H περίοδος του λογικού ατομισμού
1. Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν
Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1889 στην Βιέννη της Αυστρίας. Είναι ο μικρότερος γιος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Ευρώπης. Η αγάπη του για τις τέχνες είναι αποτέλεσμα αυτού του περιβάλλοντος. Αν και δεν έχει καμία καλλιτεχνική κλίση εκτιμά απεριόριστα τη ζωγραφική, την ποίηση και τη μουσική. Τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τον Μπετόβεν. Μεγαλώνει σε ένα πολύ απαιτητικό περιβάλλον. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Χανς, μια μουσική ιδιοφυΐα της εποχής, αυτοκτονεί καθώς η οικογένεια του τον πιέζει να αφήσει τη μουσική και να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις της οικογένειας. Ο άλλος του αδερφός, Ρούντολφ επίσης αυτοκτονεί λίγα χρόνια αργότερα. Έχει ενδιαφέρον η στάση της οικογένειας απέναντι στον Πωλ Βιτγκενστάιν, επίσης συνθέτη και πιανίστα, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ παγκόσμιου πολέμου χάνει το δεξί του χέρι. Συνεχίζει να συνθέτει και να παίζει μουσική, ενώ η οικογένεια του δε σταματάει να του υπενθυμίζει πως πλέον δεν είναι καθόλου καλός σε αυτό που κάνει. Συχνά τον συγκρίνουν με τον αδερφό του Χανς, που έχει ήδη αυτοκτονήσει, λέγοντας πόσο πολύ καλύτερος από αυτόν υπήρξε.
Η οικογένεια Βίτγκενσταϊν έχει υψηλές προσδοκίες για τα παιδιά της. Όσο για τον Λούντβιχ πίστεψαν πως διέθετε ταλέντο μηχανικού. Ασχέτως αν οι βαθμοί του δεν ήταν και τόσο καλοί, αυτό πίστευαν για αυτόν και αυτό έπρεπε να κάνει. Παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία βρίσκεται στο Μάντσεστερ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του ως αεροναυπηγός. Στην περίοδο που βρίσκεται στην Αγγλία μελετάει μαθηματικά και ιδιαίτερα λογική. Και όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «μελετάει» αρκεί να ανατρέξουμε στο περιβάλλον που μεγάλωσε για να πάρουμε μια σχετική ιδέα τι σημαίνει αυτό για τον Βίτγκενσταϊν. Μελετάει, κατανοεί, αναλύει σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια ταχύτητα σε τρία μόλις χρόνια επισκέπτεται έξαλλος τον Φρέγκε στο γραφείο του φωνάζοντας (σε άπταιστα γερμανικά) πως πρέπει να τον δεχτεί ως μαθητή του.
2. Αυτό που συμβαίνει, το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων
Σύντομο φιλοσοφικό διάλειμμα. Μετά τον Καντ η φιλοσοφία στην Αγγλία παίρνει τελείως διαφορετική πορεία. Στόχος του ήταν εξάλλου να λάβει η φιλοσοφία επιστημονική υπόσταση. Ο Καντ διακρίνει τη γνώση σε a priori και a posteriori και αυτό παίζει κεντρικό ρόλο στο έργο του. Επίσης χρησιμοποιεί τη διάκριση αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων. Περίπου έναν αιώνα μετά ο Γκοκτλομπ Φρέγκε στο βιβλίο του «θεμέλια της λογικής» επιτίθεται στις θέσεις του Καντ, υποστηρίζοντας πως οι αλήθειες της αριθμητικής δεν είναι συνθετικές, ούτε a priori ούτε a posteriori. Η αριθμητική είναι αναλυτική. Ο Φρέγκε θεμελίωσε τη σύγχρονη λογική και τον επιστημονικό κλάδο της φιλοσοφίας της λογικής. Είναι πολύ αυστηρός στα ζητήματα σύνταξης. Αναπτύσσει