Από τον Γιάννη Γεράσιμο
«Αν μπορείς να κοιτάξεις, δες! Αν μπορείς να δεις, παρατήρησε!»
Πότε μία κοινωνία βυθίζεται στο σκοτάδι της τυφλότητας και αδυνατεί να αντικρίσει τον κόσμο γύρω της και τον ίδιο της τον εαυτό? Πότε ένας άνθρωπος σταματάει να βλέπει τον άλλο ως άνθρωπο και οδηγείται στο σκοτάδι του κόσμου των ενστίκτων της επιβίωσης και της εσωτερικής απομόνωσης και αλλοτρίωσης;
Η πολιτική αλληγορία ως μέσο αναμέτρησης με τα αδιέξοδα και την κρίση αξιών της πορτογαλικής κοινωνίας αλλά και του σύγχρονου δυτικού κόσμου υπήρξε ήδη εξαρχής στο επίκεντρο της γραφής του μεγάλου Πορτογάλου νομπελίστα λογοτέχνη Ζοζέ Σαραμάγκου. Γεννημένος το 1922 στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας ο Σαραμάγκου αναγκάστηκε από πολύ μικρή ηλικία να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί ως μηχανικός αυτοκινήτων και ως δημοσιογράφος προτού αφιερωθεί πλήρως στη λογοτεχνία στα 50 του χρόνια όντας ουσιαστικά αυτοδίδακτος ως συγγραφέας.
Ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας θα καταγγείλει συχνά σε ομιλίες του τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και θα επιχειρήσει μέσα από το έργο του να αναδείξει τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες και να θέσει ερωτήματα που θα τάραζαν τον φαινομενικά ήσυχο κόσμο των επιφανειακών βεβαιοτήτων της εποχής του και θα αποτύπωναν την κρίση αξιών και τα αδιέξοδα της πορτογαλικής κοινωνίας.
Συγγραφέας 30 τουλάχιστον βιβλίων με παγκόσμια απήχηση και υπερασπιστής του πολιτισμού και των γραμμάτων υπήρξε συνιδρυτής το 1992 του «Εθνικού Μετώπου για την Προάσπιση του πολιτισμού» και πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης της Πορτογαλικής κοινωνίας συγγραφέων την περίοδο 1987- 1994. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Λανθαρότε των Κανάριων Νήσων λόγω της απόφασης της πορτογαλικής κυβέρνησης να αποσύρει την υποψηφιότητα του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας λόγω του βιβλίου του (Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο) που θεωρήθηκε από την πορτογαλική κυβέρνηση ως βλάσφημο. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με νόμπελ λογοτεχνίας το 1998.
Στο έργο του «Περί Τυφλότητας», σε ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαπεράσει τα όρια της λογοτεχνίας του φανταστικού αναγόμενο σε φιλοσοφική πραγματεία και σε ενδελεχή υπαρξιακή διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και των κοινωνικών συμπεριφορών και σχέσεων εξουσίας, μια ολόκληρη κοινωνία οδηγείται σταδιακά στο σκοτάδι της τυφλότητας όταν ένας οδηγός περιμένοντας μέσα στο αμάξι του ένα φανάρι να ανάψει πράσινο χάνει ξαφνικά την όρασή του και ο ιός αρχίζει να μεταδίδεται πολύ γρήγορα σε όλη την πόλη. Άμεσα ξεσπά επιδημία και οι ασθενείς μεταφέρονται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο με εντολή της κυβέρνησης, ενώ τα κρούσματα συνεχίζουν διαρκώς να αυξάνονται.
