Από τον Νίκο Σκοπλάκη
Στις 13 Ιουλίου (2015), ο θεσμοποιημένος νεοφιλελευθερισμός, που ορίζει εαυτόν ως «Ευρωπαϊκή Ένωση, διδάσκει απροκάλυπτα πώς εκβιάζεται το πραξικοπηματικό του συνανήκειν, ποιός ανήκει σε ποιόν-και πώς!-μέσα στον ταξικό κατακερματισμό, ποια συμφέροντα, ποιές εμπειρίες και ποιοί καταναγκασμοί γίνονται η συγκολλητική ύλη των εθνικών ανταγωνισμών, οι οποίοι, ιδεολογικά και υλικά, συνέχουν αυτό το εκμεταλλευτικό μόρφωμα, στρέφοντας τις καταπιεζόμενες τάξεις μιας χώρας ενάντια σ΄ εκείνες μιας άλλης.
Οι προσαρμοστικοί, εκόντες ή άκοντες, επιδιώκουν πια να ξεχάσουν τέτοιες αναλυτικές κατηγορίες, ενώ οι από καιρό προσηλωμένοι στην κοινωνική εκβαρβάρωση «ευρωπαϊσταί» μας, με γουρλωμένα μάτια και σάλια που κελαρύζουν, εγκωμιάζουν τη θαυματουργή πρίζα του Σόιμπλε, της Μέρκελ και του Ντράγκι ή την διαμαντοπουλημένη επιστροφή σε μια εκπαίδευση αβυσσαλέας ταξικότητας και ασφυκτικής επιτήρησης.
Πόσοι και πόσες πρόσεξαν, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ότι στις 13 Ιουλίου πέθανε ένας λιποτάκτης από τη Γερμανία;
Γεννημένος στις 3 Ιουνίου του 1925, ο λιποτάκτης Γκέρχαρντ Τσβέρεντς (Gerhard Zwerenz), είχε θέσει ως στόχο της ζωής του να παρουσιάζει «τα πράγματα, τα οποία είναι αλλιώς». Παιδί εργατικής οικογένειας από τη Σαξονία, μελέτησε από νωρίς, εμπειρικά και θεωρητικά, τις στρατηγικές και τις διοικητικές μεθόδους της γερμανικής αστικής τάξης, την επισφαλή συνοχή και τις συμμαχίες της, τις σταθερές ανάμεσα στα μεταβλητά στοιχεία της εντός του ιστορικού χρόνου.
«Η Πρωσία εξαφανίστηκε, αλλά, δόξα τω Θεώ, μάς έμεινε η αίγλη των συγκρουόμενων όπλων. Ζήτω η μεγάλη μας, η κραταιά, δυσώδης, δολοφονική, σήπουσα, συρραμμένη με αναθέματα, αγία Γερμανία, αυτή η απαθλιωμένη κοιλιά, τούτο το οδωδός πτώμα από καιρούς μεγαλείων, αυτό το αδιάκοπο, το μανιακό με τον εφοδιασμό του φρενοκομείο, σφαγείο, αναμορφωτήριο, χαμαιτυπείο, νεκροταφείο», έγραφε ο Τσβέρεντς το 1965.
Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν ρητορικό πυροτέχνημα καιροσκοπικής μεγαλοστομίας ή θορυβώδους εντυπωσιοθηρίας. Ήταν η γνήσια ανησυχία και η άσβεστη φλόγα του λιποτάκτη να γίνουν αντιληπτές οι τροχιές των βαθύτερων ιστορικών μετασχηματισμών στην καπιταλιστική κοινωνία, από την προ-ιστορία του «οικονομικού θαύματος», τον επιταχυνόμενο μετασχηματισμό του σε οικονομικό εθνικισμό και λαϊκισμό της πειθάρχησης, μέχρι τον σημερινό πολεμικό μεταμοντερνισμό της πρίζας, που τόσο εκτιμούν και οι «ευρωπαϊσταί» μας.
Ο λιποτάκτης θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι και προφήτης, αλλά ούτε η μεταφυσική αγωνία, ούτε η μυθοποίηση της ακαδημαϊκής αυτοσυντήρησης τον έσπρωξαν προς τα εκεί. Η γνήσια αγωνία και η άσβεστη φλόγα είναι πολιτική στάση-και, μάλιστα, αριστερή πολιτική στάση (θυμάστε;).
