“Et in Arcadia ego”
“Ωστόσο, όσο κι αν το αγνοούμε με τα καθημερινά μας πέρα-δώσε, το γεγονός του επικείμενου θανάτου μας υπάρχει πάντα, πίσω απ’ τις κουρτίνες, ή για να ‘μαστε πιο ακριβείς, σαν το πετραδάκι μες στο παπούτσι μας που ποτέ δεν μπορούμε να το αποτινάξουμε τελείως.”
Το Άρωμα του Ονείρου, Τομ Ρόμπινς
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο νυχτερινός ουρανός μοιάζει να πέφτει στο κεφάλι μου. Ακούγονται μόνο οι γρύλλοι και το τρίξιμο απ’ τ’ αστέρια. Ο Ρόμπινς γράφει στο Άρωμα ότι η ολική έκλειψη ηλίου ακούγεται σαν να τσιγαρίζεις μπέικον. Ε, λοιπόν, φίλε Τομ, τ’ άστρα του Αυγούστου, στην Πελοπόννησο, τρίζουν σαν τ’ αγγούρια που μεγαλώνουν.
Και σίγουρα το τηγανητό μπέικον ταιριάζει πιο πολύ στο Σηατλέζικο πρωινό σου, ενώ το φρέσκο αγγουράκι, με ξύδι κι αλάτι, είναι κάτι που θα φας τη νύχτα, συνοδεύοντας το κρασί -ίσως και καμιά καλαματιανή ελιά βουτηγμένη στην πανσέληνο.
Σ΄αυτά τα βουνά που φαίνονται πιο σκοτεινά κι απ’ τον ουρανό τα βράδια, κάτω απ’ αυτά τ’ άστρα που μάλλον δεν δίνουν δυάρα τσακιστή για το χρόνο των ανθρώπων, χόρευε κάποτε ο τραγοπόδαρος Πάνας. Έπαιζε τον αυλό του και γκαστρώνονταν οι γίδες. Κι οι γυναίκες.
Τώρα πια ο Μεγάλος Θεός Πάνας Πέθανε. (Και σαν γράφω αυτή τη φράση ακούγεται η καμπάνα του χωριού να βαράει πένθιμα, η εκκλησία του Άι Δημήτρη που σκότωσε το δράκο).
~~
Ταξίδι αστραπή στο χωριό, στη Θάλαττα, έναν χώρο κάπου ανάμεσα στην Αρκαδία και την Ολυμπία, και χρόνο κάπου ανάμεσα στο έχω-κι-ΕΝΦΙΑ-να-πληρώσω και στο μυθικό χαλί των προελλήνων.
Ήρθα για να δω τη μικρή μου αδελφή να παντρεύεται, χριστιανικά όχι παγανιστικά, αν και υπάρχει παγανισμός σε κάθε μονοθεϊστική θρησκεία. Όπως κάθε χαρά ενέχει και θλίψη, κάθε γιορτή είναι γαρνιρισμένη με πατάτες πένθους -τηγανητές συνήθως.
Μέσα στο γλέντι του γάμου θα συναντούσα και την ηχώ του χαμού, το φάντασμα του νεκρού μου πελασγού φίλου, του Νίκου (δες παλιότερο κείμενο).
~~
Οι προετοιμασίες για το ταξίδι συμπεριλάμβαναν και την εύρεση κατάλληλου βιβλίου -για να κερδίσω/γεμίσω (ίσως και γαμήσω) το χαμένο χρόνο του λεωφορείου. Πήγα στη δημοτική βιβλιοθήκη να βρω κάτι από Ρόμπινς, που μπορεί να σε κρατήσει ξύπνιο ακόμα κι όταν σ’ έχει πάρει ο ύπνος. Στο πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής μου είχα πάρει μαζί το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα. Αλλά έπαθα κι έμαθα, έτσι δεν πρόκειται να ξαναπάρω για παρέα φιλόσοφους -ειδικά μανιοκαταθλιπτικούς Γερμανούς φιλόσοφους.
Συνήθως έχει στο ράφι τρία ή τέσσερα του Ρόμπινς. Την Παρασκευή είχε μόνο ένα, το Άρωμα του Ονείρου, με τα παντζάρια του και τον Αλομπάρ. Είπα να το ξαναδιαβάσω, είκοσι χρόνια μετα την πρώτη ανάγνωση, κι έπεσα διάνα.
Πόσο σωστά επιλέγει το Χάος ποιο βιβλίο θα διαβάσεις; Ίσως λίγες μέρες πριν κάποιος να πήγε και να δανείστηκε την Αμάντα (που ακόμα δεν θέλω να διαβάσω, την αφήνω για το τέλος) και τους Ανάπηρους. Και λίγες ώρες πριν μπω στη βιβλιοθήκη, ένα κορίτσι γύρω στα δεκαεννιά, με τη τιράντα του σουτιέν να πέφτει στο μπράτσο της, έπιασε τον Χορό των Εφτά Πέπλων. Ανατρίχιασε λιγάκι σαν διάβασε την “υπόθεση”, η αριστερή της ρώγα ορθώθηκε επιδοκιμαστικά, και το πήρε απ’ το ράφι, αφήνοντας μου -ως μόνη επιλογή- το Άρωμα απ’ τις εκδόσεις Aquarius.
Πόσο σωστά επιλέγει το Χάος; Ένα βιβλίο που γράφει για τον Πάνα (και γράφτηκε στο Σηάτλ) να το διαβάζεις στα μέρη όπου χόρεψε ο οργιαστικός θεός, πριν τον σκοτώσουν οι πουριτανοί του Εβραϊκού Δεκάλογου.
~~
Et in Arcadia ego.
Είναι ένας πίνακας του Πουσέν, που φτιάχτηκε γύρω στα 1666, τη σατανική χρονιά που πέθανε ο Ντεκάρτ (λέγε με Καρτέσιο).
Τρεις βοσκοί και μία γυναίκα στέκουν μπρος σ’ ένα τάφο. Ο τάφος είναι στημένος στη μέση της Αρκαδίας, του ειδυλλιακού εκείνου μέρους που κάποιοι ταυτίζουν με τον Παράδεισο.
Προσπαθούν να καταλάβουν τι γράφει στον τάφο. Et in Arcadia ego. “Ήμουν κι εγώ εδώ;” Όπως θα το έλεγε κάποιος που απόλαυσε τη ζωή, αλλά κάποια στιγμή δεν τράβηξε εγκαίρως τα χαλινάρια και το άλογο του καρφώθηκε σε μια ελιά;
Ή μήπως λέει η επιγραφή: “Ακόμα και στην Αρκαδία θα με βρεις”, και αυτός που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο δεν είναι άλλος απ’ τον Θάνατο αυτοπροσώπως;
Η Αρκαδία των μύθων και των καλλιτεχνών, είναι ο επίγειος παράδεισος, το μέρος όπου η απόλαυση σερβίρεται σε τρεις γεύσεις και πέντε χρώματα -σε μπάλες παγωτού. Όμως ακόμα κι εκεί, στο Εργοστάσιο Σοκολάτας του Γουίλι Ουάνκα, στον παράδεισο, στο γλέντι, στον γάμο, καιροφυλακτεί ο θάνατος, για να σου βάζει πετραδάκια στο παπούτσι (συνήθως στο δεξί).
Καθώς γλεντάς, καθώς χαίρεσαι, καθώς γελάς, γυρνάς και βλέπεις το γελαστό σου πρόσωπο στον καθρέφτη. Και το χαμόγελο παγώνει (αυτό το γράφει ο T.S.Eliot). Γιατί πίσω σου στέκεται ένας παράξενος τύπος, τρομακτικός και λιπόσαρκος, που σε χτυπάει στον ώμο και σου ψιθυρίζει, σε άπταιστα λατινικά (οι νεκρές γλώσσες είναι οι αγαπημένες του Χάρου): Et in Arcadia ego.
Και στην Αρκαδία θα με βρεις. Και στο γλέντι, στη χαρά, στον χορό, θα ‘μαι κι εγώ να σου βαστάω το μαντήλι.
~~
Την αδελφή μου τη μεγάλωσα. Ήμουν εννιά χρονών όταν έφεραν στο σπίτι τον ανταγωνιστή, τον παρείσακτο -που ήταν και λάθος φύλου. Δεν τη δολοφόνησα όσο ήταν ακόμα μωρό και γρήγορα το μωρό μεγάλωσε, έγινε νήπιο. Το μωρό που μόνο έκλαιγε, έχεζε και κοιμόταν, κατάφερε να χρησιμοποιήσει τα δυο του πόδια και τα χέρια του για να μας καταστρέφει τα πλέιμομπιλ.
Παρότι αγόρια -και δύο- υποταχτήκαμε στη σαλιάρικη γοητεία της μικρής. Ίσως να έφταιγαν τα εγωιστικά γονίδια του Ντόκινς, που μας υπενθύμιζαν ότι εκείνο το καταστροφικό πλάσμα μοιραζόταν κάποια κομμάτια DNA μ’ εμάς. Ίσως να είναι πολύ δύσκολο να μισήσεις ένα κοριτσάκι που σε λέει “αδελφούλη”. Πάντως την αφήσαμε να ζήσει (σ’ αυτό βοήθησε κι η τύχη, αφού συχνά τη μεταχειριζόμασταν σαν ιπτάμενη κούκλα στα παιχνίδια μας).
