Μάρτυρας των ύμνων στον Χίτλερ, των ρατσιστικών παραληρημάτων και της ναζιστικής προπαγάνδας της Χρυσής Αυγής έγινε ένας Αμερικανός δημοσιογράφος και ερευνητής. Ο Αλεξάντερ Κλαπ προσποιήθηκε τον Αμερικανό νεοφασίστα για να μπορέσει να παρεισφρήσει στην οργάνωση και στη συνέχεια να καταγράψει τα όσα είδε και βίωσε στις τοπικές οργανώσεις τις Καλαμάτας, της Σαλαμίνας και του Πειραιά από τις οποίες πέρασε. Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στο «London Review of Books» και σε αυτό ο Κλαπ περιγράφει τη δομή και τη στρατηγική του ναζιστικού κόμματος αλλά και την απομάκρυνσή του από αυτό μετά από έξι εβδομάδες.
«Στην Καλαμάτα συστήθηκα ως Αμερικανός νεο-φασίστας με έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική ιστορία. Με σκεπτικισμό στην αρχή αλλά με θέρμη αργότερα μερικά μέλη της Χρυσής Αυγής με κάλεσαν να συμμετάσχω στις συνεδριάσεις τους. Τα γραφεία τους βρίσκονται συνήθως μακριά από τις κεντρικές πλατείες, σε ήσυχες γειτονιές. Μεγάλες ελληνικές σημαίες κρέμονται στους τοίχους, μαζί αποκόμματα ειδήσεων κι επανασχεδιασμένους χάρτες: Η Ελλάδα έχει στην κατοχή της τα Σκόπια, κομμάτια της Βουλγαρίας, τη Βόρεια Τουρκία, την Κύπρο και την Νότια Αλαβανία» γράφει ο Κλαπ.
«Οι συναντήσεις διαρκούν δυο ώρες. Οι Χρυσαυγίτες περνούν την πρώτη ώρα μιλώντας και πίνοντας καφέ. Ακολουθεί διάλεξη. Πρώτα παίζει ο ύμνος της Χρυσής Αυγής που μερικές φορές συνοδεύεται από κάποιο πρόσφατο άρθρο του Νίκου Μιχαλολιάκου, ιδρυτή της οργάνωσης. Οι περισσότεροι Χρυσαυγίτες φορούν μαύρα στις συνεδριάσεις. Τα σορτς και τα σανδάλια απαγορεύονται. Περίπου μία στους τέσσερις συμμετέχοντες είναι γυναίκα. Έχω δει παιδιά σε δυο περιπτώσεις: τρεις έφηβες στην Αθήνα και μια πενταμελή οικογένεια στο Γύθειο. (…) Οι άντρες είναι μεγαλόσωμοι. Εξασκούνται σε στρατόπεδα πολεμικών τεχνών που οργανώνουν στον Ταϋγετο. Ισχυρίζονται ότι δεν βλέπουν τηλεόραση».
Στρατηγική των ταγμάτων ασφαλείας
«Το κόμμα προωθεί το αντιμεταναστευτικό του πρόγραμμα όχι μόνο επειδή πιστεύει σε αυτό αλλά επειδή είναι δημοφιλές μεταξύ των Ελλήνων γενικότερα. Οι Χρυσαυγίτες στήνουν ενέδρα σε μετανάστες περίπου μια φορά την εβδομάδα. Ονομάζουν αυτές τις επιθέσεις «κρυπτεία». Οι περισσότερες επιθέσεις διατάσσονται από τα ανώτερα κλιμάκια και ορίζονται σε συγκεκριμένη ώρα και γειτονιά. Η βία που προέρχεται από το κόμμα σπανίως είναι τυχαία. (…) Ένας κουρέας από το Μπαγκλαντές που γνώρισα μου εξήγησε ότι οι Χρυσαυγίτες μιμούνται την ελληνική αστυνομία: κινούνται ανά ζεύγη πάνω σε μοτοσυκλέτες φορώντας μαύρα και κράνη. Η οργάνωση δεν χτυπά σε γειτονιές μεταναστών. Στοχεύει εκείνους που έχουν απομακρυνθεί και βρίσκονται κυρίως σε γειτονιές που διαβιούν πολίτες της μεσαίας ή ανώτερης τάξης. Εκεί οι κάτοικοι είναι λιγότερο φιλόξενοι».
