του Νικήτα Φεσσά
Η νέα προσθήκη στην κινηματογραφική παλέτα της DC είναι ίσως η πιο φρέσκια. Παρόλο που χρησιμοποιεί όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία του υπερηρωικού είδους, καταφέρνει, μέσω της (έστω μετριοπαθούς) ανατροπής έμφυλων στερεοτύπων, να δώσει νέα πνοή σε αυτό. Εμπνεόμενo από το Superman του Richard Donner, και συνδυάζοντας έξυπνα τα Thor και Captain America της Marvel, το Wonder Woman της Patty Jenkins (μια από τις ελάχιστες φορές που τα στούντιο εμπιστεύονται σε γυναίκα να σκηνοθετήσει μια τόσο ακριβή παραγωγή, αλλά και μια ταινία δράσης—που θεωρείται το κατεξοχήν ‘ανδρικό’ είδος) είναι εν πολλοίς μια πολεμική ταινία διανθισμένη με μυθολογικά στοιχεία, καθώς το πρώτο μισό εκτυλίσσεται στο φανταστικό νησί Θεμίσκυρα, που κατοικείται από Αμαζόνες.
Η Diana είναι η νεαρή πριγκίπισσα αυτής της πολεμικής αυτής φυλής που ζει ειρηνικά, απομονωμένη σε μια παραδεισένια, και φυλετικά diverse ουτοπία χωρίς άνδρες (τουτέστιν σε μια λεσβιακή ουτοπία, αν και η ταινία δεν εξερευνά την πτυχή αυτή). Ο κυνηγημένος από τους Γερμανούς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λοχαγός και κατάσκοπος Steve Trevor εισβάλλει με φαλλικό, αδέξιο τρόπο σε αυτή την ουτοπία και προκαλεί εντροπία. Προβλέψιμα για τα χολιγουντιανά στάνταρ, η Diana τον ερωτεύεται, αλλά ταυτόχρονα ακολουθεί και το πεπρωμένο της, που τη θέλει να γίνεται υπερ-πολεμίστρια και υπερασπίστρια του ανθρώπινου γένους. Επίσης, όχι τόσο προβλέψιμα, σε μια αντιστροφή των έμφυλων στερεοτύπων που τυπικά αναπαράγονται στον mainstream αφηγηματικό κινηματογράφο, ο Trevor γίνεται εδώ η Lois Lane- ‘δεσποσύνη εν κινδύνω’ (damsel-in-distress) για την Diana, ενώ η τελευταία προσωρινά αναλαμβάνει χαριτωμένα αφελή ρόλο που θυμίζει Clark Kent, προκειμένου να κρύψει το μεγαλειώδες alter ego της.
Ο χαρακτήρας της Wonder Woman, αν και δημιουργήθηκε από άνδρα, τον ψυχολόγο και εφευρέτη William Moulton Marston (εφηύρε τον γνωστό ανιχνευτή ψεύδους και είχε φετίχ με τα BDSM – κρατήστε αυτές τις πληροφορίες στο μυαλό σας όταν δείτε στην ταινία το ‘λάσο της αλήθειας’ που χρησιμοποιεί ως ένα από τα όπλα της η ηρωίδα) καμιά εβδομηνταριά χρόνια πριν, είχε εξαρχής συνειδητά φεμινιστικές καταβολές. Είναι η πρώτη φορά που μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη (στη μικρή είχε μεταφερθεί τη δεκαετία του ’70), με τη μορφή cheesy σήριαλ. Στην ταινία της Jenkins ωστόσο, ο χαρακτήρας επιστρέφει στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αυτή της πολεμίστριας. Ο διάλογος περιέχει αρκετά φεμινιστικά υπονοούμενα, και ειρωνεύεται πατριαρχικά στερεότυπα, στα οποία μια θεά (στην κυριολεξία) δεν μπορεί να ‘χωρέσει’, ή τα βρίσκει καταπιεστικά και περιττά (κορσέδες, σφιχτά κουμπωμένα ρούχα μέχρι πάνω, ο ρόλος της γραμματέως που προβάλλεται ως ο μόνος ‘φυσικός’ για τις γυναίκες που εργάζονται, ο αποκλεισμός των γυναικών από τους χώρους όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις και τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο, κλπ.). Η κεντρική ηρωίδα ενημερώνει επίσης τον συμπρωταγωνιστή της αρκετά νωρίς ότι οι γυναίκες δεν χρειάζονται τους άνδρες για να αντλήσουν σεξουαλική απόλαυση. Παράλληλα μιλάει εκατοντάδες ξένες γλώσσες, και, σε αντίθεση με τους άνδρες της ταινίας, διακρίνεται από ενσυναίσθηση. Ακόμα και το έμφυλο στερεότυπο του ιδιοφυούς κακού Ναζί επιστήμονα στην ταινία ανατρέπεται, με τον χαρακτήρα της Dr. Poison.
