Στις 19 Δεκεμβρίου του 1894, οδηγήθηκε ενώπιον της γαλλικής δικαιοσύνης ο αξιωματικός του πυροβολικού Άλφρεντ Ντρέιφους, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η πολύκροτη «Υπόθεση Ντρέιφους» χαρακτηρίστηκε ως μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες ενώ αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης, επί σειρά ετών, στην γαλλική κοινωνία με πολίτες και λογοτέχνες να καταγγέλλουν την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1898, ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Émile Zola δημοσιεύει το φλογερό άρθρο «Κατηγορώ», με θέμα τη δικαστική πλάνη εις βάρος του νεαρού αξιωματικού του Γαλλικού Στρατού. Το διάσημο πολιτικό σκάνδαλο ξεκίνησε από έναν… κάδο απορριμμάτων, και συγκεκριμένα αυτόν του στρατιωτικού ακόλουθου της Γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι, Maximilian Von Schwartzkoppen.
Μετά τη λήξη του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου (1870-1871), ο Γερμανός πρέσβης στο Παρίσι Κόμης Münster είχε δώσει το λόγο του στην κυβέρνηση της χώρας ότι οι ακόλουθοί του θα απείχαν από απόπειρες δωροδοκίας Γάλλων αξιωματούχων. Ένας νέος ακόλουθος όμως της πρεσβείας, ο συνταγματάρχης Maximilian Von Schwartzkoppen συνέχιζε την καταβολή πληρωμών προς κατασκόπους – κάτι που η Γαλλία γνώριζε και γι’ αυτό το λόγο τον είχε υπό διακριτική παρακολούθηση, με τη βοήθεια της υπαλλήλου καθαριότητας της πρεσβείας μαντάμ Bastian, η οποία συνέλεγε όλα τα σκισμένα ή μισοκαμένα έγγραφα που εντόπιζε στα απορρίμματα του συνταγματάρχη.
Με αυτό τον τρόπο, έγινε γνωστό ότι το 1892 γαλλικά κρατικά μυστικά που αφορούσαν την εθνική άμυνα της χώρας, είχαν διαρρεύσει προς τους Γερμανούς. Τα έγγραφα που πέταξε ο Von Schwartzkoppen ανέφεραν έναν «κανάγια D;» ως αυτόν που παρέδωσε τα σχέδια ενός φρουρίου στη Νίκαια, ενώ σε άλλα έγγραφα ο Γερμανός ακόλουθος ανέφερε ότι είχε βρει πληροφοριοδότη που θα του έφερνε ντοκουμέντα που μόλις εξέδωσε το γαλλικό Γραφείο Πολέμου.
Οι γαλλικές υπηρεσίες είχαν πλέον αποδείξεις ότι υπήρχε ένας προδότης ανάμεσά τους. Την εποχή εκείνη, ο νεαρός αξιωματικός του πυροβολικού Άλφρεντ Ντρέιφους υπηρετούσε στο Γενικό Επιτελείο. Τόσο οι συνεργάτες του όσο και οι ανώτεροί του αναγνώριζαν την ευφυία, την καλλιέργεια, την εργατικότητα και την ιδιαίτερα καλή μνήμη του – αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω της κάπως υπεροπτικής συμπεριφοράς και της ελαφρά ξενικής προφοράς του. Παρόλα αυτά, όλα έδειχναν ότι επρόκειτο να έχει μια λαμπρή στρατιωτική καριέρα, ενώ η περιουσία του τού επέτρεπε να ζει με άνεση.
Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς το κίνητρο για την προδοσία του νεαρού Ντρέιφους, ειδικά από τη στιγμή που είχε επιδείξει ιδιαίτερο πατριωτισμό και είχε μάλιστα επηρεαστεί από κίνημα που απαιτούσε εκδίκηση από την Γερμανία. Ο κύριος λόγος που θεωρήθηκε ύποπτος για προδοσία φαίνεται να ήταν το αντισημιτικό αίσθημα – γιατί ο νεαρός Ντρέιφους είχε και εβραϊκή καταγωγή. Οι στρατιωτικοί που υπέδειξαν τον Ντρέιφους ως ύποπτο για την προδοσία προώθησαν γρήγορα το ζήτημα στα ανώτερα κλιμάκια. Η γραφολογική εξέταση του ντοκουμέντου από τον κάδο του Von Schwartzkoppen και δείγματος γραφής του Ντρέιφους σημείωσε τη διαφορά μεταξύ των δυο γραφικών χαρακτήρων και συμπέρανε ότι είναι «δυνατόν να είναι διαφορετικό το άτομο που συνέταξε το ανώνυμο γράμμα» προς τον Γερμανό ακόλουθο, ωστόσο οι Γάλλοι επέλεξαν να εκλάβουν το πόρισμα ως «ουδέτερο» και προχώρησαν στην σύλληψη του Ντρέιφους.
