Από τον Χάρη Καλαμπόκη
Ένα θρίλερ για την κοινωνία και την Αριστερά
Η ιστορία μας ξεκινάει με τον μικρό Αλέξη και την παρέα του. Ζούνε ανέμελοι την πολιτική τους εφηβεία, έχοντας πάρει την εξουσία στα χέρια τους, και δίχως να συνειδητοποιούν το όποιο κόστος. Έχουν γίνει τα αγαπημένα παιδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν καταφέρει να πείσουν ένα σεβαστό ποσοστό της κοινωνίας σχετικά με το δόγμα ΤΙΝΑ. Τα προβλήματα αρχίζουν μόλις η παρέα λαμβάνει μηνύματα από κάποιον «άγνωστο» ελληνικό λαό. Τα μηνύματα λένε πάντα το ίδιο: «Ξέρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι».
Επειδή όμως από την ταινία αυτή, με το τέλος του μικρού Αλέξη και της παρέας του, δεν έχει βγει πάρα μόνο το trailer, ίσως θα ήταν καλύτερα να επικεντρωθούμε στο πολύ ενδιαφέρον prequel. Δεν συμβαίνει συχνά, μιας και κάθε prequel βγαίνει μετά την ταινία με την κύρια υπόθεση, όμως αυτό το prequel το γνωρίζουμε καλύτερα από την ταινία που αναμένεται. Κι αυτό γιατί αυτό το θρίλερ, δεν παίχτηκε στους κινηματογράφους. Παίχτηκε στις πλάτες της δημοκρατίας και του ελληνικού λαού.
Τι κάνανε πέρσι το καλοκαίρι;
Όλα ξεκίνησαν όταν η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους «Θεσμούς» απέτυχε παταγωδώς. Φυσικά, τα σημάδια αυτής της αποτυχίας ήταν εμφανή από καιρό. Η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν βασισμένη σε μία υποτιθέμενη ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ, σε συνδυασμό όμως με την παραμονή στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, και με απώτερο στόχο τον εκδημοκρατισμό αυτών των δύο. Παρά το πόσο ωραία μπορεί όλα αυτά να ηχούσαν στα αυτιά ενός αριστερού –ή και μη- ανθρώπου που είχε πιστέψει για τον οποιονδήποτε λόγο και με τα οποιαδήποτε κίνητρα την δράση εντός της Ευρωπαικής Ένωσης, αποδείχτηκε (χωρίς να είναι δύσκολο να το μαντέψει κανείς προηγουμένως) πως κανένα πολιτικό οικοδόμημα που είναι χτισμένο πάνω στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, και που δεν λειτουργεί με δημοκρατικές διαδικασίες, δεν αλλάζει κατεύθυνση απλά και μόνο επειδή η κυβέρνηση μιας χώρας το επιθυμεί, το χρειάζεται, ή αν θέλετε χτυπάει πεισματικά το πόδι της κάτω. Όταν μάλιστα αυτή η κυβέρνηση προχωράει σε διαπραγμάτευση υποχωρώντας πριν καν της το ζητήσουν, ασχολούμενη περισσότερο με το να πολεμάει τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του εσωτερικού της, παρά τους γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, και υπογράφοντας προσύμφωνα όπως αυτό της 20ης Φλεβάρη, που αποτελούν την πλήρη παράδοση όχι των ιδεών και των αιτημάτων, αλλά της ίδιας της ελευθερίας κινήσεων, ποιος θα περίμενε η διαπραγμάτευση αυτή να στεφθεί με επιτυχία;
Και κάπως έτσι, δεν στέφθηκε. Και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αλέξης Τσίπρας, γύρισε στην Ελλάδα και μετά από πρόταση στο υπουργικό συμβούλιο, απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό, προκηρύσσοντας δημοψήφισμα σχετικά με την αποδοχή ή την απόρριψη του προτεινόμενου –εκ των «Θεσμών»- μνημονίου. Η κυβέρνηση τάχθηκε υπέρ του «Όχι», και της απόρριψης της πρότασης Γιούνκερ. Εκ του αποτελέσματος βέβαια, ίσως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με σιγουριά πως όλα τα μέλη της κυβέρνησης έριξαν το ίδιο ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού τάχθηκε με το «Όχι». Τάχθηκε με το «Όχι» χωρίς να γνωρίζει ακριβώς τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό. Τάχθηκε με το όχι αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις της ΕΕ για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, καθώς επίσης και για την τρομοκρατία της πλειοψηφίας των ΜΜΕ. Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε πως το πιθανό «Όχι», θα ήταν ένα καλό διαπραγματευτικό χαρτί, όμως ούτε αυτό το γνώριζε ο ελληνικό λαός, και δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρει. Τον ενδιέφερε η δημοκρατία. Τον ενδιέφερε πως τώρα, που του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή του και να καταθέσει τη γνώμη του για αυτήν, θα το έκανε με κάθε κόστος. Και το έκανε. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος έφεραν το «Όχι» σαν αποτέλεσμα, και η μεγάλη μερίδα που το στήριξε γιόρταζε, γιατί ένιωθε πως επιτέλους έπαιρνε τη ζωή της στα χέρια της. Έριχνε μια γροθιά στο ευρωπαϊκό κατεστημένο, και έδινε την απάντησή της στον τελευταίο γραφειοκράτη του τελευταίου γραφείου της Ευρωπαικής Ένωσης.
