Του Γιάννη Μπρούζου
Εμείς.
Τα εκατομμύρια.
Που περάσαμε μερόνυχτα αγωνίας για να συμπληρώσουμε αιτήσεις, αγγελίες, να χτυπήσουμε πόρτες και τηλέφωνα, να στείλουμε εκατοντάδες μειλ και βιογραφικά, για ένα κομμάτι ψωμί, για μια θέση. Ούτε καν για μια θέση στον ήλιο, περισσότερο για μια θέση στην κόλαση του εργασιακού μεσαίωνα.
Εμείς.
Που μας απέλυσαν χωρίς μια λέξη, που παραιτηθήκαμε μετά απο μήνες απλήρωτης ή κακοπληρωμένης δουλειάς. Που σκληρά εκμεταλεύτηκε τα χέρια και τα μυαλά μας το κάθε αφεντικό, το κάθε λαμόγιο, το κάθε άχρηστο βολεμένο ζιζάνιο, το κάθε βύσμα, το κάθε κονέ, το κάθε μέσον, με κάθε μέσον.
Εμείς.
Που από το σχολείο μας στερούν τη ζωή και την ελευθερία. Που κάπου εκεί και μετά ξεκινήσαμε με όποιο τρόπο να βγάζουμε ένα κάτι τι για να μπορούμε να σπουδάζουμε, ή να βοηθάμε την οικογένεια, ή να ζούμε αυτόνομα όσο γινόταν.
Που γυρίσαμε τελικά ή δεν φύγαμε ποτέ απο το παιδικό μας δωμάτιο γιατί δεν έβγαινε αλλιώς. Που σπουδάσαμε ή μάθαμε μέσα απ τη δουλειά μας, τόσα που καμιά γενιά πριν δεν ήξερε.
Εμείς.
Που θέλουμε να στήσουμε τη ζωή μας με αξιοπρέπεια, με λίγα αλλά καλά. Που ούτε αυτό δεν βγαίνει μόνο με ιδρώτα απο τα χερια και τα μυαλά μας, και που την ψυχή μας δεν την πουλάμε σε κανέναν.
Εμείς.
Που μόνο αυτά έχουμε: τα χέρια, τα μυαλά και τις ψυχές μας. Που προσπαθούμε με νύχια και με δόντια, με στερήσεις, με αγωνίες, με ξενύχτια να φροντίσουμε τα παιδιά μας, ή τα μελλοντικά παιδιά μας. Που φύγαμε μετανάστες και δεν γυρίσαμε ποτέ και έχουμε την φωτιά του νόστου να μας καιει. Που σφίξαμε τα δόντια και γυρίσαμε, για την ελπίδα και για το γαμώτο. Που η ελπίδα μας πρόδωσε, αλλά δεν το κουνάμε πάλι για τα ξένα ρε κουφάλες, κι ας μας λέτε οτι χαθήκαμε ως γενιά, κι ας μας σπρωχνετε προς τα κει.
Εμείς.
Που κάναμε όνειρα μέσα στην κόλαση. Που ερωτευτήκαμε. Που φιλήσαμε τα αγόρια και τα κορίτσια μας σαν να μην υπάρχει αύριο. Γιατί όντως δεν υπήρχε.
Εμείς.
Που μας έλιωσε η μοναξιά, σε εναν κόσμο τόσο άδικο, τον κόσμο του “ο καθένας για πάρτη του”.
Εμείς.
Που θαμαστε πάντα οι απέξω, που θα μαστε πάντα με αυτούς που μένουνε απέξω, γιατί δεν έχουμε ούτε γραβάτα ούτε παπγιον. Εμείς. Που αγωνιστήκαμε για τη ζωή μας, για το δίκιο, για ό,τι μας κινησε και μας συγκινησε. Που κλάψαμε για κάθε ματαίωση, για κάθε απελπισία. Που ήπιαμε και μεθύσαμε απο χαρά ή απο πονο για όλα αυτά που γευτήκαμε, για όλα αυτά που στερηθήκαμε. Που δακρύσαμε απο χαρά σε κάθε στιγμή που έμοιαζε σαν κατι να αλλάζει, σαν κάποτε να χάνουν κι αυτοί.
