Ένα Σχόλιο με αφορμή την ταινία
Πώς μπορείς να μιλήσεις για έναν πόλεμο, χωρίς να επιλέξεις πλευρά; Πώς μπορείς να μην επιλέξεις πλευρά και αυτό να μην είναι απάνθρωπο, αλλά ανθρώπινο (πολύ ανθρώπινο); Πώς μπορείς να αποφύγεις την παγίδα του αυτονόητου, πως δηλαδή, φυσικά, κάθε πόλεμος είναι εξ ορισμού κακός; Πώς μπορείς να μιλήσεις για την καθαρή, εξωτερική πραγματικότητα, για γεγονότα, έχοντας ως αφετηρία (και προορισμό) την προσωπική μνήμη, την υποκειμενική αντίληψη και το ειδικό βάρος της εμπειρίας; Και πώς μπορείς να αποδώσεις όλα τα παραπάνω με εικόνες ρεαλιστικές, αλλά και που ξεπερνούν κάθε φαντασία ή με εικόνες μαγικά υπερ-ρεαλιστικές που έχουν ως πρώτη ύλη τους τις πιο ακατέργαστες σκηνές αυτού του κόσμου;
Με τον τρόπο του Άρι Φόλμαν, όλα τα παραπάνω συγχωνεύονται, μετουσιώνονται σε ένα μοναδικό κινηματογραφικό γλωσσικό ιδίωμα. Αυτή του η αισθητική δεν υπερκερνά απλώς τις δυσκολίες της παραγωγής. Λειτουργεί και ως μια μεταφορά για τη φιλοσοφία του. Σκίτσα πάνω σε κάδρα αληθινής δράσης. Αυτό δεν είναι και η μνήμη; Μορφές που διαγράφονται πάνω σε ήδη δοσμένα γεγονότα. Ένας μηχανισμός που βάζει τον άνθρωπο στο χάρτη.
Ο σκηνοθέτης, (λόγω του ρόλου του στην ταινία αλλά και λόγω ιδιότητας) είναι ένας άνθρωπος που καταδιώκει τη μνήμη του -όσο κι αν τις πιο πολλές φορές είναι οι μνήμες που μας κυνηγάνε. Ένας σκηνοθέτης γυρίζει μια ταινία, σαν να πρόκειται για ψυχοθεραπεία. Ένας άνδρας, για να παραμείνει άνθρωπος, προσπαθεί να γυρίσει στο παρελθόν του. Για την ακρίβεια, προσπαθεί να γυρίσει το παρελθόν του με όρους κινηματογραφικών πλάνων. Η μνήμη, έτσι κι αλλιώς, είναι μια λειτουργία κινηματογραφική. Μοντάρουμε μέσα μας τις σκηνές του παρελθόντος για να βγάλουμε ένα κάποιο νόημα, κάνουμε ζουμ στα πρόσωπα που μας ενδιαφέρουν, αφήνουμε εκτός κάδρου αυτά που μας πόνεσαν, κάνουμε jump-cuts σε άλλα χρονικά επίπεδα, σε άλλους τόπους ή και πραγματικότητες.
Το «Waltz with Bashir», λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα ακόμα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο, είναι ταυτόχρονα και ένα ντοκιμαντέρ για τη λειτουργία και την πραγματικότητα της ανθρώπινης μνήμης. Ο πόλεμος έξω, στο πεδίο της μάχης, μετατοπίζεται στο πεδίο της μνήμης, με βασικό αντίπαλο τη συνείδηση, την ενοχή, τη συνενοχή. Λιγότερο αιματηρός, αλλά και πάλι, έντονος και αμείλικτος. Ο έξω κόσμος, μέσα. Σε μια εποχή στην οποία «κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα», οι στροφές ενός βαλς ακούγονται πιο δυνατά κι από τις ριπές των όπλων.
Εν έτει 2008, το Ισραήλ γιορτάζει περίτρανα εξήντα χρόνια από την ίδρυση του επίσημου κράτους του. Η Βηρυτός, που ακόμα δεν μάζεψε όλα της τα ερείπια από τον πόλεμο που την ισοπέδωσε πριν από δύο χρόνια, οδηγείται, για άλλη μια φορά, σε εσωτερικές αναταραχές. Το «Μεσανατολικό» χρησιμοποιείται ακόμα, λυπηρά και ειρωνικά μαζί, ως σχήμα λόγου για όλα τα άλυτα προβλήματα της ανθρωπότητας. Το Παλαιστινιακό, ακόμα μια πληγή. Οι νεκροί της Σάμπρα και Σατίλα μοιάζουν να κρύβονται -στο τέλος της ταινίας, στα περιθώρια της ιστορίας. Ζωντανεύουν όμως στη μνήμη. Σαν μια πρόκληση, για όλα όσα ο άνθρωπος αρνείται να δει και να αντιμετωπίσει. Σαν μία ακόμα υπενθύμιση…