Και γι’ αυτούς που θα ενδιαφερθούν να ανιχνεύσουν εν θερμώ τη συστοιχία των πραγμάτων σε αυτή τη στάση, γράφει ο λιποτάκτης Τσβέρεντς: «παρατηρώ τη ζωή μου να τέμνεται από μια τριπλή λιποταξία». Εν αρχή, ήταν η λιποταξία του από τη ναζιστική Βέρμαχτ, μέσα σε εφιαλτικές συνθήκες, στην κατεχόμενη Βαρσοβία. Έπειτα, ήταν η σύγκρουσή του με τον σταλινικό γραφειοκρατικό μηχανισμό στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου αρχικά εγκαταστάθηκε με ενθουσιασμό, και η λιποταξία του το 1957 από το δόγμα που ήθελε να μεταλλάξει τον κομμουνιστή του χθες σε βοναπαρτικό σπιούνο του αύριο. «Είμαι ένα απόβλητο παιδί της ΛΔΓ», συνήθιζε να λέει. Η τρίτη λιποταξία του ήταν από τα στερεότυπα της δυτικογερμανικής συναίνεσης μετά τον πόλεμο, τα οποία διεκδικούσαν ιδεολογική κυριαρχία και υπέρτερη σημασία μέσα σ’ έναν χυλό υπαλληλοποιημένων διανοούμενων, όπου συνυπήρχαν αξιοθαύμαστα πρώην ναζιστές, φιλόδοξοι ακαδημαϊκοί, επιλεκτικά αντι-ολοκληρωτικοί.
Ήξερε και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του επέμενε να αποκαλύπτει με αναλυτική δεινότητα, καυστικό χιούμορ και παρρησία την εσωτερική διάπλεξη αυτών των διανοουμένων με τα πιο χυδαία συμφέροντα, το ειδικό βάρος της εύκαμπτης συνείδησής τους, τα κίνητρα της αταραξίας τους απέναντι στην πλημμελή αποναζιστικοποίηση, την πολεμική όψη του νομίσματός τους, η οποία σήμερα, έχοντας περάσει όλη τη διαδικασία του καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» υπό την αιγίδα των σοσιαλδημοκρατών, συντηρεί αυτούς τους «μικροαστούς της γνώσης» σε τιμητές της πιο εκμεταλλευτικής συνθήκης.
Ο λιποτάκτης Τσβέρεντς υπήρξε εξαιρετικά δυσάρεστος, ανείπωτα επικίνδυνος και ανυπόφορα ενοχλητικός, διότι, εκτός των άλλων, θυμόταν και θύμιζε τους αμετανόητους ναζιστές στις γραμμές της κεντρώας και συνετής Χριστιανοδημοκρατίας, αυτή την «Stahlhelm-Fraktion», η οποία συσπειρωνόταν κατ’ αρχήν γύρω από τον πρώην (και παντοτινό) ταγματάρχη Άλφρεντ Ντέγκερ. Υποστήριζαν (και οι επίγονοί τους εξακολουθούν να υποστηρίζουν) ότι ο «πόλεμος μέχρι την τελευταία στιγμή» στο Ανατολικό Μέτωπο ήταν «δικαιολογημένος», ενώ εξακολουθούν να παρεμποδίζουν την ιστορική αποκατάσταση των 40.000 λιποτακτών από τα ναζιστικά στρατιωτικά σώματα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Στην αποποίηση των λιποτακτών της Βέρμαχτ, εκφράζεται ακόμα και σήμερα η απροθυμία του γερμανικού εθνικισμού να καταδικάσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, να αποστασιοποιηθεί από αυτόν», επεσήμαινε ο Γκέρχαρντ Τσβέρεντς μερικά χρόνια πριν.
Με την οξυδερκή σατιρική γραφή (στα χνάρια ενός άλλου λιποτάκτη, του Κουρτ Τουχόλσκι), τη συστηματική τεκμηρίωση και την κριτική επεξεργασία των προσωπικών του εμπειριών, ο λιποτάκτης Τσβέρεντς εισέβαλε εκκωφαντικά σ’ αυτόν τον κόσμο της λήθης εν μετεωρισμώ, στο βιβλίο του «Οι στρατιώτες είναι δολοφόνοι. Οι Γερμανοί και ο πόλεμος» («Die Soldaten sind Mörder-Die Deutschen und der Krieg», εκδ. Knesebeck&Schuler, Μόναχο, 1991).
