Περίπου 90 χρόνια πέρασαν από τότε που πέθανε σε μυστηριώδεις συνθήκες και σε ηλικία μόλις 36 ετών ο “ποιητικός έφηβος”, όπως τον είχε πει ο Πέτρος Ανταίος[2], της μεγαλύτερης επανάστασης του 20ου αιώνα. Μιας επανάστασης που τον συνεπήρε από μικρή ηλικία, όταν 13 μόλις χρονών κι έχοντας χάσει τον πατέρα του άφησε την πατρίδα του τη Γεωργία και εγκαταστάθηκε μαζί με μητέρα και τα αδέρφια του στη Μόσχα.
“Ο ποιητής – της οικουμένης οφειλέτης πάντα είναι, πληρώνοντας πρόστιμα και τόκους για τους καημούς”[1]
Ο “Βλαδίμηρος”, όπως τον αποκαλούσαν με τρυφερότητα οι αναγνώστες του στην Ελλάδα των εξοριών και των κυνηγημένων, συνελήφθη σε μικρή ηλικία για επαναστατική δραστηριότητα. Εκεί, “η ποίηση και η επανάσταση έγιναν ένα μέσα στο κεφάλι” του[3]. Έγραψε τα πρώτα του ποιήματα μέσα στο κελί του.
Ήταν καταλυτική αυτή η στιγμή για τον Μαγιακόφσκι. Βγαίνοντας έξω από τη φυλακή, ξεκίνησε σπουδές στη ζωγραφική, και καλλιέργησε το ποιητικό του ταλέντο.
Καβάλησε το κύμα του Φουτουρισμού, ενός κινήματος που απέρριψε τα παραδοσιακά στοιχεία της ρωσικής ποίησης για χάρη του πειραματισμού, και στήριξε τις ελπίδες του για πρόοδο στις απεριόριστες δυνατότητες για εξέλιξη που υποσχόταν – και υπόσχεται – η τεχνολογία.
Ανέπτυξε ένα μοναδικό, δυναμικό αγορευτικό ύφος, χρησιμοποιώντας γλώσσα του δρόμου και παραθέτοντας τους στίχους του σε ακανόνιστες γραμμές.
Η Ρώσικη επανάσταση τον ενέπνευσε και την υπηρέτησε με πάθος. Ζωγράφισε αφίσες αγκιτπρόπ για λογαριασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος, έγραψε στίχους τόσο για το κράτος όσο και για τις μεγάλες στιγμές της επανάστασης (όπως το επικό ποίημα του για την αρρώστια και το θάνατο του Λένιν) και επιμελήθηκε το περιοδικό του Αριστερού Μετώπου των Τεχνών (ЛЕФ), του οργανισμού των αβάν-γκαρντ Σοβιετικών καλλιτεχνών.
Ο Μαγιακόφσκι είχε τέτοια διάθεση για ενασχόληση με τα κοινά, που έγραψε ακόμα και παιδικά ποιήματα σε ελεύθερο, σχεδόν άναρχο ύφος, που τα ενθάρρυναν να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα και να κάνουν ό,τι αυτά ήθελαν με τη ζωή και την εργασία τους[4].
Αναπόφευκτα, απέκτησε τρομερή δημοφιλία – σε βαθμό που μπορούσε να απολαμβάνει ανήκουστες για τους περισσότερους Σοβιετικούς ελευθερίες, όπως τη δυνατότητα να ταξιδεύει ελεύθερα σε χώρες του εξωτερικού όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και το Μεξικό.
Ωστόσο, ο Μαγιακόφσκι παραήταν επαναστατικός – ακόμα και για τα δεδομένα της επανάστασης. Η ασταμάτητη επικριτική και καυστική του δουλειά – που συχνά είχε ως αντικείμενο την γραφειοκρατία και τη συντήρηση – τον έκανε ιδιαίτερα αντιπαθή τόσο σε πολλούς γραφειοκράτες, όσο και στους υπόλοιπους ποιητές. Ήταν τέτοια η αντιπάθεια πολλών ποιητών προς το πρόσωπό του, που μετά το θάνατο του το 1930 προσπάθησαν να ακυρώσουν την έκδοση των έργων του και να απαγορεύσουν την αναφορά στο όνομα του.
