Ο Σπύρος Μαρκέτος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, γράφει στο info-war.gr αναλύοντας την πολιτική πορεία του Τσίπρα, την προσωπολατρεία που ανέπτυξε γι’ αυτόν ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την προδοσία ενός ολόκληρου λαού. Ένα ευφυέστατο κείμενο που θα συζητηθεί…
Σεβασμό στην εξουσία
Κοινό χαρακτηριστικό των αυταρχικών καθεστώτων είναι ότι αρδεύουν το πολιτικό χιούμορ. Καθώς ο λαός ξέρει ότι δεν ξεκαβαλικεύουν εύκολα εκείνοι που τού κάθησαν στο σβέρκο, η δυσφορία και η αντίσταση παίρνουν δρόμους καλυμένους, ενώ η εξουσία και τα όργανά της, αποβάλλοντας ακαριαία τον παχυδερμισμό τους, καταδιώκουν κάθε ασεβή αναφορά στον ηγέτη ή την άρχουσα κλίκα.
Στη μνημονιακή Ελλάδα ανθεί ξανά η διακωμώδηση της εξουσίας με μορφές που συνηθίζονταν τότε που κυβερνούσαν οι συνταγματάρχες. Συχνά με νέα μέσα, λέγε με ίντερνετ. Και αν παλιότερα στο στόχαστρο βρίσκονταν ο Άδωνις και ο γέρων Παίσιος, ήδη βρίσκονται ο Τσίπρας και οι αυλικοί του.
Συχνά το χιούμορ δεν κρύβει την οργή. Ένα φωτομοντάζ που άγγιξε γυμνά νεύρα δείχνει μπροστά από ένα στρατόπεδο βασανισμένων εξόριστων στη Μακρόνησο τον Τσίπρα, με απλωμένα τα χέρια προς τα πάνω, σε πόζα κάτι μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και παντοδύναμου Θεού.
Η λεζάντα τον χαρακτηρίζει ‘βουτυρομπεμπέ’· μετά τον χτεσινό βασανισμό των δεκαεφτάχρονων αναρχικών από την ΕΛΑΣ μπαίνουν και άλλες λεζάντες, λιγότερο ευγενικές.
Ο Πιτσιρίκος τονίζει το ηθικό έλλειμμα του πρώην πρωθυπουργού, το οποίο βεβαίως ορθά αποδίδει ως “κωλοπαιδισμό”, ενώ ο Αυγουστίνος Ζενάκος χρησιμοποιεί για την πρωθυπουργική μεταστροφή τον όρο «προδοσία», όχι ηθικολογικά, αλλά ως αντικειμενική στρατηγική αποτίμηση: “«προδοσία» με την έννοια της καταλυτικής εκείνης κίνησης που απολήγει στον εγκλωβισμό και στην εξουδετέρωση μιας δύναμης και που δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική παρά μόνο αν έρθει με φίλιο περίβλημα, αν είναι «από μέσα»”. Ο Γιώργος Δελαστίκ, εστιάζοντας στην κυνική και συστηματική ψευδολογία του Τσίπρα, τόν βαφτίζει Μαυρογιαλούρο της Αριστεράς. Της αριστεράς;
Δεν είναι αυτονόητο, παραμονές εκλογών να σωρεύονται πρωθυπουργικές ψυχαναλύσεις, δεν συνέβαινε πάντοτε έτσι. Οι λόγοι πολλοί, ας σταθώ μόνο σ’ έναν. Ο Τσίπρας και οι αυλικοί του, αφότου κυριάρχησαν στον Σύριζα, ακύρωσαν κάθε εσωκομματική δημοκρατία μεταβάλλοντάς τον σε εκλογικό όργανο, με βασική του αρμοδιότητα να εκτινάξει τους εκλεκτούς στα υπουργεία.
Η προσωπολατρεία, φυσιολογικό επακόλουθο τούτης της πολιτικής επιλογής, εδραιώθηκε νωρίς, δεν κρύφτηκε ποτέ, και τήν ανέχθηκαν ή στήριξαν σε βάθος χρόνου πολλοί σημερινοί διαφωνούντες. Όταν τελικά η αυλή Τσίπρα αποφάσισε τη μνημονιακή μετάλλαξη ανεξέλεγκτα από το κόμμα της, δεν έτυχε, πέτυχε. Φυσικά οι ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις αποτύπωναν τις διφορούμενες επιθυμίες μιας πολυσυλλεκτικής κοινωνικής βάσης, αλλά η μεταστροφή δεν επιβλήθηκε απ’ έξω, ήταν επιλογή της ίδιας της ηγεσίας του Σύριζα. Που φέρει την ευθύνη της. Και τήν είχε από καιρό προετοιμάσει.