Γνωρίζουμε πώς ο κόσμος της φιλελεύθερης μεσότητας ανακαλεί στην τάξη όσους αποδομούν τα στερεότυπα της εθνικής της συναίνεσης: ο Γκέρχαρντ Τσβέρεντς αντιμετώπισε 25 δικαστικές διώξεις γι’ αυτό το βιβλίο. Σε μία από αυτές, ενάγων ήταν ο υποστράτηγος του ομοσπονδιακού στρατού, Χορστ Όρλοφ (Horst Ohrloff), ο οποίος είχε παρασημοφορηθεί από τον Χίτλερ για τις πολεμικές του δραστηριότητες το 1941, κατά τη διάρκεια της εισβολής στην ΕΣΣΔ. Ριζική αποναζιστικοποίηση; «Αυτό δεν ήταν εφικτό, διότι ο ομοσπονδιακός στρατός συγκροτήθηκε από τους ίδιους εγκληματίες, οι οποίοι σχεδίασαν επιτελικά τον πόλεμο του Χίτλερ».
Ο τρόμος του άδειου βλέμματος ενώπιον ενός κόσμου που συντρίβεται κάτω από τη βαρβαρότητα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, ώθησε τον λιποτάκτη Τσβέρεντς να αναζητεί ακούραστα μέχρι τον θάνατό του μέσα για τον συντονισμό της ιδεολογικής μάχης, δηλαδή για την οργανικότερη και πληρέστερη σύνδεση Λόγου και Πράξης. Μαθητής και φίλος κριτικών και φιλοσόφων, όπως του Βόλφγκανγκ Χάριχ και του κορυφαίου Έρνστ Μπλοχ, συνήθιζε να λέει, με έναυσμα τη μνήμη του μεγάλου δασκάλου του: «γνώρισα στη Λειψία με τον Μπλοχ αυτή τη χώρα των θαυμάτων, την ουτοπία, αλλά δεν πληροφορήθηκα πώς μπορεί να φθάσει κανείς εκεί».
Ως πεισματάρης ανανεωτικός κομμουνιστής, δεν έπαψε ποτέ να συγκρούεται με τις στασιμότητες, τις αδράνειες, τους εφησυχασμούς της ενσωμάτωσης ή της «ορθοδοξίας», αλλά και να οργανώνει συλλογικά τις τολμηρές κινήσεις, τις πρωτοβουλίες, τις εγρηγόρσεις της λιποταξίας με κατεύθυνση την ουτοπία. Από την κριτική συμπόρευση με τους Πράσινους, κατά την πρώτη περίοδο της συγκρότησής τους, στηλίτευσε με δριμύτητα τις επιλογές της πλειοψηφίας τους από νωρίς.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συνεργάστηκε με την PDS και τη μετεξέλιξή της, το κόμμα DIE LINKE, μέχρι τον θάνατό του. Κατά το διάστημα 1994-1998 εκπροσώπησε την Αριστερά στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, με τον διεισδυτικό, κριτικό και αντικομφορμιστικό λόγο του. Οι προσπάθειες του Τσβέρεντς να οργανώσει την ιστορική του σύλληψη είχαν ως αποτέλεσμα 103 βιβλία: λογοτεχνία, λογοτεχνική κριτική, πολιτική φιλοσοφία, ιστορία, ποίηση, μεταξύ των οποίων πολύ σημαντικές συμβολές, οι οποίες τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους συγγραφείς στη Γερμανία. Πλάι στα προηγούμενα, 150 ραδιοφωνικές εκπομπές και, ασφαλώς, οι συνεργασίες του με τον Ράϊνερ-Βέρνερ Φασμπίντερ. Σε μία από αυτές, το «Μπερλίν-Αλεξάντερπλατς» (από το μυθιστόρημα του Άλφρεντ Ντέμπλιν), ο Γκέρχαρντ Τσβέρεντς συμμετείχε ως ηθοποιός, ερμηνεύοντας τον ρόλο του Μπάουμαν.
Ο Τσβέρεντς αυτοπροσδιοριζόταν ως «πληβειακός διανοούμενος», θεωρώντας πως εκδημοκρατισμός της κουλτούρας είναι η εξάλειψη της απόστασης ανάμεσα στις κατακτήσεις της διανόησης και τις καταπιεζόμενες τάξεις. Εξάλλου, επαναλάμβανε ότι «τα φαντασιακά είναι εφαλτήρια απείθειας». Διπλής απείθειας, τόσο απέναντι στην εργαλειακή παρερμηνεία της λαϊκότητας από τη σοσιαλρεαλιστική μηχανική όσο και απέναντι στις καταπιεστικά ιεραρχημένες προσλήψεις των καπιταλιστικών ελίτ.