Ο στρατός που φυλάει το παλιό νοσοκομείο πυροβολεί όποιον προσπαθώντας να ξεφύγει από τις αυστηρές συνθήκες επιτήρησης φτάνει στην έξοδο. Το ερώτημα που βασανίζει τους πρωταγωνιστές του έργου αφορά τη φύση της τυφλότητας: τι είναι αυτή η περίεργη ασθένεια και από πού προήλθε; Είναι στη φύση του ανθρώπου ή μπορεί κάποιος να θεραπευτεί; Υπάρχει πιθανότητα λύτρωσης και ίασης; Μπορούν να ξεφύγουν από μια μοίρα εγκλωβισμού, εσωτερικής απομόνωσης και ταυτόχρονα επίμονου και σκληρού αγώνα επιβίωσης που τους οδηγεί σταδιακά να χάνουν την ανθρώπινη ιδιότητα τους; Εντός των ορίων του κτιρίου, όσο πληθαίνουν οι τυφλοί, διαδραματίζονται παιχνίδια εξουσίας, υποταγής και χειραγώγησης.
Το «Περί τυφλότητας» μέσα από τη μέθοδο της πολιτικής αλληγορίας καταφέρνει να διεισδύσει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό και να αναδείξει τη βαθύτερη αδυναμία του ανθρώπου να αντικρίσει τον κόσμο γύρω του και να αποδώσει πραγματική αξία ως συνθήκη επιβίωσης στην ανθρώπινη επικοινωνία και συνεργασία σε έναν κόσμο που εγκλωβίζεται σε συνθήκες αυστηρούς κυβερνητικής επιτήρησης και ενός σκληρού αγώνα επιβίωσης που καταφέρνει να στρέψει τον ένα εναντίον του άλλου σε μια διαρκή προσπάθεια εκμετάλλευσης και χειραγώγησης.
Το κεντρικό ερώτημα του έργου αυτού του Σαραμάγκου αφορά την ικανότητα της κοινωνίας να αντικρίσει τον εαυτό της και του ανθρώπου να στραφεί ξανά προς τον άλλο άνθρωπο σε μία σύγχρονη κοινωνία που στηρίζεται σε έναν τυφλό αγώνα επιβίωσης και προσπάθειας εκμετάλλευσης στο όνομα του κέρδους. Τι είναι όμως πραγματικά αυτή η τυφλότητα που βυθίζει μια ολόκληρη κοινωνία στο σκοτάδι;
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου στην ομιλία του για την απονομή του βραβείου νομπέλ λογοτεχνίας θα πει: «με το Περί τυφλότητας ήθελα να θυμίσω σε όσους μπορεί να το διαβάσουν ότι διαστρέφουμε την ίδια την έννοια του ορθού λόγου όταν εξευτελίζουμε την ανθρώπινη ζωή, ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προσβάλλεται κάθε μέρα από τους ισχυρούς αυτού του κόσμου, ότι το παγκόσμιο ψέμα έχει αντικαταστήσει τις περισσότερες (και διαφορετικές) αλήθειες (που βιώνουν οι πολίτες στην καθημερινή τους ζωή), ότι ο άνθρωπος σταματάει να σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό, όταν χάνει το σεβασμό των συνανθρώπων του.
Τότε σα να προσπαθούσα να εξορκίσω τα τέρατα που γεννούσε η τυφλότητα της λογικής, άρχισα να γράφω τις πιο απλές απ’ όλες τις ιστορίες: ένας άνθρωπος ψάχνει για έναν άλλο άνθρωπο συνειδητοποιώντας ότι στη ζωή δεν είναι τίποτα άλλο περισσότερο σημαντικό από την επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο».
Και είναι ακριβώς η στιγμή που ο άνθρωπος εγκλωβιζόμενος στον τεχνητό κόσμο των κίβδηλων και εφήμερων ιδανικών της λάμψης του ατομικού κέρδους και της ασφάλειας των βεβαιοτήτων που οι πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχοι προβάλλουν ως μοναδική αλήθεια χάνει την εικόνα του άλλου ανθρώπου και οδηγείται στο σκοτάδι της τύφλωσης. «Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω, ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο. Θέλεις να σου πω αυτό που νομίζω, Λέγε, Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν, αλλά δε βλέπουν».
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 24.3.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.