Αυτοί.
Κυνικοί και αδίστακτοι. Εχθροί κάθε ίχνους δημιουργικότητας και δημιουργίας, κάθε πραγματικής αξίας και αξιοσύνης, κάθε σκιρτίματος αλληλεγγύης και προσφοράς. Με μόνη τους έννοια τα λεφτά ή την εξουσία. Με ένα σύστημα ολόδικό τους, σάπιο αλλα πολύ οργανωμένο. Μια οργάνωση της αχρηστίας και της εκμετάλευσης. Ενα οργανωμένο σύστημα των ζιζάνιων που ζουν με την δουλειά άλλων και των βυσμάτων που εκμεταλεύτηκαν τα μέσα, τους κολλητούς και τους γνωστούς του μπαμπάκα τους. Ένα σύστημα καταστολής κάθε αγώνα, κάθε δημιουργικής τάσης αλλαγής.
Μια οργάνωση της προπαγάνδας, του περιορισμού και κατάργησης κάθε δημοκρατικού δικαιώματος και θεσμού, και τις διασποράς κάλπικων ονείρων. Αυτοί που δεν είναι πολλοί αλλά καταφέρνουν να πάρουν αργά ή γρήγορα στην υπηρεσία τους όλους εκείνους που διψάνε για λεφτά ή εξουσία. Ακόμα και κάποιους απ τους διπλανούς μας που θαμπώθηκαν απ τα υπουργεία απ τις καρέκλες, απ τις θεσούλες που τους πρόσφεραν και μεταλλάχτηκαν σε χρόνο ρεκόρ.
Κι όμως αυτή τη χρονιά για λίγο φάνηκε -νομίζαμε ίσως μόνο κάποιοι απο μας- να τους νικάμε. Να παίρνουμε τις αποφάσεις και τις ζωές μας στα χέρια μας. Φάνηκε αλλά δεν ήταν έτσι. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ λέει ο ποιητής, και εμείς “στους ποιητές μας χρωστάμε πιο πολλά απο τους δανειστές μας”. Ίσως να χάσαμε ήδη όταν πιστέψαμε ή ελπίσαμε οτι άνθρωποι διψασμένοι για την εξουσία, που είχαν και έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν απο μας, θα κάνανε τη δουλειά για μας.
Χάσαμε όντως τελειωτικά; Είμαστε η νεα χαμένη γενιά όπως μας πέταξε στα μούτρα ο κατα τα άλλα συνομίλικος πρώην πρωθυπουργος; Αυτός που μαζί με άλλους τις γενιάς μας βολεύτηκε και χώθηκε με τα μούτρα στην εξουσία και τα δύχτια της;
Ε, ΟΧΙ λοιπόν. Ζούμε και δεν παραδινόμαστε ακόμα στο θάνατο ή στην εξορία της ξενιτιάς όσο κι αν θέλουν να ξεμπερδέψουν μαζί μας νωρίς. Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε. Και όσο ζούμε είμαστε αυτές και αυτοί που με τις δυνατότητές μας, με το μόχθο μας, με την συνεργασία μας, με την αξία και την τιμιότητά μας, μπορούμε ακόμα να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, μπορούμε ακόμα να δημιουργήσουμε, να ονειρευτούμε, να αλλάξουμε τον κόσμο.
Πως; Μην κάνοντας ό,τι κάναμε μεχρι τώρα. Μην εκχωρώντας τις δυνατότητές μας σε άλλους. Μην αφήνοντας κανέναν να δρα και να μιλαει για λογαριασμό μας. Μην ξοδεύοντας τις δυνάμεις μας, σε πράγματα άχρηστα, προς εκμετάλευση και ανάδειξη ανίκανων ανθρώπων. Αφήνοντας πισω κόμματα και ομάδες που στοχεύουν μόνο σε εξουσίες, μικροεξουσίες και λεφτά.
Προσπερνώντας κινήσεις και κινήματα φτιαγμένα για να χάσουν ηρωικά. Για ένα διάστημα, μέχρι να μπορούμε να τα φέρουμε τούμπα, ίσως χρειάζεται ακόμα να συμπορευτούμε μαζί τους. Ας επιλέξει ο καθένας μας και η κάθε μία την προσκαιρη έκφραση της οργής και της αντίστασης.