Φυσικά αυτή η ανατρεπτικότητα φτάνει μέχρις ενός σημείου. Η καλλίγραμμη πρωταγωνίστρια γίνεται σε αρκετές σκηνές θέαμα προς τέρψιν του ετεροσεξουαλικού άνδρα θεατή. Ωστόσο, η όποια αντικειμενοποίησή της έρχεται μαζί με την (έστω περιορισμένη) αντικειμενοποίηση του άνδρα συμπρωταγωνιστή, τον οποίο η Diana (και μαζί της και οι γυναίκες στο κοινό) εξετάζει πάνω-κάτω με το βλέμμα της. Επίσης, το σώμα της Gal Gadot σεξουαλικοποιείται σε πολύ μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι άλλα αντίστοιχων κινηματογραφικών ηρωίδων, ακόμα και φεμινιστικών κινηματογραφικών icons, ενώ παράλληλα το ίδιο σώμα παρουσιάζεται κυριολεκτικά ως υπερ-όπλο κατά της πατριαρχίας.
Με τα όποια ελαττώματά της – ένας ‘ξύλινος’ κακός (Danny Huston), ενίοτε αθέλητα αστείες σκηνές με την αψεγάδιαστη κόμη της ηρωίδας να ανεμίζει με φόντο την blue screen που δείχνει αποκαΐδια, και το μάλλον περιορισμένο υποκριτικό εύρος της Gadot, η οποία ωστόσο είναι αναμφίβολα χαρισματική και επιβλητική – η νέα ταινία της DC περιέχει μερικές από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές μάχης και μερικά από τα καλύτερα εφέ που έχουμε δει τελευταία, αλλά και τον πιο δυναμικό, στιβαρό, και ενδυναμωτικό γυναικείο χαρακτήρα του είδους από τις κινηματογραφικές απαρχές του. Εάν αυτό είναι αρκετό στην εποχή του Τραμπ, του ISIS, και τόσων άλλων κοσμοϊστορικών γεγονότων και γεωπολιτικών αλλαγών θα δείξει (η ταινία απαγορεύτηκε στην Τυνησία και το Λίβανο λόγω του παρελθόντος της πρωταγωνίστριας που έχει υπηρετήσει στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις). Τουτέστιν, είναι η Wonder Woman (και) το πρόσωπο του σύγχρονου λευκού, ‘idpol’ [πολιτικές ταυτότητας], φιλελεύθερου, ιμπεριαλιστικού φεμινισμού (εντός ή εκτός εισαγωγικών) γερακιών όπως η Χίλαρι, ή θα πρέπει να απολαύσουμε ακόμα και αυτές τις φεμινιστικές ανάσες που το Χόλιγουντ μάς προσφέρει σπάνια, και σε πολύ μικρές δόσεις, χωρίς να πολυμεμψιμοιρούμε ; Για να μεταχειριστώ ένα γνωστό σλόγκαν, απολαύστε (αλλά) υπεύθυνα, τουτέστιν με κριτικό πνεύμα.
Βαθμολογία 4/5