Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το εγχείρημα μιας κριτικής της βίας ως έκθεση της σχέσης της με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη. Διότι βία με την ακριβή έννοια της λέξης προκύπτει από μια ανεξαρτήτου αποτελέσματος αιτία μόνον όταν αυτή αρχίζει να επεμβαίνει στις ηθικές αξίες. Η σφαίρα των αξιών αυτών διέπεται από τις έννοιες του δικαίου και της δικαιοσύνης.
Είναι σαφές, όσον αφορά την πρώτη απ’ αυτές, ότι η σχέση μέσου — σκοπού είναι η πλέον θεμελιώδης σχέση σε οποιαδήποτε έννομη τάξη. Επιπλέον, ότι η βία απαντάται μόνο στην επικράτεια των μέσων, όχι των σκοπών. Αυτές οι διαπιστώσεις προσφέρουν περισσότερα εφόδια στην κριτική της βίας, και διαφορετικά μάλιστα, απ’ ό,τι πιθανόν φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Διότι αν η βία είναι μέσο, τότε εμφανίζεται δίχως άλλο ένα σταθερό μέτρο για την κριτική της. Μέτρο που επιβάλλει το ερώτημα κατά πόσον οι σκοποί της βίας, σε δεδομένες περιπτώσεις, είναι δίκαιοι ή άδικοι. Έτσι όμως η κριτική της θα προέκυπτε απλώς από μια συστηματοποίηση των δίκαιων σκοπών, πράγμα που δεν συμβαίνει.
Μια τέτοια συστηματοποίηση, έστω κι αν δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση, δεν θα περιλάμβανε ένα κριτήριο για την ίδια τη βία ως αρχή [Prinzip], αλλά ένα κριτήριο για τις περιπτώσεις άσκησης της. Έτσι, το ερώτημα αν η βία εν γένει, ως αρχή, είναι ηθική ως μέσο για την επίτευξη των δίκαιων σκοπών, παραμένει ανοιχτό. Το ερώτημα αυτό, για να απαντηθεί, απαιτεί ένα αυστηρότερο κριτήριο, μια διάκριση στη σφαίρα των ίδιων των μέσων, χωρίς να εξεταστούν οι σκοποί που αυτά υπηρετούν.
Ο αποκλεισμός αυτού του ακριβέστερου κριτικού προβληματισμού χαρακτηρίζει μια μεγάλη τάση στη φιλοσοφία του δικαίου, αποτελώντας ίσως το κυριότερο γνώρισμα της: πρόκειται για το φυσικό δίκαιο.
Στην εφαρμογή βίαιων μέσων για δίκαιους σκοπούς δεν βλέπει μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ όσο θα φαινόταν προβληματικό στον άνθρωπο το «δικαίωμα» του να κινεί το σώμα του προς έναν επιδιωκόμενο προορισμό.
Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση (η οποία χρησίμευσε ως ιδεολογική θεμελίωση της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση) αν η βία είναι φυσικό προϊόν, όμοιο της πρώτης ύλης, δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη χρήση της, εξαιρουμένης της κατάχρησης της για την επίτευξη άδικων σκοπών.
Σύμφωνα με τη θεωρία περί κράτους του φυσικού δικαίου, όταν τα πρόσωπα αποποιούνται όλης της εξουσίας [Gewalt] τους για χάρη του κράτους, αυτό συμβαίνει υπό την προϋπόθεση (την οποία λόγου χάρη διατυπώνει ο Σπινόζα στη Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία) ότι κατά βάση καθένα, προ της συνάψεως του έλλογου τούτου συμβολαίου, ασκούσε de jure τη βία που de facto διέθετε.
Αυτές οι θεωρήσεις αναβίωσαν πρόσφατα, πιθανόν μέσω της δαρβινικής βιολογίας, η οποία με το δογματικό της τρόπο θεωρεί τη βία ως το μοναδικό μέσο, πλην της φυσικής επιλογής, που είναι αρχέγονο και προσήκον σε όλους τους ζωτικούς σκοπούς της φύσης. Η δαρβινιστική αγοραία φιλοσοφία έχει συχνά δείξει πόσο μικρό είναι το βήμα από το φυσικοϊστορικό δόγμα μέχρι το ακόμα χονδροειδέστερο δικαιοφιλοσοφικό, ότι δηλαδή κάθε βία που προσήκει στους φυσικούς σκοπούς θεωρείται, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, νόμιμη.