μια μέθοδο για τη δόμηση της σειράς φυσικών αριθμών με χρήση λογικών εννοιών. Το 1903 με την έκδοση του the principles of mathematics από τον russell έρχεται στην επιφάνεια μια τεράστια αδυναμία της μεθόδου του Φρεγκε. Η αδυναμία αυτή ακούει στο όνομα «παράδοξα» και θέτει υπό αμφισβήτηση όλο το πρόγραμμα του Φρέγκε. Το 1910 ο Ράσελ σε συνεργασία με τον Whitehead εκδίδουν το Principia Mathematica, η έκδοση και των τριών τόμων ολοκληρώνεται το 1913, όπου αναπτύσσουν ένα σύστημα λογικής, χρησιμοποιώντας συμβολική γραφή πολύ διαφορετική από αυτή του Φρεγκε με στόχο να τεθεί ολόκληρη η αριθμητική κάτω από μια καθαρά λογική βάση. Κάπου εδώ επιστρέφουμε στον 22χρονο Λούντβιχ Βιτγκενσταιν που μόλις έκανε έφοδο στο γραφείο του Φρεγκε φωνάζοντας σε έξαλλη κατάσταση, στα γερμανικά, μεταξύ άλλων πως πρέπει να τον δεχτεί για μαθητή του. Η απάντηση του Φρεγκε είναι λίγο ως πολύ «η προσωπικότητα σου είναι κάπως έντονη, μήπως να πας καλύτερα σε ένα συνάδελφο μου στο Κέμπριτζ, τον Bertrand Russell;»
3. Κάθε σκέψη είναι μια λογική εικόνα των γεγονοτων
Ο Ράσελ αναφέρει στο ημερολόγιο του ένα τρελό Γερμανό που τον επισκέπτεται καθημερινά. Αναρωτιέται ποιος είναι και τι ακριβώς θέλει. Περίπου ένα μήνα μετά από αυτές τις καθημερινές επισκέψεις του Βίτγκενσταϊν πείθεται ότι πρόκειται για ιδιοφυΐα. Συνολικά τρεις άνθρωποι στον κόσμο κατανοούν απόλυτα το principia mathematica: ο ίδιος, ο Whitehead που το έγραψαν μαζί και ο μέχρι πρότινος τρελός που έβρισκε κάθε μέρα στην πόρτα του. Ο Ράσελ βρήκε το διάδοχο του. Ένα χρόνο μετά γίνεται δεκτός στο Trinity College του Κέμπριτζ με υποτροφία και επόπτη τον Ράσελ. Μελετούν μαζί. Ο Ράσελ ενθαρρύνει τον Βίτγκενσταϊν συνεχώς. Ο Βίτγκενσταϊν αναρωτιέται συνεχώς αν διαθέτει το απαραίτητο ταλέντο στη φιλοσοφία. Και αυτό γιατί ανεξαρτήτως τι βλέπουν οι υπόλοιποι στο πρόσωπο του και στη σκέψη του, αυτό που θέλει να κάνει ο ίδιος είναι να πει όσα πρέπει να ειπωθούν. Ήθελε να ορίσει τις δυνατότητες και τα όρια της αλήθειας. Τα θέσει τα όρια για όλα όσα μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε. Να θέσει τα όρια της γλώσσας, να αποκαλύψει τη δομή της σκέψης που εκφράζεται στη γλώσσα, έτσι ώστε να ανακαλύψει τα όρια της σκέψης. Το 1913 συμβαίνουν δύο σημαντικά πράγματα. Ο Ράσελ εγκαταλείπει τον τομέα της λογικής, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τον Βίτγκενσταϊν.
Ο πατέρας του, Καρλ Βίτγκενσταϊν, πεθαίνει. Ο Λούντβιχ εγκαταλείπει τη ζωή στο πανεπιστήμιο, χαρίζει όλη την περιουσία που κληρονόμησε και φεύγει για τη Νορβηγία αρχικά μαζί με τον φίλο του David Pinsent ώστε να ολοκληρώσει το έργο του πάνω στη Λογική. Αποφασίσει να απομονωθεί πλήρως τον Οκτώβριο του 1913 και χτίζει μια καλύβα στο χωριό Skjolden. Στη διάρκεια αυτής της απομόνωσης διαμορφώνεται η ιδέα για τις ταυτολογίες. Από αυτή την απομόνωση βγαίνει με το ξέσπασμα του Α’ παγκόσμιου πολέμου όπου κατατάσσεται εθελοντικά στο στρατό. Όχι τόσο από πατριωτικά συναισθήματα, όσο επειδή έψαχνε μια διέξοδο για το τέλμα που είχε μπει στη ζωή του. Εξάλλου πάντα φλέρταρε με την ιδέα του θανάτου.
