«Ο ταλαίπωρος ποιητής έριξε μια ματιά ολόγυρα. Πραγματικά βρισκόταν στην τρομερή Αυλή των Θαυμάτων όπου ποτέ τίμιος άνθρωπος δεν είχε μπει τέτοια ώρα. Επρόκειτο για έναν κύκλο μαγικό, όπου οι αξιωματούχοι του Σατελέ και οι αστυνόμοι του Δικαστηρίου που το διακινδύνευαν να εισχωρήσουν, γίνονταν κομματάκια. Η πόλη των κλεφτών, μια αποτροπιαστική κρεατοελιά στο πρόσωπο του Παρισιού, ένας βόθρος από όπου ξέφευγε κάθε πρωί και όπου ξαναγύριζε να κατασταλάξει τη νύχτα αυτό το βρομερό ρυάκι αισχρότητας, ζητιανιάς και αλητείας που πάντα ξεχειλίζει στους δρόμους των πρωτευουσών, μια τερατώδης κυψέλη όπου ξαναμαζεύονταν το βράδυ μαζί με τη λεία τους, όλοι οι κηφήνες της κοινωνίας, ένα άσυλο του ψεύδους, όπου ο γύφτος, ο διωγμένος από την εκκλησία καλόγερος, ο παραστρατημένος φοιτητής, τα καθάρματα όλων των εθνών- Ισπανοί, Ιταλοί, Γερμανοί- κι όλων των θρησκειών –Εβραίοι, χριστιανοί, μωαμεθανοί, ειδωλολάτρες- που ζητιάνευαν την ημέρα γεμάτοι ψεύτικες πληγές μεταμορφώνονταν τη νύχτα σε ληστές. Με δυο κουβέντες, ένα απέραντο βεστιάριο όπου ντύνονταν και ξεντύνονταν εκείνη την εποχή όλοι οι ηθοποιοί αυτής της αιώνιας κωμωδίας που παίζουν στα λιθόστρωτα του Παρισιού, η κλεψιά, η πορνεία και το έγκλημα».
Με τα λόγια αυτά ο Βίκτωρ Ουγκώ περιέγραφε κάποτε το σκοτεινό κόσμο και την κοινωνική πραγματικότητα του μεσαιωνικού Παρισιού στο οποίο δέσποζε ο ναός της Παναγίας των Παρισίων. Στο Παρίσι εκείνης της εποχής, μιας φεουδαρχικής κοινωνίας βυθισμένης στο σκοτάδι της φτώχειας και στο βούρκο της ανθρώπινης εξαθλίωσης και της ηθικής και πνευματικής προκατάληψης ο ναός της Παναγίας των Παρισίων με το γοτθικό ρυθμό της, τον όγκο της και τις μυστηριακές και αποτρόπαιες μορφές και αγάλματα που κοσμούσαν τα καμπαναριά της αποτελούσε μια απτή, υλική έκφανση του επιβλητικού και σκοτεινού χαρακτήρα της εποχής.
Γεννημένος το 1802 στη Μπεζανσόν της Γαλλίας ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του γαλλικού ρομαντισμού, ένας πολυγραφότατος συγγραφέας του οποίου τα έργα επρόκειτο να μείνουν κλασσικά διαθέτοντας μια πανανθρώπινη και οικουμενική διάσταση και ένας φλογερός δημοκράτης που εξέφρασε μέσα από το έργο του την αντίθεση του προς τις κοινωνικές αδικίες της εποχής του.
Ήδη από την παιδική του ηλικία ο Βίκτωρ Ουγκώ θα βιώσει τις ραγδαίες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής του που συνόδευσαν τη Γαλλική Επανάσταση την άνοδο στην εξουσία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη ( ο πατέρας του ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα και δημοκρατικός ενώ η μητέρα του φιλομοναρχική και ευσεβής καθολική) και θα επηρεαστεί βαθιά από το κίνημα του γαλλικού ρομαντισμού και ιδιαίτερα από τον Φρανσουά Ρενέ Ντε Σατωμπριάν.
