Ζήλια είναι η χαρακιά στο στήθος του Χριστού από ρωμαϊκό δόρυ και το κλάμα της Μαγδαληνής που δεν του την έκανε αυτή. Είναι το αίμα που δεν έτρεξε κι η πληγή που δε φιλήθηκε απ’ τα χείλη της. Είναι το σεντόνι που δεν το τυλίχτηκαν μαζί κι η ανάληψή του στον ουρανό που τον πήρε οριστικά μακριά της. Ζήλια είναι ο χορός της Σαλώμης και η ακροματιά της μητέρας της, Ηρωδιάδας. Τα δαγκωμένα χείλη της στο λίκνισμα του κορμιού της μικρής μπρος στον άντρα της και τα νύχια της βαθιά στις παλάμες απ’ το σφίξιμο. Είναι το μίσος της που κάποτε γέννησε και οι σκέψεις της να συγγενέψει με την Μήδεια. Είναι το φαρμάκι στον ουρανίσκο της βλέποντας τον φουσκωμένο ανδρισμό του Ηρώδη και ο πόθος της να το στείλει στην καρδιά του με ένα δάγκωμά της εκεί. Ζήλια είναι η κούρμπα της ευθείας. Είναι το ανεύρυσμα στην αλληλουχία των λογικών σκέψεων, η χαλασμένη στρόφιγγα στη βρύση της αναπνοής κι η Μόρα ως μόνιμη απειλή τις νύχτες.
Σε ζηλεύω. Ζηλεύω τη σιγουριά για την ομορφιά σου, την αυτοπεποίθησή σου, το γενετικά γραμμένο «ξέρω» σου για τον αντίκτυπό σου στους γύρω σου. Ζηλεύω την ανεξαρτησία σου, τον πρώτο ενικό σου, το «θα βγω», το «θα πάω εκεί», το «με σκας, με πνίγεις». Ζηλεύω όλους αυτούς που τους μιλάς σαν και να ζεις μαζί τους κάθε μέρα κι εγώ δεν τους έχω δει ποτέ. Ζηλεύω που γελάς και χωρίς το χιούμορ μου, που πονάς χωρίς τα δόντια μου, που κλαις χωρίς τα λάθη μου. Ζηλεύω την οικογένειά σου που είναι μια σκέψη σου πριν από εμένα. Ζηλεύω αυτόν που σου βάφει τα νύχια που πριν έγλειφα, ζηλεύω την αισθητικό σου που ακολουθάει ρότες χαραγμένες απ’ τα δάχτυλά μου, ζηλεύω τον κομμωτή σου που μαζί αποφασίζετε για γωνίες και χρώματα. Ζηλεύω παντού και σε διάρκεια. Τόπος και χρόνος, παρότι τείνοντες στο συν άπειρο, πληρωμένοι μέχρι τελευταίας μονάδας μέτρησης απ’ τη ζήλια.
Ζηλεύω. Ζηλεύω αυτούς που η δουλειά τους είναι το χόμπι τους και τέτοιο παραμένει παρότι συνεχίζουν να το ασκούν. Ζηλεύω τα ταξίδια στο νότο για τη θέαση μιας έκλειψης κι αυτά στο βορρά για μια μπύρα κάτω απ’ το Σέλας. Ζηλεύω τον «περιστρεφόμενο Νόρμαν» που έγινε από ιδέα χαρακτήρας του Ρόμπινς και κάτι τύπους παγκόσμια, σε πορείες, σε συγκεντρώσεις, σε κτηνωδίες αστυνομικών, που κάνουν την ακινησία τους πράξη αντίστασης απέναντι σε εξουσίες που τρομάζουν στη θέα των ακίνητων μέσα στον πανζουρλισμό του πηγαινέλα. Ζηλεύω τα ευρύστερνα αγόρια και τα βαθύκολπα κορίτσια και ζηλεύω το σμίξιμό τους. Ζηλεύω τις καταφάσεις στην ερώτηση «πάμε;» και την παρόρμηση των άμεσων αναχωρήσεων. Ζηλεύω τις παρενθέσεις που κλείνουν εκμυστηρεύσεις και την αφή των δαχτύλων που τις ψηλαφούν. Ζηλεύω την ελευθερία. Ζηλεύω τα άλμπατρος που για βόλτα πετάνε τον Ειρηνικό.
Δεν μπορώ να μην ζηλεύω. Δεν είμαι πιστός στη θρησκεία της. Δεν την θεώνω καν, δεν της στήνω τοτέμ. Είμαι ένας ακόμη όμως που γυρνάει μαζί της αέναα στη φορά της τροχιάς αυτού του πλανήτη. Ζηλεύω ως μέρος μιας διαδικασίας έλλειψης ή φόβου για μια πιθανή έλλειψη. Δε με τελματώνει αυτό όμως, δεν το αφήνω. Αναδεύω συχνά τα νερά της να μη μυρίσουν, τους φτιάχνω αυλάκι και τα οδηγώ προς άρδευση των μέσα μου χέρσων. Με διαμορφώνει η ποτίστρα της ζήλιας. Κερασάρηδες και Αλωνάρηδες και Τρυγητές ονοματίζει τους μήνες του συναισθηματικού χρόνου μου. Με κάνει να σκέφτομαι, να προβληματίζομαι, να βρίσκω τρόπους να κερδίζω ό,τι δε μου αφιερώνεται. Γράφω τα καλύτερα κείμενά μου, ζωγραφίζω, τραγουδάω τις ομορφότερες ιδέες μου εξαιτίας της. Συστήνομαι ξανά και ξανά ως μια νέα προσωπικότητα που έλκει τα «ευ» της μορφής της απ’ το πιο παράξενο σαράκι που μπορεί να συναντήσουμε στο πέρασμά μας από ετούτο το σύμπαν. Ένα σαράκι που αν το εξημερώσουμε, ό,τι τρώει μπορεί την ίδια στιγμή να το πληρώνει με ανώτερης ποιότητας υλικά.
Υγ. Δυσκολεύεται να φύγει η σκέψη μου εδώ και μήνες από όσα γίνονται γύρω μας. Είτε γράφω, είτε μιλάω, είτε σκέφτομαι μια σκιά θλίψης κι ένα φως οργής με σκεπάζουν και με πνίγουν. Κάτι λίγες στιγμές όμως το χέρι δε θέλει να συνεργαστεί και το μυαλό δε θέλει να υποταχτεί. Τότε είναι που βγαίνουν κείμενα που αφορούν στον άνθρωπο που ζει μέσα και παράλληλα με όλα αυτά. Βγαίνουν κείμενα σαν και το παραπάνω.
—————–
*Ο πίνακας είναι της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου [Matita Colorata]. Πόσα ευχαριστώ να είναι αρκετά για αυτά τα αριστουργήματα που μου χαρίζει να συνοδεύουν τα κείμενά μου;