Και την επόμενη μέρα, ο Αλέξης Τσίπρας πήρε στη βαλίτσα του το «Όχι», το κατέθεσε στη νέα διαπραγμάτευση του με τους «Θεσμούς», και οι «Θεσμοί» του απάντησαν πως οι λαοί είναι για να υποτάσσονται και να δέχονται, και πως αν καμιά φορά αφήνουμε τη γνώμη τους να ακουστεί, είναι για να έχουν οι ίδιοι την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας. Και ο Αλέξης Τσίπρας, που είχε εμψυχώσει τον λαό, που τον είχε διαβεβαιώσει για τη νίκη, και τον είχε σπρώξει στον αγώνα, υποτάχθηκε στους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής αγκαλιάς. Υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο και βύθισε την κοινωνία στην λογική της ανυπαρξίας εναλλακτικής λύσης.
Ή ελπίδα ήλθε, είδε, και απήλθε. Λίγο αργότερα προκηρύχθηκαν εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ διασπάστηκε με μία μερίδα των βουλευτών του να δημιουργούν την Λαϊκή Ενότητα και να κατεβαίνουν στις εκλογές με το σύνθημα της ρήξης, αντί εκείνου του αριστερού μνημονίου και του παράλληλου…σύμπαντος του ΣΥΡΙΖΑ, οι μνημονιακές δυνάμεις παρουσιάζονταν δικαιωμένες, και όσοι προσήλθαν στις κάλπες -δεν μετράμε την αποχή- έδωσαν μια απογοητευμένη και σε πλειοψηφία μνημονιακή ψήφο. Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις –και η καινούρια της παρέας, Λαϊκή Ενότητα- έμειναν εκτός βουλής στην πλειοψηφία τους. Η μόνη αριστερή αντιμνημονιακή δύναμη εντός βουλής ήταν και είναι το ΚΚΕ, που βέβαια φαίνεται να κερδίζει τη θέση στη βουλή περισσότερο λόγω παράδοσης και όχι λόγω αντιμνημονιακού αγώνα.
Φυσικά η εξιστόρηση όλων αυτών των γεγονότων είναι λίγο πολύ γνωστή και σίγουρα κουραστική. Έχει όμως σημασία για να αποκαλυφθεί η ουσία αυτών και για να μην ξεχνάμε ποτέ «τι έκαναν πέρσι το καλοκαίρι».
Ποιες οι επιπτώσεις στην κοινωνία;
Όπως προαναφέρθηκε το δόγμα ΤΙΝΑ έφτασε μακριά. Η μνημονιακή συνθηκολόγηση της «Αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ, του φορέα της «Ελπίδας» όπως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ διατυμπάνιζε, έφερε την μνημονιακή πραγματικότητα ένα βήμα πιο κοντά στην αποδοχή της σαν μία «κανονικότητα» στη συνείδηση των πολιτών, και έθαψε το αγωνιστικό πνεύμα των πολιτών που είχε καλλιεργηθεί κατά το χρονικό του δημοψηφίσματος. Για μία συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αποδεκτός σαν ο καλύτερος διαχειριστής του μνημονίου, πράγμα που δηλώνει πως το μνημόνιο έγινε αποδεκτό σαν μη αναστρέψιμο, και κάπως έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε πάλι στην εξουσία. Για μία άλλη μερίδα της κοινωνίας οι εκπρόσωποι της «λαικής δεξιάς», της φασίζουσας σοσιαλδημοκρατίας, και της «νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης», όλοι τους υποστηρικτές των μνημονίων, φάνηκαν δικαιωμένοι. Για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας όμως, η μεγαλύτερη των επιπτώσεων ήταν το γεγονός πως για ένα μεγάλο ποσοστό έγινε βίωμα ο στίχος του «είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’αλλάξω». Και δυστυχώς όχι με το ευρύ μήνυμα του τραγουδιού, αλλά μέσα στο πολύ σκληρό πλαίσιο αυτού του συγκεκριμένου στίχου. Η κοινωνία απέστρεψε το κεφάλι της από όποια εναλλακτική πρόταση, και δέχτηκε την ήττα. Επιπροσθέτως, η «προδοσία» του ελπιδοφόρου οχήματος, έκανε την κοινωνία να χάσει την εμπιστοσύνη της απέναντι σε κάθε πρόταση.