Πριν να το καταλάβουμε γίναμε όλοι έφηβοι, βγάλαμε σπυράκια, αποκτήσαμε προβλήματα με την εξουσία (ειδικά τη γονική), και κάποια μέρα φύγαμε απ’ το σπίτι, τραβώντας ο καθένας για τη δική του ανεξερεύνητη ήπειρο.
Όπως ο γονιός βλέπει το παιδί του πάντα ως παιδί, έτσι κι εγώ έβλεπα τη μικρή μου αδελφή ως εκείνο το νήπιο που μου κατέστρεφε τα παιχνίδια. Τα παιδιά σου δεν μεγαλώνουν, ακόμα κι όταν γκριζάρουν, ακόμα κι όταν αποκτήσουν προβλήματα στύσης, ακόμα και μετά το έμφραγμα. Είναι πάντα παιδιά σου. Το ίδιο ισχύει και για τα μικρότερα αδέλφια.
Ο/η Βενιαμίν μένει πάντα βενιαμίν (ωραία φαίνεται η λέξη με μικρό το βήτα, σαν συμπλήρωμα διατροφής που βρίσκεις στο φαρμακείο με 50% έκπτωση).
Ώσπου να που μια μέρα (μια νύχτα για να ακριβολογούμε), τη βλέπω να παντρεύεται, χωρίς κατακρεουργημένα πλέιμομπιλ στα χέρια της -ντυμένη σαν την Άργουεν, αλλά χωρίς Νάζγκουλ να την κυνηγάνε.
~~
Δεν μπορώ τις επίσημες τελετές ούτε νιώθω άνετα στην εκκλησία, ειδικά ανάμεσα σε συγγενείς που έχεις να δεις αιώνες και σου λένε: “Γεια, είμαι ο Νίκος ο Πεντακόσας ο αδελφός της Πόπης που είχα το καφενείο”. Κι εσύ το μόνο που θυμάσαι είναι μια μυγοπαγίδα, από εκείνες που υπήρχαν πριν τις ηλεκτρικές, μία με μέλι που κρεμόταν απ’ το ταβάνι γεμάτη ευτυχισμένα πτώματα εντόμων.
Μου αρέσουν οι μικρές εκκλησίες κι οι ναοί κάθε θρησκείας όταν είναι φτιαγμένοι για τα ανθρώπινα μέτρα, για να χωρέσουν ανθρώπους όχι θεούς. (Ο θεός, ως παντοδύναμος,μπορεί να χωρέσει και σ’ ένα κουτί σπίρτων, ενώ πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας χορεύουν καλαματιανό δεκατρείς αγγέλοι).
Μου αρέσουν ιδιαίτερα τα ξωκλήσια. Άδεια από κόσμο και ιερείς, παραγεμισμένα φως και την ιερότητα που έχει κάθε κενός χώρος μέσα στην ησυχία.
Για μένα ο θεός, η θρησκεία, δεν είναι κοινωνική υπόθεση. Είναι κάτι που μπορώ να απολαύσω όταν είμαι μόνος. Γιατί τότε ο θεός δεν έχει κανόνες, είναι προσωπικός θεός, με τα πόδια του Πανός, την κοιλιά του γελαστού Βούδα, το στήθος της Αφροδίτης, την τελευταία αμφιβολία του Ιησού, τις παραισθήσεις του θεού Ιαγουάρου, τον ιπτάμενο γάιδαρο του Μωάμεθ και τα μακαρόνια με κιμά του Μακαρονόμορφου Υπέρτατου Όντος (συν το εγωιστικό γονίδιο του άθεου Ντόκινς).
Νομίζω ότι επίσημα λέγεται πανθεϊσμός, αλλά προτιμώ να αναφέρομαι στον προσωπικό μου θεό ως Θεό (έτσι απλά) και στην προσωπική μου θρησκεία ως Ευγνωμοσύνη της Ύπαρξης.
Γιατί πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, έστω αόριστα, που ζήσαμε και ζούμε.
~~
Πετάξαμε ρύζι, βγάλαμε φωτογραφίες (η αδελφή μου μ’ έψαχνε και με καταριόταν για να μπω στη φωτογραφία, αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς, πάντα ινκόγκιντο) και μετά πήγαμε να φάμε και να πιούμε.