Κάπου εκεί, λέγεται, ότι ο Μαγιακόφσκι πέθανε για δεύτερη φορά. Όχι επειδή κατάφεραν να απαγορεύσουν τα έργα του οι ποιητές του Συνδέσμου Προλετάριων Συγγραφέων, αλλά αντιθέτως επειδή ο Στάλιν, ακυρώνοντας τις προσδοκίες τους και αποκαλώντας τον Μαγιακόφσκι τον πιο ταλαντούχο Σοβιετικό ποιητή, τον έκανε σύμβολο της ΕΣΣΔ, έδωσε το όνομα του σε σταθμούς και πλατείες, και τον επέβαλε σχεδόν με το ζόρι, “όπως είχε επιβάλει κάποτε τις πατάτες η Μεγάλη Αικατερίνη”[5]. Και κάπως έτσι ο Μαγιακόφσκι έγινε αντιπαθής τόσο στους ποιητές της εποχής του, όσο και στους Ρώσους εμιγκρέδες και ακαδημαϊκούς της εποχής του Στάλιν, που τον θεώρησαν σύμβολο του καταπιεστικού Σοβιετικού καθεστώτος.
Το μεγαλείο του Μαγιακόφσκι, ωστόσο, υπερέβη τα μποϊκοτάζ των Σοβιετικών λογοτεχνών και τη συσχέτιση με το καθεστώς του Στάλιν. Κι αυτό επειδή ο Μαγιακόφσκι παρέμεινε επαναστάτης ακόμα και μετά το τέλος της επανάστασης. Επειδή χρησιμοποίησε λαϊκή γλώσσα, αψηφώντας την κυρίαρχη – μέχρι και σήμερα σε ένα βαθμό – ακαδημαϊκή προσέγγιση της ποίησης, δημιουργώντας ποίηση προσιτή και διαχρονική. Επειδή ύμνησε τη ζωή όσο λίγοι, και την αγάπησε τόσο που την τελευταία του χρονιά στη ζωή, έχοντας ήδη μάλλον πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει, υπενθύμιζε στους αναγνώστες του ότι “μέσα από τη λήθη θα αναδυθούν φάσματα λέξεις σαν κι αυτές: πορνεία, φυματίωση, αποκλεισμός”.
Είναι πολύ δύσκολο να ακουστεί κανείς πιο επίκαιρος και γνήσιος από το Μαγιακόφσκι. Γι’ αυτό και ο Μαγιακόφσκι έγινε τόσο αγαπητός ανά τον κόσμο. Γι’ αυτό και ο Θάνος Μικρούτσικος, στην “Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι” του 1976, μας υπενθύμιζε: “μη λησμονήσετε να μνημονεύσετε τον ποιητή μας Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι που πριν από 46 χρόνια μίσεψε μακριά μας”.
Γι’ αυτό και 88 χρόνια μετά τον θάνατο του οι στίχοι του διαβάζονται σαν να γράφτηκαν για τους σημερινούς γραφειοκράτες. Γι’ αυτό και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γράψουμε δύο έστω γραμμές, σαν λουλούδια στην πόρτα του σπιτιού του στην οδό Λουμπιάνσκι.
[2] Πέτρος Ανταίος (επιμέλεια/ μετάφραση), “Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι”, Οδυσσέας, 2001.
[3] “Стихи и революция как-то объединились в голове”, https://az.lib.ru/m/majakowskij_w_w/text_0420.shtml.
[4] https://www.lib.uchicago.edu/e/webexhibits/sovietchildrensbooks/mayakovsky.html
[5] https://www.michaelscammell.com/news/enough-of-this-mayakovskery/