Ποιες οι επιπτώσεις στην Αριστερά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στην αριστερά το βαρύτερο πλήγμα. Ντυμένος τον αριστερό μανδύα, και δρώντας στο όνομα της αριστεράς, στη συνείδηση πολλών πολιτών ταυτίστηκε μαζί της, και η αριστερά φυλακίστηκε στο «Μια απ’τα ίδια». Για άλλους πάλι η αριστερά ταυτίστηκε με τα «χειρότερα», και για άλλους έγινε αποδεκτό το ότι οι «φανφάρες» της Αριστεράς είναι αδύνατο να εκπληρωθούν στην πράξη. Μετεκλογικά ένα μέρος της αριστεράς αναπαύθηκε στις προφητικές προβλέψεις του σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, ευλογώντας τα γένια του και αναμένοντας τον από μηχανής σοσιαλισμό του μέλλοντος. Ένα άλλο μέρος πάλεψε να επικοινωνήσει την λογική της ρήξης, αρνούμενο όμως να αντιληφθεί πως η απουσία ολοκληρωμένης εναλλακτικής πρότασης δεν αντικαθίσταται με το ηθικό πλεονέκτημα του αμόλυντου έναντι του προδότη, και ένα άλλο μέρος της αριστεράς παρέμεινε στάσιμο σε μία –άλλες φορές μέτρια άλλες φορές πλήρως ανεπαρκή- κινηματική δράση, που στα δικά της μάτια καταγράφονταν ως μια προεπαναστατική περίοδος που θα φέρει την απελευθέρωση.
Μπορεί να υπάρξει happy end?
Eπιστρέφοντας λοιπόν στην ταινία που όλοι αναμένουμε, μπορεί να υπάρξει happy end. Σε ένα οικοδόμημα που έχει δεχτεί τις πρώτες ρωγμές –βλέπε Brexit- ,που αμφισβητείται καθημερινά από όλο και περισσότερους πολίτες, και αντιδρά με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο τοποθετώντας τον εαυτό του και τα συμφέροντα των ελίτ ενάντια στην κοινωνία, γίνεται σαφές περισσότερο από ποτέ ότι κανένα δημοκρατικό, αξιοπρεπές και με επίκεντρο τον άνθρωπο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει εντός του οικοδομήματος. Το οικοδόμημα καταρρέει, και οι λαοί πρέπει να αποφασίσουν αν θα συμβάλλον στο χτίσιμο μιας νέας κοινωνίας ή αν θα απομείνουν να κοιτάζουν τα συντρίμμια της παλιάς προσευχόμενοι κατά της ολοκληρωτικής της ισοπέδωσης. Αν η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλλε θετικά σε κάτι, αυτό ήταν το γκρέμισμα της λογικής της ανάθεσης. Είναι πλέον σαφές πως ο λαός δεν μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του σε σωτήρες και μεσσίες, και πως κανείς δεν είναι ικανός να αγωνιστεί για τις ζωές των ανθρώπων τόσο αποτελεσματικά όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Και η αριστερά; Τι ρόλο παίζει πια η αριστερά; Παρά τις παθογένειες, η λύση βρίσκεται στα αριστερά. Η κοινωνία όμως χρειάζεται μία διαφορετική αριστερά. Μια αριστερά απαλλαγμένη από τα ταμπού της αυτοκριτικής. Μια αριστερά που θα χαράξει τον σωστό δρόμο, γνωρίζοντας βήμα βήμα ποιος ήταν ο λάθος . Μία αριστερά που δεν θα αρκείται ως εξωτερικός παρατηρητής των κινημάτων, και δεν θα ιεραρχεί τους αγώνες που αποζητά η κοινωνία για χατήρι των δικών της οραμάτων. Μία αριστερά που θα γνωρίζει πως δεν υπάρχουν αγώνες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αλλά αγώνες που κερδήθηκαν, και αγώνες που δεν κερδήθηκαν ακόμα. Μία αριστερά που δεν θα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως απλό καθοδηγητή της κοινωνίας, αλλά θα αισθάνεται μέρος της. Γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να πείσει την κοινωνία πως αν ακονίσει τα όνειρα, μπορεί να σφάξει την πραγματικότητα. Μία αριστερά που δεν θα ξεχνάει τις καταβολές της, αλλά δεν θα αρκείται στον ξύλινο λόγο όποια και αν είναι η σημασία του, ιεραρχώντας πάνω απ’όλα να μιλήσει μέσω κάθε κώδικα στην καρδιά της κοινωνίας. Μία αριστερά που δεν θα την ενδιαφέρει η αυτοεπιβεβαίωσή της, παρά η επιβεβαίωση του ότι ο αγώνας δεν μένει ποτέ άκαρπος. Και τέλος, μία αριστερά της ρήξης. Η αριστερά δεν μπορεί σε αυτήν τη συγκυρία να μένει σοκαρισμένη από την πραγματικότητα, και να οδηγείται μονάχα στην ανάλυση θεωριών και σε μετριοπαθείς άμυνες. Η ρήξη είναι απαραίτητη. Και δυνατή.
Η ημερομηνία προβολής της νέας ταινίας είναι άγνωστη. Το σενάριο είναι στα χέρια μας.