Κάθε τελετή (ακόμα κι η κηδεία), κάθε θρησκείας, συμπεριλαμβάνει φαΐ και διασκέδαση (χορό, αλκοόλ, ψυχότροπα κλπ). Έτσι γινόταν στις σαμανικές τελετές της Σιβηρίας, έτσι στα Ελευσίνεια Μυστήρια, έτσι και στους χριστιανικούς γάμους.
Ο υπαίθριος Πάνας, παρότι ποτέ δεν δοξάστηκε σε ναούς, είναι πιο αρχαίος απ’ τους θεούς-πνεύματα. Γιατί είναι ένα σύμβολο της ζωώδους φύσης μας και σίγουρα ήμασταν για πολύ περισσότερο καιρό ζώα, πριν γίνουμε sapiens κι αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε για το νόημα της ζωής.
Τα ζώα ζουν το νόημα της ζωής, ζώντας.
~~
Καθώς το γλέντι προχωρούσε κι όλοι χορεύαν καλαματιανό (ήταν και δεκατρείς άγγελοι πάνω στη μύτη του μολυβιού μου), πήγα στο μπαρ να γεμίσω το ποτήρι μου. Κι εκεί ήταν που βρήκα τον θάνατο να φτιάχνει καϊπιρίνια.
Ο μπάρμαν, ο Χρήστος, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανό τον Νίκο. Και μου είπε πράγματα γι’ αυτόν που δεν ήξερα, κι ούτε θα μάθαινα αν δεν παντρευόταν η αδελφή μου.
Ο Νίκος δεν ήταν τόσο βολεμένος κι αποχαυνωμένος στη νέα του δουλειά, στη δημοτική αστυνομία -όπως νόμιζα. Ετοιμαζόταν να τα παρατήσει όλα και να φύγει, με προορισμό το άγνωστο. Σχεδίαζε μακρινά ταξίδια με τον Χρήστο, είχε μαζέψει λίγα λεφτά, ίσως να ‘χε αγοράσει και εισιτήρια.
Το βράδυ που σκοτώθηκε, ο Χρήστος τον ρώτησε αν ήθελε να τον πάει σπίτι. Δεν υπήρχε εμφανής λόγος, δεν ήταν περισσότερο πιωμένος απ’ όσο συνήθιζε (αλλά μάλλον αυτό που συνήθιζε ήταν περισσότερο απ’ όσο επιτρέπεται για να οδηγήσεις).
Ίσως να ήταν προαίσθημα αυτό που είχε ο Χρήστος. Μπορεί να είδε πάνω απ’ το μέτωπο του Νίκου το γεράκι του θανάτου, εκείνο το φασματικό σινιάλο που ενημερώνει τους αλαφροϊσκιωτους για τον επικείμενο θάνατο του στεφανωμένου.
Ίσως να διαισθάνθηκε κάποια απογοήτευση ή μπορεί -για να μην εξοργίζουμε τους ορθολογιστές- απλώς να τον είδε κουρασμένο.
Ο Νίκος γέλασε, αρνήθηκε κι έφυγε με το αμάξι του (δεν ήταν μηχανή τελικά). Ήταν μια διαδρομή δέκα λεπτών, αυτή που έκανε κάθε βράδυ, με τις ίδιες στροφές και το ίδιο ποσοστό αλκοόλ στο αίμα. Δεν έτρεχε, αλλά (αυτό το “αλλά” έχει σκοτώσει περισσότερους απ’ τις σφαίρες) δεν φορούσε ζώνη.
Με εξήντα (μόλις) χιλιόμετρα βγήκε απ’ τον δρόμο κι έπεσε πάνω σε μια ελιά, διαλύοντας το στήθος του στο τιμόνι.
Έτσι απλά, γιατί κάποιες φορές η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο είναι ν’ ακούσεις το κλικ της γαμημένης σου ζώνης, καθώς την ασφαλίζεις. (Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι δεν φοράνε ΠΑΝΤΑ τη ζώνη στο αυτοκίνητο. Αν θέλουν να είναι ριψοκίνδυνοι τουλάχιστον ας το κάνουν θεαματικά, ελεύθερη πτώση απ’ τα 50.000 πόδια.)
Παίρνω το καϊπιρίνια που μου έφτιαξε ο Χρήστος και γυρνάω προς το γλέντι, όπου η Διονυσία χορεύει καλύτερα απ’ όλες τις νύμφες και τους σάτυρους που συνόδευαν τον θεό του κρασιού. Είμαστε στην Πελοπόννησο, κι ο Πάνας με τον Διόνυσο είχαν έρθει πολύ πριν τον ξενέρωτο Χριστό.