4. Μια σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα.
Ο Καρτέσιος ισχυρίζεται πως σε ένα καταυλισμό κατά τη διάρκεια του – πλέον γνωστού ως τριάκοντα έτη – πολέμου, μάλλον τη νύχτα 10 προς 11 Νοεμβρίου 1619 είχε την πιο κρίσιμη στιγμή της σταδιοδρομίας του: την ανακάλυψη των βάσεων μιας θαυμαστής επιστήμης. Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν στις 29 Σεπτεμβρίου 1914, όσο υπηρετούσε στο μέτωπο, συλλαμβάνει την ιδέα της θεωρίας λογικής αναπαράστασης. Η λογική είναι μια εικόνα του κόσμου. Οι λέξεις από μόνες τους δε σημαίνουν κάτι. Οι προτάσεις είναι κατασκευές που απεικονίζουν πως είναι ο κόσμος. Είναι η δομή της γλώσσας και όχι το περιεχόμενο που επιτρέπει σε κάτι να είναι αληθές ή ψευδές. Η λογική και η πραγματικότητα είναι δύο χωριστά επίπεδα. Όλα όσα συμβαίνουν στη λογική δε συμβαίνουν απαραίτητα και στην πραγματικότητα. Η πρόταση είναι μια εικόνα της πραγματικότητας χωρίς να είναι η πραγματικότητα. Όλες οι αληθινές σκέψεις αποτελούν μια εικόνα του κόσμου, χωρίς να είναι ο κόσμος. Η απεικόνιση της γλώσσας μπορεί να είναι είτε αληθής, είτε ψευδής, τίποτα άλλο. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερο θεωρίες του εικοστού αιώνα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου προσπαθεί πραγματικά να σταματήσει να είναι άθεος επηρεασμένος από τον Τολστόι. Ο ίδιος γράφει στα ημερολόγια του για την ύπαρξη ή μη του Θεού. Αργότερα αναφέρει πως, όποιος γράφει τέτοια πράγματα σίγουρα δεν έχει πίστη. Το 1918 ολοκληρώνει το tractatus. Παραμένει αιχμάλωτος πολέμου μέχρι τον Αύγουστο του 1919. Στο βιβλίο introduction to mathematical philosophy που εκδόθηκε το 1919 ο Ράσελ αναφέρει «τη σημασία της ταυτολογίας για τον ορισμό των μαθηματικών μου την υπέδειξε ο τέως μαθητής μου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, ο οποίος εργαζόταν πάνω σε αυτό το πρόβλημα. Δεν γνωρίζω αν το έχει λύσει, ούτε καν εάν είναι ζωντανός ή πέθανε»
5. Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων (η στοιχειώδης πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας του εαυτού της)
Ο Βίτγκενσταϊν πληροφορείται το θάνατο του φίλου του David Pinsent. Για τον Βίτγκενσταϊν το έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόσωπο του David. Έτσι αποφασίζει να του αφιερώσει το Τractatus. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσία του έρχεται σε επικοινωνία με τον Ράσελ ύστερα από τρία χρόνια σιωπής, πληροφορώντας τον πως είναι καλά και ολοκλήρωσε το Τractatus. Έχει μόνο το πρωτότυπο το οποίο δε θέλει να του στείλει καθώς φοβάται πως δεν πρόκειται να το καταλάβει αν δεν του το εξηγήσει πρώτα. Μετά την επιστροφή του προσπαθεί για δύο ολόκληρα χρόνια να βρει εκδότη για το βιβλίο του. Στο μεταξύ συναντιέται