Ο Χάρυ περίμενε να περάσει όλη η εβδομάδα. Έσπρωχνε τις μέρες. Όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Απαράλλαχτα ίδιες. Και όχι μόνο ίδιες αλλά και βίαιες. Για τον Χάρυ ήταν κάθε μέρα βίαιη. Δεν είχε κάτι να περιμένει από την διαδοχή της βίαιης Τρίτης μετά την βίαιη Δευτέρα. Παρά μόνο βία. Εκτός από το Σαββατοκύριακο. Το Σαββατοκύριακο δεν ήταν βίαιο ποτέ. Ήταν όμως βίαιη όλη η εβδομάδα, ξανά και ξανά και δεν θυμάται πόσο καιρό ήταν έτσι. Ήταν έτσι μια ζωή.
Στην Βαρετή πόλη όλα ήταν ίδια. Έτσι λεγόταν αυτή η πόλη, Boring αυτό ήταν το όνομα της. Ίδιες οι ημέρες, ίδια πράγματα συνέβαιναν κάθε μέρα, ίδιοι καυγάδες στις καθωσπρέπει οικογένειες, ίδιοι άνθρωποι έπιναν στην pub το βράδυ μέχρι να χτυπήσει το καμπανάκι, ίδιες συζητήσεις στις επισκέψεις, ίδιο μαλλί όλες οι γυναίκες στο κομμωτήριο. Ίδια η φάτσα του ταχυδρόμου, όταν του άνοιγες για να σου δώσει το γράμμα. Όλα τόσο ίδια, που αν ζούσες μια μέρα, ήταν το ίδιο σαν να ζούσες 365 μέρες.
Γιατί είχε σημασία για τον Χάρυ το Σαββατοκύριακο; Γιατί το Σαββατοκύριακο στο απέναντι σπίτι ερχόταν η Παμ. Κάθε Σαββατοκύριακο. Και η Παμ θα έκανε την διαφορετικότητα να ντρέπεται. Ήταν τόσο διαφορετική, τόσο διαφορετικά όμορφη, τόσο ενθουσιώδης και τόσο αληθινή, που δεν χωρούσε ούτε στην κατηγορία διαφορετική. Ποιος ενδιαφέρεται στην τελική για κατηγορίες;
Ο Χάρυ ζούσε με τον Γκίλιαμ. Ο Γκίλιαμ ήταν ο πατέρας του. Αλλά μπορεί και όχι. Στην πόλη όλοι αποκαλούν τον Γκίλιαμ πατέρα του Χάρυ. Κάποιοι άλλοι λέγαν απλά ότι ο Γκίλιαμ έμενε μαζί με τον Χάρυ. Όπως και να έχει, ο πατέρας δεν φέρεται έτσι. Ο καλός πατέρας. Ο Γκίλιαμ ήταν γνωστό ότι έπινε. Κάθε βράδυ έπινε. Και όταν γυρνούσε σκνίπα στο σπίτι ξυλοφόρτωνε τον Χάρυ. Είχε γίνει συνήθεια. Όπως λένε το δελτίο των 8. Έτσι λένε και για τον ξύλο του Χάρυ. Κάθε μέρα ξύλο στις 12 το βράδυ. Εκτός από τα Σαββατοκύριακα. Τότε έπινε τόσο πολύ που έπεφτε ξερός στο πάτωμα. Τόσο πολύ λιάρδα ήταν. Έτσι δεν υπήρχε χρόνος να δείρει τον Χάρυ.
Αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος που ήταν χαρούμενος ο Χάρυ τα Σαββατοκύριακα. Αυτός και η Παμ. Να δύο λόγοι για να συνεχίσεις να ζεις σε αυτή την βρωμοπόλη. Γιατί ο Χάρυ τα Σαββατοκύριακα δεν έτρωγε ξύλο. Ήταν η άνοιξη του στην βαρυχειμωνιά. Ήταν και η Παμ που την έβλεπε κλεφτά πίσω από το δέντρο στο κήπο. Που προσπαθούσε να νοιώσει την ζεστασιά της, περνώντας κάτω από το ανοιχτό παράθυρο. Που η ψυχή του ήταν πιο ανάλαφρη και λιγότερο πονεμένη.
Επουλώνεται μία ψυχή μετά από πέντε μέρες ξύλο; Δεν επουλώνεται. Όμως ξέρει και αναγνωρίζει την ομορφιά. Ξέρει και χαίρεται την ομορφιά. Είναι κοινό μυστικό αυτό. Όσοι έχουν πονέσει στην ζωή τους, ξέρουν να αναγνωρίζουν πιο εύκολα την ομορφιά. Αυτοί που την βλέπουν πιο σπάνια, είναι αυτοί που δεν υπήρξε τίποτα να τους εμποδίσει να την δουν να την αισθανθούν. Γιατί οι εκπαιδευμένες ψυχές μπορούν να δουν την ομορφιά. Οπουδήποτε. Ακόμα και σαν την λαμπρή αντανάκλαση του ήλιου στα βρωμερά λασπόνερα.
~~
Όμως εκείνο το Σαββατοκύριακο δεν ήταν σαν τα άλλα τα φωτεινά. Ο Χάρυ έμαθε ότι η Παμ δεν θα ξανάρθει. Το έμαθε από τις συζητήσεις που άκουγε από το ανοιχτό παράθυρο. Γιατί οι άνθρωποι φωνάζουν όταν μιλάνε. Λένε φωναχτά ότι συμβαίνει σε αυτή την μονότονη πόλη.
Και έτσι έμαθε ότι η Παμ πέθανε. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε.
Μα την ήξερε ο Χάρυ; Όχι. Μιλήσανε ποτέ; Όχι; Κάναν βόλτα στον δρόμο κοντά έτσι που η ανάσα του ενός να αγγίζει την ανάσα του άλλου; Κοίταξαν παρέα τον ουρανό μαζί; Καθρεφτίστηκαν στα καθρεφτάκια των αυτοκινήτων; Τρέξανε στα φανάρια πριν γίνουν κόκκινο μαζί για να προλάβουν να περάσουν; Όχι.
Όμως ο Χάρυ ήταν ευτυχής που έβλεπε την Πάμ. Ήταν ευτυχής όταν συναντιόνταν τυχαία στο δρόμο και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Ήταν ευτυχής όταν την άκουγε από το ανοιχτό παράθυρο του απέναντι σπιτιού; Έφτανε αυτό. Μέχρι τότε έφτανε.
Ο Χάρυ σχεδίαζε να την γνωρίσει. Σχεδίαζε να την πλησιάσει μια μέρα, όταν θα την έβρισκε στρίβοντας από την γωνία του δρόμου. Σε μία από τις βόλτες του.
Θα της έλεγε γεια σου. Δεν με ξέρεις μένω στο απέναντι σπίτι. Θέλεις να περπατήσουμε μαζί ως την άκρη της πόλης. Θέλεις να φάμε μούρα από τις μουριές του αυτοκινητόδρομου; Θέλεις να περπατήσουμε ανάμεσα στα κίτρινα καλαμπόκια των χωραφιών; Θέλεις να μετρήσουμε το βράδυ τα αστέρια κι ας βγάλουμε σπυράκια;
Και κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πίστευε πως ο χρόνος είναι απεριόριστος. Αλλά ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Συχνά δεν δίνει σημασία στην ομορφιά. Και δίνει παράταση στην ασκήμια.
Έμαθε ο Χάρυ ότι η Πάμ πέθανε. Και ήταν απαρηγόρητος. Τώρα δεν θα περίμενε αγωνιωδώς τα σαββατοκύριακα. Τι σημασία που δεν έτρωγε ξύλο τα σαββατοκύριακα, αν δεν ήταν να δει την Παμ; Τώρα ξαφνικά του φαινόταν πολύ σκληρό το πεπρωμένο του. Όχι ότι ήδη δεν ήταν. Ήταν και παρά ήταν μέσα από τις βίαιες Δευτέρες, Τρίτες, Τετάρτες, Πέμπτες, Παρασκευές.
Αλλά τώρα ήξερε ότι δεν είχε κάτι να ονειρεύεται. Κάτι που να καθησυχάζει το μυαλό του και την ψυχή του, αλλά και το πονεμένο σώμα του και να τον κάνει να ονειρεύεται.
Έτσι ήλθε η Δευτέρα μετά τον θάνατο της Παμ. Μια βίαιη Δευτέρα, που κάθε αθώα ύπαρξη που είναι άτυχη σε αυτόν τον κόσμο, θα υποφέρει. Και δεν θα κάνει κάτι γι αυτό γιατί δεν ξέρει τι να κάνει. Και δεν έχει κανένα σύμμαχο. Και δεν έχει που να πάει. Και πρέπει να αποδέχεται το σκληρό πεπρωμένο της.
Έτσι ξημέρωσε αυτή η Δευτέρα. Ο Γκίλιαμ πήγε στην δουλειά, οδηγός λεωφορείου ήταν ο Γκίλιαμ. Ήταν μία βίαιη Δευτέρα, η μέρα που θα γύριζε στο σπίτι ανοίγοντας κάτι βρωμερές κονσέρβες για να φάει αυτός και ο Χάρυ ήταν η μέρα, όπως κάθε μέρα και ως τώρα στην ζωή του θα πήγαινε όταν βράδιαζε στην pub και μετά θα επέστρεφε σπίτι, αρκετά μεθυσμένος, όχι τόσο για να πέσει ξερός στο πάτωμα, έτσι μπορούσε να ξυλοφορτώσει τον Χάρυ για να βγάλει όλη την κακία του σιχαμερού εαυτού του. Ήταν λοιπόν μια βίαιη Δευτέρα.
Ο Χάρυ άκουσε την πόρτα που άνοιξε. Ήταν λαχανιασμένος ο Γκίλιαμ. Μύρισε το αλκοόλ στην ανάσα του. Τα βήματα του ήταν βαριά. Το σώμα του ίσα που τον σήκωνε. Παραπατούσε βέβαια. Όχι τόσο ώστε να πέσει ξερός. Έπρεπε να εκτονώσει την βία της σιχαμένης του ψυχής. Γι’ αυτό έψαχνε τον Χάρυ. Τον έψαχνε μέσα στο σπίτι. Άρχισε να τον φωνάζει ενώ φόρτωνε από την μανία του να τον χτυπήσει.
Ήταν ένα κτήνος ο Γκίλιαμ. Δεν είχε συναισθήματα. Ήταν ένα σκουπίδι. Ένα απόβρασμα. Έπρεπε να είχε λιώσει σαν έντομο κάτω από το παπούτσι ενός περαστικού. Όμως δεν έγινε ποτέ. Γιατί αυτή η πόλη δεν νοιαζόταν. Ούτε για το αν υπάρχουν Γκίλιαμ που φέρονται βάναυσα και απάνθρωπα, ούτε αν υπάρχουν Χάρυ που δέχονται όλη αυτή την αναίτια βία. Ήταν μία πόλη αδιάφορη. Για κάθε ύπαρξη.
Ο Γκίλιαμ μόλις βρήκε τον Χάρυ. Τον βρήκε κρυμμένο πίσω από την πολυθρόνα. Ήταν ένα παιχνίδι που παιζόταν κάθε βράδυ. Ο Χάρυ κρυβόταν, αλλά ο Γκίλιαμ πάντοτε τον έβρισκε. Σαν το λαγωνικό που μύριζε τα ναρκωτικά. Ήταν εκπαιδευμένος στο να κυνηγάει το θήραμα του. Και στην πιο μεγάλη στιγμή αδυναμίας του να βγάζει πάνω του όλη την κακία και μιζέρια της άχρηστης ζωής του, αυτό το θλιβερό παράσιτο που έτυχε να είναι άνθρωπος.
Ο Χάρυ είδε τον Γκίλιαμ να τον πλησιάζει. Είδε το παραμορφωμένο από κακία πρόσωπο του. Είδε το βαρύ του χέρι να σηκώνεται ψηλά προς το νταβάνι και να κατεβαίνει πάνω του με μανία και να τον χτυπάει. Αφού έφαγε το πρώτο χτύπημα, είδε τον βασανιστή του να μουγκρίζει από ευχαρίστηση σαδιστικά. Μετά τον είδε να τον κλωτσάει με το πόδι του. Μετά τον είδε να ξανασηκώνει αυτό το ελεεινό χέρι να τον ξαναχτυπήσει. Το χέρι πήγε ψηλά. Το είδε να κατεβαίνει πάλι με μανία προς το σώμα του ο Χάρυ.