Από πολύ νεαρή ηλικία ο Βίκτωρ Ουγκώ θα αρχίσει να γράφει ποίηση και θα μεταφράσει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Σε ηλικία 15 χρονών θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο από τα ποιήματα του και ενώ θα έρθει σε επαφή με τα έργα του Σαίξπηρ, το γερμανική θεατογραφία και τη δραματουργία του Σλέγκελ. Το 1826 θα εκδώσει τις Ωδές και Μπαλάντες, ένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του και το 1827 το θεατρικό έργο Κρόμγουελ που θα σημάνει τη ρήξη με το γαλλικό θεατρικό κλασσικισμό φέρνοντας στο προσκήνιο τον ρομαντισμό.
Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα τον Γ το 1851 και η αναγόρευση του σε αυτοκράτορα θα οδηγήσουν τον Ουγκώ να στραφεί εναντίον του (με τα έργα του Ναπολέων ο Μικρός και η ιστορία ενός εγκλήματος όπου υποστηρίζει το δημοκρατικό πολίτευμα) και να αναγκαστεί να καταφύγει στις Βρυξέλλες μεταμφιεσμένος σε εργάτη και μετέπειτα στο βρετανικό νησί Τζέρσευ.
Το 1870 θα επιστρέψει στη Γαλλία και θα αναδειχθεί σε βουλευτή της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και σε ισόβιο μέλος της γαλλικής Γερουσίας. Ο Βίκτωρ Ουγκώ θα υιοθετήσει τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού στηλιτεύοντας τις κοινωνικές αδικίες της εποχής του και θα πεθάνει στις 22 Μαίου του 1885 αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη λογοτεχνική κληρονομιά. Κυριότερα έργα του υπήρξαν η Παναγία των Παρισίων, Οι Άθλιοι και ο Άνθρωπος που γελά, μια πολιτική σάτιρα που σατιρίζε την παρακμή της γαλλικής πρώην αριστοκρατικής τάξης.
Στο έργο του «Η Παναγία των Παρισίων», έργο που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1831 και το οποίο υπήρξε ένα έργο ορόσημο για το γαλλικό ρομαντισμό, ο Βίκτωρ Ουγκώ περιγράφει με επίκεντρο την Παναγία των Παρισίων τη μεσαιωνική κοινωνία της περιόδου ακμής της γοτθικής τέχνης τον 15ο αιώνα και ενός ρομαντικού ιστορικού και πολιτισμικού παρελθόντος τα ίχνη του οποίου κινδύνευαν στην εποχή του να εξαφανιστούν για πάντα. Μέσα σε μια εποχή πνευματικής και ηθικής κατάπτωσης, κοινωνικής φτώχειας και εξαθλίωσης και αυστηρών θρησκευτικών παραδόσεων οι ηθικές αξίες αντιπροσωπεύονται από ήρωες του περιθωρίου: την τσιγγάνα Εσμεράλδα χορεύτρια των δρόμων και τρόφιμη της Αυλής των Θαυμάτων και από τον τερατόμορφο κωδωνοκρούστη Κουασιμόδο.
Στα σκαλιά της Παναγίας των Παρισίων, του εμβληματικού ναού της πόλης του Παρισιού, τα ανθρώπινα πάθη και το δράμα των ηρώων που καταδιώκονται από τον αρχιδιάκονο Κλαύδιο Φρολό και από την κοινωνία της εποχής που στο πρόσωπο του Κουασιμόδου απορρίπτει την κοινωνική διαφορετικότητα θα φέρουν στο προσκήνιο μια σκοτεινή εποχή κοινωνικής προκατάληψης, φτώχειας και ηθικής παρακμής που φωτίζεται όμως από τη νοσταλγική λάμψη του λογοτεχνικού ρομαντισμού και της αναζήτησης της πολιτισμικής κληρονομιάς μιας άλλης εποχής.
Με τον τρόπο αυτό ο Βίκτωρ Ουγκώ θα καταφέρει να στρέψει το ενδιαφέρον και την προσοχή του κοινού της εποχής του στη συντήρηση του ναού της Παναγίας των Παρισίων, του αιωνίου αυτού συμβόλου της πόλης του Παρισιού. Το νοσταλγικό φως που αχνοφέγγει στην Παναγία των Παρισίων και ο ήχος από τις καμπάνες του καμπαναριού της καταφέρνουν έτσι να θυμίζουν ότι «ακόμα και η σκοτεινότερη νύχτα θα τελειώσει και ο ήλιος θα ξεπροβάλλει ξανά!»