Μακντόναλντ και Λαβάλ
Δεν έχει τίποτε πρωτότυπο η μεταπήδηση του Τσίπρα και των βαρώνων του απο την αριστερά στην άλλη μεριά. Ο Ράμσεη Μακντόναλντ, επικεφαλής της ολιγόμηνης κυβέρνησης των Εργατικών το 1924, έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της αριστεράς στη Βρετανία. Προλεταριακής προέλευσης, αρχικά μαρξιστής αλλά πάντοτε αβρός με τους Φιλελεύθερους, έθαψε τον μεταπολεμικό ριζοσπαστισμό των μαζών αποφεύγοντας να κάνει έστω και την παραμικρή μεταρρύθμιση. Φυσικά η λαϊκή υποστήριξη στην αριστερά καταρρακώθηκε, αλλά τα προβλήματα του καπιταλισμού δεν λύθηκαν.
Η καταλήστευση των εργαζόμενων που ακολούθησε την επάνοδο της Βρετανίας στο ευρώ εκείνης της εποχής (“κανόνας χρυσού”) έφερε την ιστορική Γενική Απεργία του 1926. Ο Μακντόναλντ, που παρέμενε επικεφαλής των Εργατικών, τήν πολέμησε σκληρά, και στη συνέχεια αγωνίστηκε να στρέψει τις ελπίδες των εργαζόμενων από τη μαζική κινητοποίηση στο κοινοβούλιο. Η απογοήτευση και η αποστράτευση που ακολούθησαν την προδοσία και την ήττα της Γενικής Απεργίας θυμίζουν την κατήφεια των εργαζόμενων μετά την καταστρατήγηση του ΟΧΙ από τον Σύριζα. Συνιστούσαν και τις δυο φορές τακτικούς στόχους των οπαδών της ταξικής συνεργασίας, όχι παράπλευρες απώλειες.
Το 1929 οι Εργατικοί ξαναπήραν την κυβέρνηση μ’ ένα ριζοσπαστικό μανιφέστο, αλλά και πάλι απέφυγαν να συγκρουστούν με το κεφάλαιο και φόρτωσαν στις πλάτες των εργαζομένων την αντιμετώπιση της Μεγάλης Κρίσης. Η ανεργία πολλαπλασιάστηκε και το επίπεδο ζωής κατέρρευσε. Το 1931 ο Μακντόναλντ συντάχθηκε ξανά με τους τραπεζίτες ενάντια στην κοινωνική βάση των Εργατικών. Όταν το κόμμα του αρνήθηκε να τόν ακολουθήσει τό διέσπασε και προκήρυξε νέες εκλογές, στις οποίες συνεργάστηκε με τα αστικά κόμματα. Χάρη στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα κέρδισε 550 έδρες έναντι 46 των Εργατικών.
Την επόμενη τετραετία ο Μακντόναλντ κυβέρνησε επικεφαλής μιας συντηρητικής κυβέρνησης ‘εθνικής ενότητας’. Κηρύσσοντας την ταξική συνεργασία καταβαράθρωσε την αριστερά κι ενίσχυσε την άνοδο του φασισμού στην Αγγλία και το εξωτερικό. Σιγά σιγά οι Εργατικοί ανασυγκροτήθηκαν με βάση τα ανεξάρτητα ταξικά συνδικάτα –τέτοια που δυστυχώς εμείς δεν έχουμε πολλά σήμερα. Ο ίδιος φυσικά εγκαταλείφθηκε από τους προδομένους συντρόφους του και δεν έγινε ποτέ δεκτός από τους αστούς. Δεν άργησε να καταρρεύσει ψυχικά, διανοητικά και σωματικά.
Ο Μακντόναλντ συνέχισε να θεωρεί τον εαυτό του αριστερό μολονότι ο αντικομμουνισμός και ο μεταρυθμισμός του τόν οδήγησαν στους κόλπους της δεξιάς. Ο γάλλος Πιέρ Λαβάλ, πολύ πιο δύσοσμος τύπος, έμοιαζε με τον Τσίπρα, πέρα από το ότι και οι δυο πρόδωσαν την αριστερά που τούς έβαλε στην πολιτική και στη βουλή, στο ότι ήταν περίφημος ‘καταφερτζής’. Αστικών καταβολών, στον Μεσοπόλεμο πλούτισε χάρη στην εξαιρετική του επιδεξιότητα, για να χρησιμοποιήσουμε έναν ευπρεπή όρο, κι έστησε μια ιδιωτική αυτοκρατορία στα μέσα ενημέρωσης. Προσχωρώντας ανοιχτά στη δεξιά, έγινε υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός τη δεκαετία του 1930.