Ένας θυμός, ένας άγριος και λυσσασμένος θυμός, ξεχείλισε με μεγάλη ορμή μέσα από τον Χάρυ, έγινε ουρλιαχτό, έγινε δύναμη που τον έκανε σχεδόν να αναπηδήσει πάνω από το έδαφος, εκσφενδονίστηκε ψηλά σαν να απέκτησε ξαφνικά αλλόκοτη δύναμη και ορμή και πέταξε τον Γκίλιαμ στο πάτωμα. Και ενώ έπεσε το κτήνος κάτω, τότε ο Χάρυ βρέθηκε πάνω του και του κατάφερε μία τρομερή δαγκωνιά στο λαιμό. Σφήνωσε τα δόντια του δαγκώνοντας τον φριχτό του λαιμό. Και εκεί ακινητοποίησε τον Γκίλιαμ. Και τον δάγκωσε και τον ξαναδάγκωσε μέχρι να πάψει να τινάζεται από τον τρόμο και τον πόνο το σώμα του. Σε λίγο ο Γκίλιαμ είχε πια πεθάνει.
Ήταν μία βίαιη Δευτέρα. Ήταν η Δευτέρα όμως της εκδίκησης του Χάρυ. Ήταν η μέρα που ξέσπασε η βία της εκδίκησης. Ήταν η μέρα που ξεπλήρωσε όλες εκείνες τις ανελέητες Δευτέρες του δυστυχισμένου Χάρυ.
Όταν ήταν πλέον πεθαμένος ο Γκίλιαμ, ο Χάρυ βγήκε στον δρόμο. Ήταν ήρεμος. Ήταν ήρεμος και η ψυχή του ήταν ανάλαφρη. Η αλυσίδα που είχε κάθε μέρα στα πόδια του, αυτή που τον εμπόδιζε να βαδίσει, είχε σπάσει. Άρχισε να τρέχει. Άρχισε να τρέχει νοιώθοντας τον αέρα να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Και ενώ έτρεχε άρχισαν από το στόμα του να βγαίνουν κραυγές. Τι ήταν αυτές οι κραυγές δεν ήξερε. Γιατί ο Γκίλιαμ δεν τον άφηνε να κάνει κανέναν θόρυβο. Με την απειλή μεγάλης τιμωρίας. Τώρα επιτέλους ελευθερώθηκε η φωνή του.
Ένα αμάξι ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Ήταν ο ιδιοκτήτης της pub που πήγαινε ο Γκίλιαμ, ο Άνταμ. Ήταν η ώρα που γυρνούσε σπίτι του. Έμενε δύο τετράγωνα πιο κάτω από τον Γκίλιαμ και τον Χάρυ. Είδε μία φιγούρα να περνά αστραπιαία από μπροστά του. Προσπάθησε να δει τι γίνεται μέσα στο σκοτάδι. Και διέκρινε τον Χάρυ. Τον είδε να τρέχει. Με μεγάλη ταχύτητα. Τι να κάνει ο Χάρυ τέτοια ώρα μέσα στο δρόμο σκέφτηκε. Σε λίγο τον έχασε από το οπτικό του πεδίο. Αλλά τον άκουγε ακόμα. Τον άκουγε να γαβγίζει δυνατά μέσα στην νύχτα.
Αλλά δεν ήξερε ο Άνταμ ότι αυτή ήταν κραυγή ελευθερίας ενός δυστυχισμένου τετράποδου που απαλλάχθηκε από το μοχθηρό αφεντικό του. Εκείνη την νύχτα κάτι άλλαξε σε αυτή την μίζερη πόλη που όλα πάντα ήταν ίδια και απαράλλαχτα κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Ήταν η νύχτα που ένα πλάσμα ήταν πια διαφορετικό πια σε αυτή την πόλη, που όλα ήταν ίδια για τόσα πολλά χρόνια, που κανείς δεν θυμάται.
Δεν ήταν πια η Βαρετή πόλη. Είχε κάτι αλλάξει για πάντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Δήμητρα Διαμαντοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Μπορείτε να βρείτε κι άλλες Murder Ballads εδώ