Ποια ήταν η συμβολή του Zygmunt Bauman στη φιλοσοφία και την πολιτική σκέψη; Κεντρικό ρόλο στο έργο του Bauman παίζει η έννοια της νεωτερικότητας. Πάνω σε αυτή την έννοια βάσισε τις μελέτες του αναφορικά με το Ολοκαύτωμα. Όπως αναφέρει τόσο στο Holocaust and Modernity, όσο και στο Modernity and Ambivalence, ολόκληρο το μεταπολεμικό ιδεολογικό οικοδόμημα (κυρίως στη Γερμανία) προσπάθησε να ανάγει το Ολοκαύτωμα σε μια αφήγηση που θεωρεί πως όλα τα δεινά της ανθρωπότητας είναι προϊόν κάποιου προ-νεωρτερικού φαντασιακού. Ο Bauman, αντιθέτως, εντοπίζει τη σχέση μεταξύ ολοκληρωτισμού και μοντερνισμού (και κυρίως στη γραφειοκρατία και την τεχνοεπιστήμη).
- Από τον Μιχάλη Θεοδοσιάδη
Με άλλα λόγια, το Ολοκαύτωμα δεν ήταν, μονάχα, το φυσικό αποτέλεσμα ενός αιώνιου αντισημιτισμού· φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της «ρασιοναλιστικής» κυριαρχίας του νεωτερικού ανθρωπότυπου. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, να ερμηνευτεί ως η κυριαρχία των παρορμήσεων πάνω στον κοινό νου, μια αφήγηση που συχνά επικαλούνται οι φιλελεύθεροι στοχαστές, με έντονες αναφορές στην «ψυχολογία της μάζας». Όπως μάλιστα αναφέρει στο Holocaust and Modernity, ο συνήθης αριθμός των νεκρών ακόμα και έπειτα από συνεχόμενα πογκρόμ συνήθως δεν υπερβαίνει τους εκατό ημερησίως.
Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτούνταν σχεδόν 200 χρόνια καθημερινών διώξεων προκειμένου ο αριθμός των νεκρών να αγγίξει τα οχτώ εκατομμύρια που εξόντωσαν οι ναζί μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια. Έτσι, μόνο με τη βοήθεια ενός σύγχρονου εξορθολογισμένου και τεχνολογικά εξοπλισμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα τόσο ευρείας κλίμακας σχέδιο αφανισμού πληθυσμών.
Ο Bauman, λοιπόν, μας εξηγεί ότι το ναζιστικό καθεστώς, στην ουσία, δεν είναι απλά και μόνο μια αντίδραση στον Διαφωτισμό, δεν βασίζεται με άλλα λόγια μονάχα στον Γερμανικό Ρομαντισμό (όπως συχνά παρερμηνεύουν οι φιλελεύθεροι ιστοριογράφοι). Ο ναζισμός ακόμα και όταν έρχεται σε ρήξη με τον ίδιο τον Διαφωτισμό και τη νεωτερική κοινωνική θέσμιση χρησιμοποιεί όλο το (επιστημονικό) οπλοστάσιο του νεωτερικού κόσμου (και μάλιστα την ιατρική και την ψυχολογία).
Αν και πρόκειται για μια απόρριψη της νεωτερικότητας, την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί τα εργαλεία της αυτούσια. Προκειμένου να αποδείξει την ορθότητα αυτού του επιχειρήματος, ο ίδιος χρησιμοποιεί την αλληγορία του κηπουρού: όπως, λοιπόν, ο κηπουρός καλείται να ξεχωρίσει τα αγριόχορτα από τα χρήσιμα φυτά, ξεριζώνοντας τα πρώτα με στόχο να προστατέψει τα δεύτερα, έτσι και οι γραφειοκρατίες, με στόχο να προστατέψουν την «έννομη τάξη» θα πρέπει να ξεριζώσουν τα «μιάσματα» από τη μια, τιμωρώντας τους ποινικούς παραβάτες, άλλοτε φυλακίζοντάς τους και άλλοτε εξολοθρεύοντάς τους.
Ο «επιστημονικός ρατσισμός», όπως πολύ σωστά αναλύει η Hannah Arendt στον δεύτερο τόμο του The Origins of Totalitarianism, που είχε χρησιμοποιηθεί στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες με στόχο την κυριαρχία των «κατώτερων» φυλών», αργότερα χρησιμοποιήθηκε ώστε να κατατάξει συλλήβδην τους Εβραίους της Ευρώπης στις «κατώτερες φυλές», στοχοποιώντας τους ως «τα αγριόχορτα του κήπου».
Όλα αυτά, ωστόσο, δεν καθιστούν τον Bauman έναν μεταμοντέρνο φιλόσοφο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για έναν στοχαστή που ακολουθεί τη γραμμή του Michel Foucault, ή της Judith Batler, καθώς δεν εξιδανικεύει σε κανένα βαθμό την μετα-νεωτερική κοινωνική πραγματικότητα, θεωρώντας τις δομές και τις νόρμες ως κατεξοχήν έννοιες καταπιεστικές. Η στάση του απέναντι στο order-building δεν αφορά την έννοια αυτή καθ’ αυτή, όσο στο περιεχόμενο που της προσδίδει ο νεωτερικός άνθρωπος.
Επιπλέον, για τον Bauman η μετανεωτερική κοινωνία (τουτέστιν η κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών), διαχωρίζεται από την καθαυτή νεωτερικότητα (Solid Modernity), καθώς αντί να δίνει έμφαση στις δομές, τις διαλύει και τις ανασυντάσσει όποτε η ίδια κρίνει. Πολύ περισσότερο, δημιουργεί χαλαρούς (και πολλές φορές πλασματικούς) δεσμούς, ώστε να μπορούν να καταστρέφονται γρήγορα και εύκολα όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Πρόκειται για το φαινόμενο της εκρίζωσης, που η Γαλλίδα φιλόσοφος Simone Weil μερικές δεκαετίες πριν είχε αναλύσει. Στη ρευστή νεωτερικότητα του Bauman οι άνθρωποι χωρίς μόνιμους δεσμούς και χωρίς σταθερές αξίες, οδηγούνται σε μια συνεχόμενη αναζήτηση ταυτότητας.
Αυτή η νέα ταυτότητα, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι τοξική και επιθετική (αν κρίνουμε από την άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς και το κλίμα εσωστρέφειας που συνεχώς καλλιεργεί). Εν κατακλείδι, το δίδαγμα αυτής της σκέψης είναι πως ο μηδενισμός των ημερών μας (που αρκετές φορές επικαλείται η αριστερά ως δήθεν χειραφέτηση, ως αντίδοτο στον πουριτανικό και πατριαρχικό καπιταλισμό) δεν είναι κάτι που θα πρέπει να ενθαρρύνεται.
Αντιθέτως, το παρελθόν και οι παραδόσεις οφείλουν να αντιμετωπίζονται με κριτική ματιά, διότι η ρήξη με το παρελθόν πολλές φορές μπορεί να υποθάλπει έναν μηδενισμό (αντί για την αναδημιουργία νέων δομών και θεσμών), μια πολιτισμική tabula rasa. Αυτός ο μηδενισμός, η ρευστότητα, η εκρίζωση, πολλές φορές επιφέρει ένα κλίμα γενικευμένης νοσταλγίας, όπου και οι χαμένες κοινωνικές νόρμες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τοξικούς πολιτικούς χώρους.