Η διπλή του απείθεια και η τριπλή του λιποταξία ρευματοδοτούνταν από αμείωτη κριτική διάθεση προς ό, τι μετέβαλλε την πολιτική πρόταση της Αριστεράς σε ατελέσφορα σχήματα, στερημένα από κάθε ανάσα δημοκρατίας, αλλά και σε ό, τι ρευστοποιούσε τη διαλεκτική της ενότητα στον αυθαίρετο και αντιδραστικό πραγματισμό της υποταγής.
Συνήθιζε να αναφέρεται στον διαφωτισμό μέσα από τις ρήξεις και τις αντιπαραθέσεις, που εμφανίζονται μέσα στους κοινωνικούς σχηματισμούς και τα συλλογικά σώματα, υπογραμμίζοντας πως για εκείνον «διαφωτισμός δεν είναι να παρασταίνεις ουρανούς, αλλά να εξηγείς την κόλαση». Αυτή την προβληματική διερεύνησε μεθοδολογικά σε βιβλία, όπως «Sklavensprache und Revolte» («Γλώσσα των σκλάβων και εξέγερση», με τη συνεργασία της συζύγου του, Ίνγκριντ Τσβέρεντς), «Die Erde ist unbewohnbar wie der Mond» («Η γη δεν μπορεί να κατοικηθεί, όπως και το φεγγάρι»), στη βιογραφία για τον Κουρτ Τουχόλσκι, στα δοκίμιά του για τον χριστιανικό αντισημιτισμό στην Ευρώπη του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού.
Ο λιποτάκτης Τσβέρεντς αντιμαχόταν την αυταρχικά επιβεβλημένη υπερουσιότητα του αμετακίνητου και απολιόρκητου δόγματος, θεωρώντας ότι ο αριστερός κριτικός λόγος είναι ριζικά διακριτός από αυτό σε όλες τις εκδοχές του. Ακόμα και διατρέχοντας τον κίνδυνο να μην είναι πάντα κατανοητός από την εποχή του, ο ανανεωτικός κομμουνιστής οφείλει να μιλάει για τον κομμουνισμό ενοχλητικά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή είναι η λιποταξία, που ακόμα και μοναχική, μπορεί να κινητοποιήσει τις καταπιεζόμενες τάξεις για την πραγματική χειραφέτησή τους. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του «Die Liebe der toten Männer» («Η αγάπη των νεκρών ανδρών»), για την εξέγερση της 17ης Ιουνίου 1953 στο Βερολίνο, παρέμεινε διπλά εξόριστο.
Ο λιποτάκτης πέθανε τη στιγμή που ακυρωνόταν η βολική και επιπόλαια άποψη ότι ο αριστερός ριζοσπαστισμός μπορεί να υπάρξει και να ριζώσει μέσα από εξωτερικούς διακανονισμούς της ανάθεσης. Σε αυτούς τους καιρούς, που οι κίνδυνοι ενθαρρύνουν το κριτικό βλέμμα στην ιστορία και την κοινωνία, για όσους τουλάχιστον επιμένουν να μην τυφλώσουν την καλή τους μερίδα, του αξίζουν όχι μόνο ένα δάκρυ κι ένας χαιρετισμός, αλλά και η διανοητική προσοχή, η ανα-κάλυψη της ανησυχίας, της αμφισβήτησης και της φλεγόμενης εγρήγορσής του.
Ο ίδιος είχε γράψει στις 19 Ιουνίου 1956, με αφορμή τον θάνατο του Μπέρτολτ Μπρεχτ: «ας τον τιμήσουμε, αγνοώντας τον θάνατό του». Μολονότι, λοιπόν, ο θάνατος είναι πάντα γεγονός απαράκαμπτο, το κείμενο αυτό δεν είναι νεκρολογία, αλλά υπόμνηση του ζωντανού μηνύματος του Γκέρχαρντ Τσβέρεντς, της λιποταξίας που παραμένει σπίθα στις στάχτες, πασχίζοντας να φωτίσει και να θερμάνει το ιστορικό της υποκείμενο.