Με νομοσχέδιο, το υπουργείο Πολιτισμού δρομολογεί τη μετατροπή πέντε εμβληματικών δημόσιων μουσείων (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Βυζαντινού Πολιτισµού και Αρχαιολογικό Ηρακλείου) σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Πρόκειται για σχέδιο εκσυγχρονισμού ή υπονόμευσης του δημόσιου χαρακτήρα τους; Θα ενισχυθούν η εξωστρέφεια και η ανάπτυξή τους ή θα αποδυναμωθεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία;
Σε χτεσινό της ρεπορτάζ, η ΕΦ.ΣΥΝ. αναφέρει πως το υπουργείο Πολιτισμού δρομολογεί τη μετατροπή πέντε εμβληματικών δημόσιων μουσείων από Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με νομοσχέδιο, το οποίο πρόκειται να τεθεί σε διαβούλευση στο τέλος Φεβρουαρίου για να έρθει προς ψήφιση στη Βουλή τον Μάρτιο. Αφορά το Εθνικό Αρχαιολογικό, το Βυζαντινό και Χριστιανικό, το Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, το Βυζαντινού Πολιτισμού και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Πρόκειται για σχέδιο εκσυγχρονισμού ή υπονόμευσης του δημόσιου χαρακτήρα τους; Είναι ο νέος δρόμος ή η κερκόπορτα για αποδυνάμωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και είσοδο ιδιοτελών συμφερόντων;
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση για τις αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου, τη διαχείριση του μνημείου της Ακρόπολης, τον ενάλιο αρχαιολογικό χώρο της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας όπου παραχωρήθηκε άδεια λειτουργίας ναυπηγείου-διαλυτηρίου πλοίων, τις συλλογές αρχαιοτήτων που με τον νέο νόμο επιτρέπεται ο δανεισμός τους για 50 έτη στο εξωτερικό, μαζί με πολλά σημαντικά ζητήματα που άπτονται της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και του σύγχρονου πολιτισμού, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού.
Το σχέδιο νόμου για τη μετατροπή των πέντε δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ χαιρέτισε με θερμά λόγια ο πρωθυπουργός κατά την παρουσίασή του στο υπουργικό συμβούλιο (22/12/20) από την υπουργό Πολιτισμού κ. Μενδώνη. Επιστημονικοί φορείς και σύλλογοι, εργαζόμενοι και στελέχη των μουσείων έχουν καταγγείλει ότι δεν προηγήθηκε καμία ανταλλαγή απόψεων μαζί τους. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου απαξιώνει τον διάλογο που είναι προϋπόθεση για μια δημοκρατική διακυβέρνηση; Αλγεινή εντύπωση προκαλεί ότι το θέμα φέρνει η κυβέρνηση με τα μουσεία κλειστά εν μέσω πανδημίας, γεγονός που έχει ανοίξει νέες οπτικές για τις ανάγκες της στήριξης της λειτουργίας τους στο παρόν και το μέλλον, τον τρόπο επαφής τους με το κοινό και τα εργασιακά ζητήματα που προκύπτουν, όπως αποκαλύπτεται σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο.
Η μετατροπή που επιχειρεί η κυβέρνηση είναι πολιτική απόφαση και αφορά το σύνολο των πολιτών και τις σχέσεις τους με την πολιτιστική κληρονομιά και την κουλτούρα τους. Το μουσείο είναι κοινωνικό αγαθό, χώρος ανοιχτού διαλόγου, διαφορετικής έκφρασης με τη συμμετοχή της κοινότητας. Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων ICOM ορίζει το μουσείο ως ίδρυμα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα «στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξης». Ίσως οι ακριβείς προθέσεις της κυβέρνησης βρίσκονται στα εύγλωττα λόγια του τέως κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα, «στόχος της μετατροπής είναι τα μουσεία αυτά, αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια».
Οι εργαζόμενοι όλων των ειδικοτήτων (αρχαιολόγοι, συντηρητές, ιστορικοί, μουσειολόγοι, μηχανικοί, αρχαιοφύλακες, εργατοτεχνίτες, καθαριστές) στα πέντε μουσεία, με επιστολές τους προς τον πρωθυπουργό ζητούν να αποσυρθεί το σχέδιο νόμου και να ανοίξει διάλογος για τον εκσυγχρονισμό των μουσείων εντός του πλαισίου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τις δυσμενείς επιπτώσεις που κυοφορεί το εγχείρημα.
