Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Bibliotheque το έκτο βιβλίο του Γιάννη Ζελιαναίου με τίτλο, Βέρα.
Πρόκειται για ένα αφήγημα σε 14 κεφάλαια και περιγράφει την ιστορία μιας γυναίκας που τα παρατάει όλα. Εγκαταλείπει το σπίτι και την μάνα της, καβαλάει ένα Φορντ Έσκορντ Τζι Ελ – η μοναδική κληρονομιά που της άφησε ο πατέρας της – και φεύγει για εκεί που δεν ξέρει ούτε η ίδια.
Η Βέρα κυκλοφορεί εκεί έξω, σταματάει σε όποια πόλη της καπνίσει και γράφει κασέτες στον φίλο της τον Φάνη που έχει εξαφανιστεί και κανένας δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Ξέρει πως δεν θα στείλει ποτέ και πουθενά αυτές τις κασέτες μονολογώντας στο μικρό κασετοφωνάκι όλα αυτά που κουβαλάει στο κεφάλι της. Έχει μαζί της ένα θερμός γεμάτο κονιάκ και κάτι μπαρέτες σαν ζάρια. Τραβάει στην εθνική και δεν την νοιάζει που θα την βγάλει.
Ένα road trip χωρίς γυρισμό, χωρίς προορισμό και χωρίς τέλος.
Ακολουθούν δυο μικρά αποσπάσματα μέσα από το βιβλίο:
[…Ήπιε κονιάκ απ’ το θερμός, έγλυψε το μυστήριο που κοκάλιαζε τον ώμο της, έσβησε μια ημερομηνία απ το μυαλό της και σκέφτηκε πως η μάνα της δεν θα το ‘κανε. Έφτυσε τον λεβιέ της ταχύτητας, θυμήθηκε τον βιασμό που παρίστανε η έρημος στο «Ελ Τόπο» του Γιοντορόφσκι (πάλι η έρημος), κατέβασε λίγο παρακάτω το παράθυρο και είχε βγει πια απ’ τον πολιτισμό.
Ο πολιτισμός δεν υπήρχε, δεν ξεκίναγε, δεν σηκωνόταν, είχε σβήσει κάμποσες σεζόν πριν και δεν υπήρχε καν καινούργιο τρέιλερ…]
[…Το μεσημέρι γουργούριζε καύσωνα απ’ το πρωί. Το 57ο καλοκαίρι δεν είχε τίποτα στο μυαλό του. Τα πρώτα διόδια την είχαν κάνει προ πολλού και η εθνική της φαινόταν λακισμένη. Κατέβασε άλλη μια γουλιά κονιάκ απ’ το θερμός που του ‘χε ζωγραφίσει πέντε αστέρια κι έπεφταν προς τον πάτο. Έβλεπε τα περιπολικά στη δεξιά λωρίδα πανέτοιμα να μπαγλαρώσουν τους πρώτους νούμερο δέκα καταζητούμενους σ’ αυτή τη χώρα που ούτε η ξεφτίλα δεν την χώνευε πια. Έριξε άλλη μια φτυσιά στον λεβιέ των ταχυτήτων και σκέφτηκε πως δεν είχε ιδέα που έπεφταν τα λάδια μέσα στη μηχανή. Όχι, ότι την ένοιαζε κιόλας, αφού έτσι κι αλλιώς οι βενζινάδες ήξεραν καλά να μοστράρουν την κούτρα τους πάνω απ’ τα ανοιγμένα καπό. Όλοι γνώριζαν καλά τι να κάνουν και όλα πήγαιναν κατά διαόλου…]
Ο Γιάννης Ζελιαναίος γεννήθηκε το 1978.