Στη Σαλαμίνα
«Ο Αχιλλέας ένας γεροδεμένος Χρυσαυγίτης από τον Πειραιά με προσκάλεσε σε μια συνάντηση στη Σαλαμίνα. Λίγο μετά τις οκτώ ο επικεφαλής μπήκε στο δωμάτιο. Εμείς σηκωθήκαμε, βάλαμε τα χέρια μας στα πλευρά μας και χτυπήσαμε το δεξί μας πόδι στο πάτωμα. Τότε ήρθε ο ομιλητής, ένας μεσήλικας Αθηναίος δικηγόρος που ονομάζεται Τάσος Δημητρακόπουλος. (…) Το μαύρο του σακάκι ήταν γεμάτο σβάστικες. «Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές μου στα όπλα» είπε και μέσα σε 15 λεπτά προσπάθησε να «ξηλώσει» προσεκτικά την κληρονομιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του ανθρώπου που επανέφερε τη δημοκρατία στην Ελλάδα το 1974: Τι έκανε ο Καραμανλής πραγματικά για τον Ελληνισμό; Κατ’ αρχήν οδήγησε τους εθνικιστές εκτός κοινοβουλίου. Στράφηκε στη Δύση. Η Κύπρος αφέθηκε στη μοίρα της, η παλαιόκομμουνιστική φρουρά αποκαταστάθηκε και οι φόροι εκτινάχθηκαν στα ύψη. Επτά χρόνια αργότερα η Αριστερά ήρθε στην εξουσία. Το χρέος και η μετανάστευση έφτασαν στα ύψη. Η παιδεία εκκοσμικεύτηκε. Ο στρατός αποδυναμώθηκε. ‘Κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν υπήρχαν στη Χούντα’ ψιθύρισε ο Αχιλλέας. ‘Οι συνταγματάρχες έφτιαξαν δρόμους’ πρόσθεσε».
«Εμείς μετά σηκωθήκαμε και φωνάξαμε τις τρεις ρήσεις της Χρυσής Αυγής: Ζήτω ο Αρχηγός, Ζήτω η Χρυσή Αυγή, Ζήτω η Ελλάδα. Τραγουδήσαμε τον ελληνικό εθνικό ύμνο και στη συνέχεια τον ύμνο της Χρυσής Αυγής. «Ιχνηλάτες της αρχαίας δόξας, υιοί των λαμπρών αγώνων, εμείς είμαστε οι νέοι Σπαρτιάτες». Φεύγοντας πέρασα μπροστά από Χρυσαυγίτες που άλλαζαν τα ρούχα της οργάνωσης με κανονικά ρούχα για το δρόμο».
«Γιατί έγινα Χρυσαυγίτης»
«Έγινα Χρυσαυγίτης για να μάθω περισσότερα για την οργάνωση απ’ ότι θα μπορούσα να κάνω από την ανάγνωση του ελληνικού Τύπου. Όταν δεν πήγαινα στις συναντήσεις δούλευα μερικώς απασχολούμενος στην Καθημερινή. Αν δουλεύεις στον Τύπο και θέλεις να συναντήσεις μέλη της Χρυσής Αυγής θα πρέπει να υποβληθείς σε μια μακρά και επίπονη διαδικασία. Μόνοι λίγοι freelancers έχουν ένα κάποιο είδος φιλικής σχέσης με το κόμμα. Μου έδωσαν κάποια ονόματα πιθανών επαφών. Κάλεσα και περίμενα για εβδομάδες ώστε να πάρω συνέντευξη από κάποιον που δεν είναι φυλακή. Τέλος, ο Ηλίας Παναγιώταρος, ο μεγαλόσωμος Μανιάτης που πλέον διαχειρίζεται το κόμμα μου έκλεισε ένα μισάωρο ραντεβού στο κοινοβούλιο».
«Έκανα συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τα πρώτα μέλη της οργάνωσης. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και ισχυρίστηκε ότι δεν έχει ακούσει ποτέ τα ονόματά τους. Η περιγραφή των εργασιών της Χρυσής Αυγής από τον ίδιο ήταν πολύ διαφορετική από αυτά που είχα ακούσει. Στη συνέχεια κανόνισα να πάω για μια ξενάγηση στο αρχηγείο της Χρυσής Αυγής στην οδό Δεληγιάννη. Το γραφείο ήταν άδειο. Μου έδωσαν ένα μπουκάλι νερό και με έδιωξαν αφού μου έδωσαν μερικά φυλλάδια του κόμματος».