Κάνουν αναδρομή στην ίδρυση, την ιστορία, στον ρόλο του μουσείου στο οποίο εργάζονται και στα επιτεύγματά του που είναι από επιστημονικό και εκπαιδευτικό έργο, καινοτόμα προγράμματα, διεθνείς διακρίσεις μέχρι χορηγίες. Αναρωτιούνται ποιο πλεονέκτημα προσφέρει η αλλαγή του νομικού καθεστώτος από τη στιγμή που τα μουσεία υλοποιούν, ήδη, όσα ευαγγελίζεται το νομοσχέδιο, λειτουργούν με διαφάνεια, με διοικήσεις κρατικών λειτουργών και όχι διοικητικά συμβούλια που θα αλλάζουν κάθε φορά μαζί με τις κυβερνήσεις. Το επιχείρημα της οικονομικής αυτονομίας καταρρίπτεται: «Οσοι δραστηριοποιούνται στον χώρο του πολιτισμού γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα μουσεία δεν μπορούν να αυτοχρηματοδοτηθούν, όσο δημοφιλή κι αν είναι…». Σημειώνουν δε, ότι για τις δυσλειτουργίες σε καφέ και πωλητήρια την ευθύνη φέρει ολοκληρωτικά το πρώην ΤΑΠΑ, που λειτουργούσε ως ΝΠΔΔ του ΥΠΠΟΑ.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της. Δεν έχει παρουσιάσει μελέτες βιωσιμότητας του σχήματος, οικονομικά στοιχεία, στρατηγικό σχέδιο και σαφείς θέσεις. Ούτε στοιχεία για τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τα συγκεκριμένα μουσεία που είναι από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα της χώρας. Σε συνεντεύξεις που παραχώρησε για το θέμα την περασμένη Κυριακή η υπουργός Πολιτισμού κ. Μενδώνη είπε ότι ο στόχος είναι η αυτοτέλεια, η ενίσχυση της εξωστρέφειας και ο εκσυγχρονισμός, ενώ η λειτουργία του Μουσείου της Ακρόπολης θα αποτελέσει «πιλότο».
Ωστόσο το μουσείο με την εξαιρετική μέχρι σήμερα πορεία -πρώτο σε διεθνείς διακρίσεις και με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα- διοικήθηκε όλα αυτά τα χρόνια από τον πρόεδρό του χωρίς διευθυντή. Το προσωπικό του αμειβόταν από το κράτος μέσω του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης που λύθηκε το 2019. Ο κ. καθηγητής προέρχεται από τα σπλάχνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι γνώστης του αντικειμένου του και έχει διαχειριστεί με επιτυχία το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μήπως αυτά μαζί με άλλα χαρακτηριστικά και το brand name οδήγησαν στο επιτυχημένο μοντέλο λειτουργίας του Μουσείου της Ακρόπολης; Για τα πέντε μουσεία το Δ.Σ. θα διορίζεται από τον εκάστοτε υπουργό και οι διευθυντές δεν θα είναι μόνο στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Θα επιλέγονται με διεθνή διαγωνισμό, αν δεν καταλήξει κι εδώ να διορίζονται απευθείας από τον υπουργό Πολιτισμού.
Θα υπάρξουν συνέπειες στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη λειτουργία των μουσείων, στο πολιτιστικό, εκπαιδευτικό επιστημονικό έργο τους; Στη συνοχή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στους εργαζομένους; «Ναι», απαντούν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει.
Κοινή εκτίμηση φορέων, μεμονωμένων προσωπικοτήτων και εργαζομένων είναι ότι η αλλαγή του νομικού καθεστώτος υπονομεύει τον ενιαίο χαρακτήρα της Α.Υ. και τον δημόσιο χαρακτήρα των μουσείων, αναφέρουν μεταξύ άλλων σε κοινή ανακοίνωση οι εκπρόσωποι των πρωτοβάθμιων σωματείων των εργαζομένων στο ΥΠΠΟΑ που πραγματοποίησαν σύσκεψη την περασμένη εβδομάδα προκειμένου να χαράξουν ενιαία πορεία.