“Μου λείπει ο Νίκος”, γυρνάω και λέω στο Χρήστο.
“Κι εμένα. Ήταν ξεχωριστός.”
“Ειδικά επειδή σκοτώθηκε τόσο νωρίς”.
~~
Την επομένη στο χωριό, στην αυλή του σπιτιού όπου περνούσα τα παιδικά μου καλοκαίρια. Είναι βράδυ και κλείνω όλα τα φώτα. Μπορώ να δω τον γαλαξία, τη σπειροειδή συνάθροιση άστρων και ζώων.
Γράφω και “ζώων”, γιατί η λογική μου λέει ότι ανάμεσα στα δισεκατομμύρια άστρα του γαλαξία είναι γελοίο να υπάρχει ζωή (ζώα-φυτά-μύκητες-μικρόβια) μόνο σ’ ένα μικροσκοπικό πλανήτη ενός μικρού ήλιου.
Θα ήταν μεγάλη σπατάλη χώρου και ενέργειας κάτι τέτοιο.
Να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο σύμπαν για να δοθεί η ευκαιρία σ’ ένα νεοτενικό πίθηκο να γράφει κείμενα στο τετράδιο του.
Για να μπορέσει ένα χαζό μωρό να μεγαλώσει, ν’ αφήσει τα πλέιμομπιλ και ν’ αγαπηθεί.
Για να μπορέσει ένας πελασγός με μύτη φελάχου να ονειρευτεί μακρινά ταξίδια και να σκοτωθεί στην πιο κοντινή διαδρομή.
Για να παίζουν τρία γατάκια με την ουρά της μάνας τους.
Η μεγαλύτερη αλαζονεία του ανθρώπου ήταν πάντα αυτή: Να πιστεύει ότι το σύμπαν φτιάχτηκε για να υπάρξουν άνθρωποι.
Τ’ άστρα, που βλέπουμε απ’ την αυγή του ανθρώπινου είδους, τα μετράμε, τα ομαδοποιούμε σε αστερισμούς, τα αποθεώνουμε, τα φωτογραφίζουμε, τα φασματογραφούμε, είναι η πιο οικεία απόδειξη της ασημαντότητας μας.
Ταυτόχρονα, κι εκεί έγκειται το μεγαλείο του ανθρώπου, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο ασήμαντοι και πόσο ξεχωριστοί είμασττε. Όλοι μας και κανένας.
Τα κουνούπια, που προσπαθούν τόση ώρα να μου πιουν το αίμα για να μεγαλώσουν τα μωρά τους, δεν αναρωτήθηκαν ποτέ γιατί υπάρχουν και γιατί πεθαίνουν. Οι άνθρωποι, που ίσως να είναι ένα αποτυχημένο πείραμα της φύσης, κοιτούν τ’ αστέρια κι αισθάνονται δέος.
Νιώθουν αγάπη, νοσταλγούν, κάνουν αφηρημένες σκέψεις, δημιουργούν θεούς. Και μέσα στο υπέρτατο γλέντι δεν ξεχνάνε ότι και στην Αρκαδία θα τον βρουν τον Χάρο.
Και συνεχίζουν να γελάνε, να χορεύουν, να μεθάνε, να παντρεύονται, να κάνουν έρωτα, ενώ ξέρουν ότι η μόνη βεβαιότητα είναι ο θάνατος (ο Αλομπάρ του Ρόμπινς έχει διαφορετική άποψη γι’ αυτό).
Να είσαι αθάνατος και ατρόμητος είναι εύκολο. Να είσαι θνητός και να μην έχεις συνείδηση της θνητότητας σου, όπως τα ζώα, είναι ακόμα πιο εύκολο. Να είσαι θνητός, να το γνωρίζεις, και να συνεχίζεις να ζεις, αυτό είναι ανθρώπινο.
~~
Τώρα θ’ αφήσω το στυλό και θα κλείσω τα φώτα. Για να δω τ’ αστέρια, τον γαλαξία, και να θυμηθώ από πού κατάγομαι.
“Et in Arcadia ego”, μου ψιθυρίζει ο Χάρος.
“Et in Cosmos ego”, του απαντάω.
“Θα πεθάνεις μια μέρα”, μου λέει.
“Αλλά μέχρι τότε θα ζω”, του λέω και γεμίζω ένα ακόμα ποτήρι με κρασί.
Κι ακούγεται ένα γέλιο απ’ τα βουνά της Αρκαδίας, πανάρχαιο και τραγοπόδαρο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~