«Το να καλύπτεις τη Χρυσή Αυγή μπορεί να είναι επικίνδυνο για τους Έλληνες. Τον Απρίλιο του 2012 μια συνάδελφος από την Καθημερινή έγραψε ένα άρθρο υποστηρίζοντας ότι το κόμμα θα πρέπει να τεθεί εκτός νόμου. Πέντε ημέρες αργότερα οι Χρυσαυγίτες δημοσίευσαν μια απάντηση 2500 χιλιάδων λέξεων στην ιστοσελίδα του κόμματος. «Ήξεραν κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή μου», μου είπε. «Την ηλικία μου, την ηλικία της κόρης μου, που γεννήθηκα, που έχω εργαστεί, τα προηγούμενα άρθρα μου. Κατέληξαν με μια άμεση απειλή, γραμμένη στα γερμανικά, επειδή γεννήθηκα στο Αμβούργο: «Πρόσεχε. Σε παρακολουθούμε».
Η φρουρά της Χούντας
«Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο: υπάρχουν δεκάδες λογαριασμοί των μελών του κόμματος – ακόμη και των βουλευτών – που είτε επικηρύσσουν τους δημοσιογράφους είτε καλούν σε επιθέσεις εναντίον τους. Η παλιά φρουρά της Χούντας παραμένει καλά εδραιωμένη στο ελληνικό βαθύ κράτος. Αυτό εξηγεί, εν μέρει πως η Χρυσή Αυγή βρέθηκε σε θέση να κάνει βίαιες επιθέσεις στο δρόμο. Ακόμη και με τη δίκη έτοιμη να αρχίσει, η ελληνική αστυνομία, οι μυστικές υπηρεσίες, ο στρατός αλλά και το δικαστικό σύστημα εξακολουθούν να διστάζουν να λάβουν σοβαρά μέτρα κατά του κόμματος».
«Άνθρωποι από το χώρο της Δικαιοσύνης φοβούνται ότι μια δίκη που δεν θα καταλήξει σε καταδίκες θα δώσει στη Χρυσή Αυγή την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως ο στόχος ενός άδικου πολιτικού συστήματος. Το βαθύ κράτος έχει εμποδίσει κάθε είδους ευρεία συζήτηση σχετικά με τη Χρυσή Αυγή – ή την κληρονομιά της Χούντας – στην ελληνική κοινωνία. Έχει επιτρέψει επίσης στους Χρυσαυγίτες να ασκήσουν κάποιο έλεγχο πάνω στην ιστορία που λέγεται γι’ αυτούς. Στην Καθημερινή είχαμε μόνο χλιαρά άρθρα για το κόμμα ή ανακριτικά κομμάτια γραμμένα σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά των μεταναστών».
Έξοδος
«Τον Ιούλιο πήγα στο γραφείο του Πειραιά για να γραφτώ στην εκδήλωση της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες. Ζήτησαν το όνομά μου κι έδωσα ένα ψεύτικο. Στη συνέχεια και εντελώς απροσδόκητα ζήτησαν το διαβατήριό μου. Εγώ ισχυρίστηκα ότι δεν το έχω. Μου έψαξαν την τσάντα και το βρήκαν. Κατά τη διάρκεια της διάλεξης για το Λεωνίδα είδα έναν από τους επικεφαλής να ψάχνει μανιωδώς στο Google πίσω από ένα γραφείο. Μερικά μέλη πήγαν κοντά του κι άρχισαν να συζητούν δυνατά. Είδα τον επικεφαλής να σηκώνει το τηλέφωνο. Πήρα την τσάντα μου πέρασα δίπλα από τους «στρατιώτες» (σ.σ. αυτούς που φυλούν το χώρο) της οργάνωσης, πέρασα από το κλιμακοστάσιο και έτρεξα στο δρόμο. Πήρα τρία διαφορετικά ταξί για να πάω στο σπίτι μου. Δεν έχω επιστρέψει ποτέ».