Στη διάρκεια του πολέμου με τη ναζιστική Γερμανία ο Λαβάλ επιχείρησε να φέρει τη Γαλλία στον Άξονα ενώ ήταν υπουργός, και μετά τη συνθηκολόγηση οι γερμανοί τόν έκαναν πρωθυπουργό στο καθεστώς του Βισύ. Οργάνωσε την εξόντωση των εβραίων και τη φασιστική πολιτοφυλακή· μετά την ήττα του Άξονα δραπέτευσε στη φρανκική Ισπανία, η οποία ωστόσο τόν παρέδωσε στον ντε Γκωλ. Δικάστηκε και τουφεκίστηκε το 1945. Μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε ν’ αποτρέψει την εκτέλεσή του με κολακείες κι εκβιασμούς.
Ντε Μαν και Μουσσολίνι
Αντίθετα από τον Μακντόναλντ, τον Λαβάλ και τον Τσίπρα ο βέλγος Ανρύ ντε Μαν ήταν διανοούμενος. Από αστική οικογένεια κι εθισμένος στις αμφίβολες αρετές της πειθαρχίας, προσχώρησε μικρός στον επαναστατικό σοσιαλισμό. Προπολεμικά ανέλαβε υπεύθυνος της επιμόρφωσης των βέλγων σοσιαλιστών, ενώ στον Μεσοπόλεμο συνδέθηκε πρόσκαιρα με τους αναρχοσυνδικαλιστές Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW). Έγινε πανεπιστημιακός, δημοσίευσε λόγιες κριτικές του μαρξισμού, κι επεξεργάστηκε το Σχέδιο ντε Μαν, που υποσχόταν μια μεικτή οικονομία στηριγμένη στον οικονομικό σχεδιασμό και συζητήθηκε σ’ όλη την Ευρώπη.
Έχοντας αναδειχτεί επικεφαλής του βελγικού εργατικού κόμματος και κατόπιν οιονεί πρωθυπουργός της χώρας, ο ντε Μαν στήριξε την απόφαση του βασιλιά να τήν παραδώσει στους Ναζί. Συνέχιζε να ντύνει την πολιτική του με αριστερή φρασεολογία: «Για τις εργατικές τάξεις και για τον σοσιαλισμό, η κατάρρευση αυτού του ετοιμόρροπου κόσμου δεν είναι καταστροφή, αλλά λύτρωση». Έτσι δικαιολογώντας την υποταγή στον Χίτλερ προσπάθησε να παρασύρει τους εργαζόμενους σε μια ψευτοαριστερά ενταγμένη στη Νέα Τάξη. Μετά το τέλος του πολέμου καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία, αλλά είχε προλάβει να δραπετεύσει στην Ελβετία. Βυθισμένος στην κατάθλιψη, αυτοκτόνησε το 1953.
Η ελπίδα της ιταλικής αριστεράς πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ονομαζόταν Μπενίτο Μουσσολίνι. Δεν ήταν καθόλου η καρικατούρα που πολλοί έχουν στο νου τους. Όσον αφορά τα προσωπικά χαρακτηριστικά, η διαφορά του από τον Τσίπρα ήταν πως ο Μουσσολίνι είχε διανοητική καλλιέργεια –ψυχικά ήταν άξεστος. Από πολιτική άποψη, δεν είχε λιγότερα εύσημα αριστεροσύνης από τον Τσίπρα. Στο φασιστικό εγχείρημα τόν ακολούθησαν αναρίθμητοι τέως αριστεροί, από αναρχοσυνδικαλιστές και μετριοπαθείς σοσιαλιστές μέχρι πρωτοποριακοί καλλιτέχνες και δυσκοίλιοι διανοούμενοι, οι οποίοι πάντως δεν συγκρίνονταν με τους δοκησίσοφους που σήμερα φορτώνουνε τις στήλες της Αυγής. Η μεταπήδηση όλων αυτών από την αριστερά στην άκρα δεξιά, και πάλι αντίθετα από τους τσιπρικούς, δεν έγινε από απλή ευκαιριοθηρία αλλ’ απαντούσε σε ουσιαστικά πολιτικά προβλήματα, τα οποία επί χρόνια συζητούνταν αναλυτικά κι εμπεριστατωμένα.
Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν ο φασισμός, ο οποίος κατέληξε όπως ήταν φυσικό να καταλήξει. Ωστόσο πολλοί σοσιαλιστές δυσκολεύτηκαν για χρόνια να καταλάβουν ότι το κίνημα του παλιού συντρόφου τους αντιστρατευόταν τις δικές τους προσδοκίες. Παρόμοια η προδοσία της αριστεράς από την ηγεσία του Σύριζα προκαλεί ως σήμερα τη ‘γνωσιακή ασυμφωνία’ που είχε περιγράψει ο Φραντς Φανόν, δηλαδή το επώδυνο συναίσθημα που φέρνει μια σύγκρουση της χειροπιαστής εμπειρίας με τις βαθειά ριζωμένες πεποιθήσεις μας, το οποίο συχνά μάς οδηγεί σε άρνηση της πραγματικότητας. Εξορθολογικεύουμε, παραμερίζουμε, ή ακόμη και απορρίπτουμε τα εμπειρικά δεδομένα τα οποία συγκρούονται με τις έτοιμες ιδέες μας. Κάποιοι εξακολουθούν να θεωρούν τον Τσίπρα αριστερό ακόμη και αν μιλά και φέρεται σαν ακροδεξιός.
Δεξιός ή ακροδεξιός;
Ο Τσίπρας και το επιτελείο του προσχώρησαν στην ακροδεξιά από τότε που συμφώνησαν να προωθήσουν τη μνημονιακή πολιτική, η οποία μόνον ακροδεξιά μπορεί να χαρακτηριστεί για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον, ότι επιδιώκει μια ακραία και αναντίστρεπτη μεταφορά πόρων και δύναμης από τους πολλούς στους πολύ λίγους. Και δεύτερον, ότι δεν παράγεται δημοκρατικά και ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί σε στοιχειωδώς δημοκρατικό πλαίσιο. Το τσαλαπάτημα του ΟΧΙ, ο αντισυνταγματικός τρόπος που ψηφίστηκε το Μνημόνιο Σύριζα, η εσπευσμένη προκήρυξη εκλογών χωρίς ουσιαστική δυνατότητα κυβερνητικής επιλογής, και ο ερχομός του ολλανδού γκαουλάιτερ δεν είναι παρά μόνον η αρχή. Η εφιαλτική καθημερινότητα σύντομα θα κάνει να τό αναγνωρίσουν και οι πλέον δύσπιστοι αυτό.
Επιπλέον η συμφιλίωση με τον αυταρχισμό του κεφαλαίου έχει βαθειές ρίζες στον Σύριζα. Για παράδειγμα, τo αν θα τιμωρηθούν ή όχι οι αστυνομικοί δράστες των νέων μαζικών βασανισμών θα δείξει αν ήταν πολιτική επιλογή ή απλή αβλεψία ότι οι ‘θα τούς ταράξουμε στη νομιμότητα’ είχαν αφήσει την αστυνομία του Δένδια να βασανίζει μια ολόκληρη νύχτα τους αναρχικούς στη ΓΑΔΑ. Για την ώρα, όλα δείχνουν πως η αυριανή κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας θα επιβάλει άλλη μια φορά την ατιμωρησία των πραιτωριανών. Φυσικά ο Σύριζα δεν έχει τάγματα εφόδου, αλλά είναι άραγε αυτό τόσο σημαντικό όταν στέλνει τα ΜΑΤ να κάνουν εφόδους στα μπαλκόνια;
Ο Σύριζα κυβερνά μια χώρα που καταστρέφεται, με μέσα ενημέρωσης που τρομοκρατούν και με μια αστυνομία που βασανίζει, για να μη μιλήσουμε για τους δολοφονικούς φράχτες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά οι ομοιότητές του με τις ψευτοαριστερές που είχαν φτιαχτεί στη χιτλερική Ευρώπη είναι δυστυχώς ακόμη βαθύτερες. Συνήθως παραγνωρίζεται ότι το πολιτικό σκηνικό στις χώρες που έλεγχε ο Άξονας δεν ήταν μονολιθικό. Συχνά είχε και αυτό την ‘αριστερά’ και τη ‘δεξιά’ του, οι οποίες βεβαίως δεν διακρίνονταν από ουσιαστικές πολιτικές διαφορές, αλλά από λεπτομέρειες σαν και αυτές που ξεχωρίζουν σήμερα την ομάδα Τσίπρα από τα παλιά μνημονιακά κόμματα. Τέτοιες ήταν μεταξύ άλλων η χρήση συμβολισμών και λεξιλογίων αριστερών καταβολών ή αριστερόστροφων, η συγκρότηση στους κόλπους των μπλοκ εξουσίας ‘μνημονικών κοινοτήτων’ με αναφορές στην αριστερά, μερικές φορές και η σύνδεση με λαϊκές οργανώσεις ή εργατικά συνδικάτα.