Έστω με μισή καρδιά (γιατί δεν αξίζει παραπάνω και το ξέρουμε) και επειδή δεν μας ταιριάζει η αποχή και η παραίτηση να υποστηρίξουμε μια πολιτική παράταξη που τουλάχιστον επιμένει έστω στα λόγια να ειναι απ τη δική μας τη μεριά: την ΛΑΕ, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ό,τι πιστεύει ο καθένας. Όμως ξέρουμε όλες και όλοι οτι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα, γιατί έχουμε σύντομα να κινήσουμε για αλλού…
Να δοκιμάσουμε άλλους δρόμους. Δρόμους δημιουργίας. Δρόμους παραγωγής ενός άλλου κόσμου παραλληλα και απέναντι στον κόσμο τους. Μιας ζωής και μιας συνεργασίας που αντιστοιχεί στις δυνατότητες μας, που συναντά τις ανάγκες και τα όνειρά μας. Ενός κόσμου “απ τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα συμφωνα με τις ανάγκες του”.
Γιατί είναι τόσες για πρώτη φορά οι δυνατότητες μας. Και γιατί για πρώτη φορα “δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε ούτε καν τις αλυσίδες μας”. Να το τολμήσουμε λοιπόν, να στήσουμε με δίκτυα, με διαδίκτυα, με γειτονιές και συναιτερισμούς, με συνεργασίες και ανταλλαγές όσο πιο μεγάλο κομμάτι της ζωής μας έξω απ τον κόσμο τους.
Να αξιοποιούμε τις δυνατότητες μας, και αυτές των ομοίων μας όχι για Αυτούς αλλά για Εμάς. Να φτιάξουμε τη δική μας οικονομία, να σχεδιάσουμε, να παράγουμε και να διαθέτουμε τα δικά μας προιόντα, τις δικές μας υπηρεσίες, αυτές που έχουμε ανάγκη. Καταρχήν με τους ομοίους μας και στους ομοίους μας και μόνο δευτερευόντως στο σύστημά τους.
Να οργανωθούμε δίνοντας όλη μας τη διάθεση, το κουράγιο, την επιθυμία μας, την χαρά μας, την σοβαρότητα και τις δυνατότητές μας σε αυτόν τον άλλο κόσμο. Πώς θα γίνει αυτό ακριβώς; Πώς θα λύσουμε τα άπειρα προβλήματα και δυσκολίες; Πώς θα εξασφαλίσουμε και θα αξιοποιήσουμε πόρους και θα δημιουργήσουμε δομές; Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Δεν χρειάζεται όμως να σκεφτόμαστε, να δοκιμάζουμε και να δρούμε ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση;
Ίσως να είμαστε για κάποιο διάστημα σε αλληλεπίδραση με το δικό τους κόσμο, με τα δικά τους λεφτά με τις δικές τους τράπεζες, με τη δική τους οικονομία. Θα τους νικήσουμε όμως όταν πια δεν θα τους έχουμε ανάγκη, αλλά αυτοί θα κρέμονται απο πάνω μας. Εκεί έχουμε να φτάσουμε, κι ας είναι δύσκολο. Αυτό φοβούνται μόνο. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα γίνει: το έκαναν και οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας στην κατοχή κι ας μην ήξεραν τόσα όσα εμείς, το κάνουν εκατομμύρια φτωχοί και αποκλεισμένοι στον κόσμο.
Γιατί είναι και θέμα επιβίωσης. Γιατί είναι θέμα ζωής. Να ζήσουμε τη ζωή μας αλλιώς εδώ και τώρα, ώστε όταν έρθει η ώρα της σύγκρουσης να μην τους έχουμε καμιά ανάγκη. Αυτή θα είναι η πιο γλυκιά εκδίκηση για όλα τα όνειρα μας. Μπορεί να μην τα καταφέρουμε εύκολα, μπορεί να δυσκολευτούμε πάρα πολύ. Είμαστε όμως δυνατές και μαθημένοι στα δύσκολα. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία και τις διαθέτουμε. Και δεν έχουμε καμιά αλυσίδα πλέον να χάσουμε.