της, φωνή. Το άγχος που λέγαμε! Το δικό της άγχος ετούτη τη φορά. Η αγωνία της ηθοποιού πριν βγει να παίξει Αντιγόνη. Η αγωνία του στιχουργού πριν γράψει αυτές τις λέξεις. Η αγωνία του μουσικού που τις κάνει ήχο. Τη δύναμη από πού; «Με δυο γονείς, αριστερούς, ονειροπόλους». Τη δύναμη από εκεί.
-Εμένα το ροζ ποτέ δε μου άρεσε!
Έχουν σημασία τα χρώματα κάτι βράδια; Έχουν σημασία όταν τα ντύνονται κορμιά που μέσα τους φέρουν ουράνια τόξα; Έχουν σημασία όταν στα βαφτίσια τους καλεσμένη είναι η άνοιξη; Ποιο ροζ, ποιο φλοράλ, ποια απόχρωση, ποια μίξη, ποιος συνδυασμός έπαιξε ποτέ τον αρχικά σχεδιασμένο του ρόλο, αφού ήρθε σε συνάντηση με τη γλυκιά, υγιή τρέλα; Ποια σκιά θα παρέμενε σκιά, ποιο φως θα συνέχιζε να τυφλώνει μετά το προξενιό με τη σκηνική παρουσία της Νατάσσας το προηγούμενο Σαββατόβραδο; Το αέναο πηγαινέλα της, τον -ίσως κι ασυναίσθητα- διαρκή χορό της, τον -με μάτια και νότες και φωνή- διάλογό της με την ορχήστρα της, με τον Θέμη.
Η παράσταση άψογα στημένη, τα τραγούδια σωστά επιλεγμένα, τα συναισθήματα αναπόδραστα ακολουθούσαν ρότες που χαράχθηκαν γι’ αυτά. Χαμόγελα, φωνές, αστεία, αλκοόλ, καύτρες τσιγάρων, ησυχία, σφίξιμο χεριών, φιλιά, ξεφυσήματα, επιλεγμένη μελαγχολία. Σε κύκλους κυλάει η ζωή μας, σε κύκλους κινούμαστε, σε κύκλους ζήσαμε κι αυτό το βράδυ.
«Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει». Ίσως που είμαστε εθισμένοι στις ήττες. Ίσως που κανείς δε μας προετοιμάζει και για μιαν άλλη εκδοχή της ιστορίας. Ίσως που είμαστε έφηβοι μπρος στις ξαφνικές χαρές, στις ξαφνικές νίκες. Είμαστε έφηβοι και πονάν τα γόνατά μας σε κάθε πόντο που κερδίζουμε, σε κάθε πόλεμο που παίρνουμε τη σημαία του εχθρού λάφυρο στο δωμάτιό μας.
«Είναι αγαπημένο μου αυτό το τραγούδι», μου λέει το κορίτσι δίπλα μου. Τελειώνει. Σκέφτομαι ένα άλλο εγώ. Της το λέω. Η αίθουσα χαμηλώνει τις ανάσες της. Η Νατάσσα ερμηνεύει. «Εγώ μεγάλωνα για ‘σένα…»
-Ναι, αλλά περνάνε οι ζωές τους και δε βρίσκονται ποτέ τους. Πώς στήνεις μια ζωή πάνω στο ανικανοποίητο;
-Για σκέψου… Σκέψου τι με ρωτάς. Σκέψου φίλους, γονείς, γνωστούς, ανθρώπους που έχεις συναντήσει κι έχεις πει δυο λέξεις μόνο. Σκέψου τους, σκέψου τις ιστορίες των περισσοτέρων. Πες μου τώρα. Ακόμη το ρωτάς; Ορισμός του ανθρώπου είναι αυτός: το έλλογο εκείνο είδος που με κάποιο τρόπο καταφέρνει να περνάει τη ζωή του κάνοντας αυτό που δεν θέλει.
Βλέπω τον Θέμη Καραμουρατίδη στο πιάνο να την κοιτάζει σαν και να μην έχουν περάσει τη μισή τους ζωή μαζί, σαν και πρώτη φορά απόψε να την ακούει. Για δευτερόλεπτα βγάζει το ακουστικό του απ’ το αφτί. Σαν και για να βεβαιωθεί: «ακούν όλοι ό,τι ακούω κι εγώ»; Σηκώνομαι όρθιος. Μόνος εγώ. Ένα μαγαζί σχεδόν σε ακινησία. Εκατοντάδες άνθρωποι κρεμασμένοι απ’ τα ακρόχειλά της. Τους προσέχω έναν-έναν. Καθένας για το δικό του λόγο απόψε εδώ μέσα. Καθένας με τη δικιά του λάμψη στα μάτια. Εκατοντάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν, μαζί της αναρωτιούνται «πώς γίνεται, το δάκρυ να μην πίνεται»; Κάθομαι. Η παρέα μου ακουμπισμένη στις σκέψεις της. Δε με βλέπουν. Είμαι δυνατός εγώ. Δεν κλαίω μπροστά σε άλλους.
Τα τραγούδια κυλάν, το διάλειμμα μας κόβει, επιστρέφει, ξαναβρίσκουμε το ρυθμό μας, το αίσθημα, τα λόγια της στο μεσοδιάστημα των τραγουδιών μας θυμίζουν ότι εκεί έξω μόνο εύκολα δεν είναι τα πράγματα, μας χτυπάει το καμπανάκι του προσφυγικού και του ανθρωπιστικού, κουνάμε το κεφάλι, η βραδιά προχωράει, ξανατραγουδάει, μας συστήνει τους μουσικούς της, μας διαλύει με το Εν λευκώ, τελειώνει, φεύγουμε.
Βαβέλ 2. Σε πόσες γλώσσες μας χώρισες τότε Θεέ; Απόψε ενωθήκαμε ξανά.
*Οι φωτογραφίες είναι της Αναστασίας Καλαϊτζίδου