Μια άλλη ομοιότητα αφορά τις ολοκληρωτικού τύπου –αδόκιμη η λέξη, αλλ’ ας την χρησιμοποιήσουμε για να συνεννοηθούμε εδώ– στοχεύσεις της εξουσίας. Αυτό που επιχειρείται τώρα στην Ελλάδα είναι, πέρα από την απαλλοτρίωση και καθυποταγή των φτωχότερων, να στηθούν μια κοινωνία εχθρότητας με κεντρικό ρυθμιστικό στοιχείο και ιδεολογικό κύτταρο τον ανταγωνισμό, κι ένας νέου τύπου άνθρωπος προσαρμοσμένος στην καπιταλιστική δυστοπία, ένα άτομο ελάχιστου ψυχικού βάθους και χωρίς δεσμούς άλλους από εκείνους της αγοράς. Σε τελική ανάλυση, να φτιαχτούν σύγχρονοι σκλάβοι δίχως προσωπική συνείδηση ή πολιτικές αξιώσεις. Δεν μπορεί να είναι αριστερό ο,τιδήποτε βοηθά τέτοιες στοχεύσεις. Όπως τέθηκε με κλασική γραφή στο Unfollow, το ‘μνημόνιο’ δεν είναι απλώς κάποια μέτρα, αλλά ένα ολοκληρωτικό πρόγραμμα μετασχηματισμού της κοινωνίας. «Το ‘μνημόνιο’ είναι η μέθοδος υπαγωγής στην πολιτική αρχιτεκτονική της ΕΕ. Τίποτε δεν εξαιρείται από αυτό. Τίποτε δεν διαφεύγει. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέβη τον Ρουβίκωνά του. Δεν υπάρχει επιστροφή. Όποιος το υποστηρίζει ψεύδεται, κι όποιος το πιστεύει απατάται».
Αυτό που ξεκίνησε ως Σύριζα, αν μείνει στα χέρια της ίδιας κλίκας και δεν διαλυθεί, μπορεί να καταλήξει σε κάτι λειτουργικά ανάλογο με το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι, αλλά της εποχής που ο φασισμός κυβερνούσε και χρειαζόταν οργανικούς διανοούμενους και γραφειοκράτες, όχι της σκληρής πρώτης περιόδου των μπράβων. Ο εσμός κυνικών, ανόητων ή συγχυσμένων που πλαισιώνει σήμερα τον Τσίπρα αξίζει να μάθει την ιστορία του ιταλικού φασισμού. Τότε ίσως ν’ αναλογιστεί ότι, αν σήμερα δεν αξίζει σεβασμό, μεθαύριο δεν θ’ αξίζει ούτε οίκτο.
Σαν τους ιταλούς φασίστες, έστησαν την επιχειρηματολογία τους πάνω σ’ εύηχες αλλά σαθρές διαζεύξεις –«άλλο το μνημόνιο, άλλη η δανειακή σύμβαση»- και, όταν η πραγματικότητα αποκάλυψε την κενότητά τους, ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο της υποταγής. Σήμερα ονειρεύονται να εκφράσουν τον κοινωνικά συντηρητικό χώρο που αποδεσμεύτηκε από τα παλιά μνημονιακά κόμματα, αλλά αν τελικά κατορθώσουν να νικήσουν την αριστερά, όπως επιχειρούν, θα γίνουν αμέσως οι ίδιοι τα επόμενα θύματα της συντήρησης, που δεν θα τούς χρειάζεται πλέον. Και θα έχουν στρώσει το δρόμο στην άλλη μερίδα της άκρας δεξιάς, εκείνη που προτιμά να μην κρύβεται και επίσης δεν έχει αξιώσεις πολιτισμικού φιλελευθερισμού. Θα είναι άξιος ο μισθός τους αν πράγματι καταφέρουν κάτι τέτοιο.