με τον Ράσελ και αποδεικνύεται πως έχει δίκιο: ο καθηγητής του δυσκολεύεται να το καταλάβει. Καταφέρνει να το εκδώσει το 1921, ενώ έχει εγκαταλείψει τη φιλοσοφία για να γίνει δημοδιδασκαλος. Το 1922 μεταφράζεται στα αγγλικά με τον τίτλο tractatus logico philosophicus. Ο ίδιος στον πρόλογο αναφέρει «έχω επίγνωση πως έχω μείνει πολύ πίσω από ο, τι είναι δυνατό να κατορθώσει κάνεις. Οι δυνάμεις μου είναι απλά πολύ μικρές για το τελείωμα του έργου. Μακάρι να έρθουν άλλοι και να πράξουν καλύτερα. Παρόλα αυτά η αλήθεια των σκέψεων που εκφράζονται εδώ μου φαίνεται απρόσβλητο και οριστική. Είμαι δηλαδή της γνώμης πως στα κύρια σημεία έχω λύσει οριστικά τα προβλήματα»
Ο Βίτγκενσταϊν παίρνει τις ιδέες του Φρεγκε και του Ράσελ και υποστηρίζει δύο πράγματα. Πρώτον ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας της πρότασης είναι απεικονιστικος και δεύτερον πως κάθε πρόταση μπορεί να αναλυθεί σε στοιχειώδεις προτάσεις. Εισάγει πίνακες αλήθειας. Αυτοί οι πίνακες αποτελούν μια μηχανική μέθοδο για τον υπολογισμό των δυνατών τιμών αλήθειας μιας συνθέτης πρότασης. Με την κατασκευή τους οι προτάσεις χωρίζονται σε τρία είδη: μορφές αληθείς για κάποιες τιμές του ορίσματος και ψευδής για άλλες, μορφές ψευδείς για όλες τις τιμές του ορίσματος και μορφές αληθείς για όλες τις τιμές του ορίσματος. Οι τελευταίες αποτελούν τις ταυτολογίες.
6. Η γενικής μορφή της συνάρτησης της αλήθειας είναι [p, ξ, Ν(ξ)] Αυτή είναι η γενική μορφή της προτασης
Ο Βίτγκενσταϊν θεωρεί βασικές μονάδες εμπειρίας τα γεγονότα, θέση που ο Χιουμ έδινε στις εντυπώσεις. Οι εντυπώσεις αφορούν ποιότητες, τα γεγονότα οντότητες με αναφορά σε δεδομένο χώρο και χρόνο. Εκεί που για τον Χιουμ υπάρχει όρος νοήματος για τον Βίτγκενσταϊν υπάρχει ατομικό γεγονός. Βασικές απόψεις του Χιουμ μεταφέρονται στο tractatus. Κάποιες με άλλη μορφή που υπακούει στο συμβολισμό των principia, αλλά αναλλοίωτες όπως ότι η μόνη αναγκαιότητα είναι η λογική αναγκαιότητα. Θεμελιώδης είναι η διάκριση μεταξύ γεγονότων και καταστάσεων πραγμάτων. Η κατάσταση πραγμάτων είναι ένα λογικά δυνατό γεγονός, ενώ ένα γεγονός είναι μια κατάσταση πραγμάτων που συμβαίνει να ισχύει στην πραγματικότητα. Οι προτάσεις που έχουν νόημα αντιστοιχούν σε καταστάσεις πραγμάτων. Οι προτάσεις που αντιστοιχούν σε γεγονότα είναι αληθείς. Μια πρόταση με νόημα είναι η λογική εικόνα μιας κατάστασης πραγμάτων. Γλώσσα και κόσμος έχουν κοινά όρια. Λογική και κόσμος έχουν κοινά όρια. Τι συμβαίνει όμως πέρα από αυτά τα όρια; Για όλα όσα δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι; Στη μία πλευρά του ορίου κατοχυρώνεται η γλώσσα και η εικόνα. Αφήνοντας στην άλλη πλευρά του ορίου τη σιωπή.
7. Για όλα όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει