Από την Άννα Κουρουπού
Πίστευα και κάποιες στιγμές ακόμη υπάρχει σαν σκέψη, πως η κοινωνική κρίση που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, θα μας έκανε να σκύψουμε λίγο –λίγο ρε αδερφέ- το κεφάλι κάτω και να συλλογιστούμε τι κάναμε λάθος. Ποια λάθη κάναμε, ποια μονοπάτια διαλέξαμε ή τα αφήσαμε στην άκρη γιατί μας πλάνεψαν τα φώτα των μεγάλων λεωφόρων. Ποια βαριά αρώματα έκρυβαν τη δυσωδία που τόσο εύστοχα ήταν κρυμμένη σε διπλά υπόγεια.
Νόμισα πως αυτό το λούκι που περνάμε ως οντότητες και ως κοινωνία , θα μας οδηγούσε σε πιο καθαρά νερά. Με κόστος μεν αλλά το κέρδος θα ήταν η διαύγεια. Η κάθαρση. Όχι μόνο των άλλων, μα και η δική μας. Αυτό το ρεύμα που μας παρέσυρε στην κυριολεξία τελικά μας ξέρασε σε ένα βούρκο. Και ο βούρκος μόνο καθαρότητα δεν έχει. Λάσπη και μικρόβια. Και όπως βγαίναμε από εκεί παραπαίοντες από το βάρος του οχετού, κουβαλήσαμε μαζί μας ότι εκεί βρήκαμε. Και το πήραμε μαζί μας. Στα σπίτια μας, στα αυτοκίνητα μας, στη δουλειά μας. Έγινε ένα με το δέρμα μας. Δεύτερο πετσί.
Σχεδόν κανένας δεν κοιτάει πια τον καθρέφτη του. Τη ζωή του. Μόνο αυτοί που ζουν εκεί που ζούσαν. Στη νιρβάνα. Αυτούς που δεν τους άγγιξε τίποτα από αυτή τη λαίλαπα. Που τους ενδιαφέρει μόνο να περνούν καλά. Θα μου πεις, που είναι το κακό; Όλοι αυτό δεν θέλουμε; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν μια πισίνα έχει την ίδια αξία με αυτή που είχε πριν. Δεν ξέρω αν η Μύκονος ή η Σαντορίνη έχει την ίδια αίγλη για τους ίδιους, γνωρίζοντας πλέον τι συμβαίνει παραδίπλα. Αυτό δεν το ξέρω. Δεν ξέρω πόση ευτυχία κρύβει ένα χαμόγελο γεμάτο υαλουρονικό οξύ πάνω σε κάποιο κότερο. Είναι στάση ζωής και αυτό βέβαια. Να δείχνεις ευτυχισμένος γιατί τα έχεις όλα. Τα έχεις όμως;
Αυτό που βλέπω είναι ερημιά ψυχής. Απρόσωπα πρόσωπα. Και όσα έχουν την ευχέρεια να εκφραστούν βγάζουν κακία, ζήλια, φθόνο. Δεν τους αφορά η δική τους ανυπαρξία. Όχι. Αρκεί οι τριγύρω να είναι πιο δυστυχισμένοι ή απλά δυστυχείς. Έχει μια ηδονή η λάσπη , όταν μπει στο αίμα. Βλέπουν χαμόγελα από κάποιους και τους θεωρούν τρελούς. Τους κοιτούν επίμονα έτοιμοι να ψάξουν να βρουν αφορμή για να ορμήξουν. Να αρμέξουν , να τσακίσουν, να χαρούν από τον πόνο του άλλου. Δεν χωράει η ψυχή τους την ευτυχία. Η ευτυχία –η όποια ευτυχία των άλλων- είναι η δική τους δυστυχία. Γέμισε ο κόσμος με τέτοιου είδους ζόμπι. Στις πλατείες, στο μετρό, ειδικά εκεί. Που την ώρα της υποχρεωτικής ακινησίας τα μάτια λένε ολόκληρες ιστορίες. Δεν τον νοιάζει αν βρωμάει η μασχάλη του από την απλυσιά. Τον ενδιαφέρει το φουστάνι της απέναντι που υποψιάζεται ότι είναι από κινέζικο μαγαζί, γιατί προφανώς το έχει δει και ο ίδιος εκεί με τη γυναίκα του.
Δεν την νοιάζει αν είναι πουτάνα στην ψυχή, την ενδιαφέρει αν η άλλη φέρεται ως πόρνη. Για να έχει κάτι να προσάψει. Να κρύψει το δικό της καημό.Το χάλι της. Μου λένε, πάντα έτσι ήταν οι άνθρωποι.Διαφωνώ. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι. Αλλά όχι σε αυτό το βαθμό. Πίστευα πως η κατηφόρα σου δίνει την ελπίδα και τον κόπο της ανηφόρας. Έτσι έχω μάθει στα δικά μου μονοπάτια και στις δικές μου λεωφόρους.Δεν είναι βιωματικά αυτά που περιγράφω. Δηλώνω παρατηρητής. Κυκλοφορώ σε μια πόλη που με διώχνει απ τους δρόμους της. Με στέλνει σπίτι μου.
Φωτεινή ελπίδα τα χαμόγελα στα νέα παιδιά της άγνοιας κινδύνου. Στο πείσμα της ζωής που πήγαμε να τους στερήσουμε.
Υ.Γ. Να μη χαίρεσαι με τη συμφορά κανενός, γιατί η τύχη είναι κοινή και το μέλλον άγνωστο. Σόλων..