Ο νεαρός αξιωματικός δήλωσε αθώος και μάλιστα προσέφερε τα κλειδιά του σπιτιού του για να ερευνηθεί, τη στιγμή της σύλληψής του. Χωρίς καθυστέρηση ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στη στρατιωτική φυλακή Cherche-Midi όπου τηρήθηκε άκρα μυστικότητα για την παρουσία του Ντρέιφους εκεί. Υποχρεώθηκε να δώσει επανειλημμένα δείγματα γραφής, σε όλες τις στάσεις- όρθιος, καθιστός, με γάντια, ξαπλωμένος. Κανένα από αυτά δεν έφερε ίδια χαρακτηριστικά με το ενοχοποιητικό έγγραφο από τη γερμανική πρεσβεία. Ο γραφολόγος Bertillon τελικά, παρά την απουσία ομοιοτήτων, υποστήριξε στο τελικό πόρισμά του ότι ο Ντρέιφους «αυτοπλαστογράφησε» τον ίδιο του τον γραφικό χαρακτήρα και ότι «ήταν ένοχος χωρίς καμία επιφύλαξη».
Παρόλα αυτά στρατηγοί εξακολουθούσαν να αμφιβάλλουν για την ενοχή του Ντρέιφους. Η διερεύνηση για την αλήθεια όμως σύντομα έγινε ακόμα δυσκολότερη, αφού ο Τύπος ανακάλυψε την υπόθεση. Ένα σημείωμα με την υπογραφή «Henry» έφτασε σε δημοσιογράφο, και ανέφερε το όνομα και τη διεύθυνση του συλληφθέντα για την υπόθεση, όπου κατέληγε ψευδώς ότι «όλο το Ισραήλ είναι ανάστατο». Οι εφημερίδες σύντομα έφεραν πηχυαίους τίτλους για τη μυστική σύλληψη στην υπόθεση κατασκοπείας, με πολλές να τονίζουν πρώτα απ’ όλα την εβραϊκή καταγωγή του κατηγορούμενου.
Η καταδίκη
Ο Ντρέιφους οδηγήθηκε στο στρατοδικείο, όπου κεκλεισμένων των θυρών, καταδικάστηκε ομόφωνα. Το Σύνταγμα του 1848 απαγόρευε την θανατική ποινή για τα πολιτικά εγκλήματα και έτσι, αφού παύθηκε τελετουργικά από το στρατιωτικό του αξίωμα, εξορίστηκε και φυλακίστηκε στο Νησί του Διαβόλου, στα ανοικτά των ακτών της Γαλλικής Γουιάνας, στη Νότια Αμερική. Εκεί, φυλακισμένος σε κελί εμβαδόν 3 επί 3 μέτρα, με ένα μικρό παράθυρο, ο Ντρέιφους τελούσε υπό εικοσιτετράωρη φρούρηση, ενώ οι φρουροί του είχαν ρητές διαταγές να μην του απευθύνουν τον λόγο. Μάλιστα ο κρατούμενος κοιμόταν στο κρεβάτι του αλυσοδεμένος, ανήμπορος έτσι να προστατευθεί από τα έντομα και τα ερπετά.
To 1896, ωστόσο, ο επικεφαλής της γαλλικής αντικατασκοπείας υποκλέπτει επιστολή του ταγματάρχη πεζικού Ferdinand Walsin Esterhazy προς τη γερμανική πρεσβεία, η οποία αποδεικνύει ότι αυτός είναι ο πραγματικός ένοχος. Η ηγεσία του γαλλικού στρατού ωστόσο προτιμά να συγκαλύψει την υπόθεση, παρά να παραδεχθεί το σφάλμα της και την κακοδικία εις βάρος του Ντρέιφους. Ο Esterhazy διαφεύγει μάλιστα στη Βρετανία, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την περίπτωση αναψηλάφισης της υπόθεσης. Αντ’ αυτού, ο νεαρός αξιωματικός φορτώνεται κι άλλες κατηγορίες βασισμένες σε έγγραφα που κατασκευάστηκαν από υπάλληλο των μυστικών υπηρεσιών ακριβώς για να επιβεβαιωθεί η ενοχή του. Με την δεύτερη δίκη έρχεται και δεύτερη καταδίκη για τον Άλφρεντ Ντρέιφους, ο οποίος όμως εξασφάλισε χάρη λίγο αργότερα, λόγω ελαφρυντικών.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας ανέτρεψε τελικά την καταδίκη του Ντρέιφους το 1906.
Η υπόθεση προκάλεσε διχασμό στη Γαλλία κατά τα 12 χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύλληψη έως την αθώωση του Άλφρεντ Ντρέιφους, με πολλούς πολίτες και λογοτέχνες να λαμβάνουν θέση υπέρ του νεαρού λοχαγού, ζητώντας τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως τον επέβαλε η Γαλλική Επανάσταση.
Το 1898 ο Emile Zola δημοσίευσε την διάσημη ανοιχτή επιστολή του «Κατηγορώ» προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, στο πρωτοσέλιδο της «L’Aurore». Με την επιστολή του, ο κορυφαίος Γάλλος λογοτέχνης κατηγορεί την ηγεσία του Στρατού για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης και αντισημιτισμό.
Στο πλευρό του Ντρέιφους τάχθηκαν και οι Anatole France και Jean Jaurès. O Άλφρεντ Ντρέιφους, μετά την αποφυλάκισή του συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα λόγω των προβλημάτων στην υγεία του εξαιτίας της κράτησής του στο Νησί του Διαβόλου. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξαναμπήκε στο Στρατό, όπου υπηρέτησε κυρίως στην οπισθοφυλακή ως αντισυνταγματάρχης. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 75 ετών, στις 12 Ιουλίου 1935, τη μέρα που συμπληρωνόταν ακριβώς 29 χρόνια από την επίσημη αθώωσή του.