Θεωρώ ότι το ερώτημα στο δημοψήφισμα της Κυριακής είναι μάταιο. Και το εξήγησα με όρους καθαρά τεχνoκρατικούς, που δεν χωρούν καμία αμφισβήτηση. Όμως η σημασία του δημοψηφίσματος μετατράπηκε «κατά λάθος» από ένα ερώτημα με πολλαπλές πολιτικές ερμηνείες, σε μια διαμάχη μεταξύ του ιερότερου και πιο σεβαστού διχασμού από όλους τους διχασμούς στην ιστορία της ανθρωπότητας: του ταξικού.
Από την περασμένη Τετάρτη έκανα κάτι που ποτέ δεν ξανάκανα με τόση επιμονή όσα χρόνια ψηφίζω. Έβαλα κάτω επί ώρες τα δεδομένα από κάθε σκοπιά και προσπάθησα να δω τί είναι εκείνο που τελικά θα κάνει εμένα τον ίδιο να μη λέω μετά από χρόνια ότι ντράπηκα για τον εαυτό μου. Το «ντράπηκα» είναι πολύ βαριά λέξη, ειδικά εφόσον εξακολουθώ να υποστηρίζω την άποψη ότι καμία κάλπη δεν θα κρίνει το μέλλον ενός λαού, όταν ο ίδιος ο λαός δεν σκοτώσει τον φόβο του λιώνοντας τις σόλες των παπουτσιών του στο πεζοδρόμιο.
Παρόλα αυτά, είδα και ζήγιασα όσο πιο νηφάλια μπορούσα τί είναι εκείνο που καλούμαι να κάνω, με δεδομένο ότι το «ναι» δεν υπήρξε για μένα ποτέ ως επιλογή, για τους λόγους που εξήγησα εκτενώς σε άλλο κείμενο μου.
Το ερώτημα του δημοψηφίσματος με προκαλούσε να μην το νομιμοποιήσω. Ακόμη με προκαλεί. Είναι ένα ερώτημα που με κάνει να αισθάνομαι ντροπή για την Αριστερά και τους αγώνες της, τα ιδανικά της και το πολιτικό της όραμα. Ακόμη και με την πλέον μετριοπαθή οπτική του, το δημοψήφισμα καθεαυτό μοιάζει με πολιτική απόδραση από ένα αδιέξοδο που η ίδια η κυβέρνηση δημιούργησε και παγιδεύτηκε στις 20 Φλεβάρη.
Έδωσα, λοιπόν, λίγο χρόνο στον εαυτό μου να δει πώς το ίδιο το μεταπολιτευτικό σύστημα θα αντιδρούσε μπροστά στον νέο αυτόν κίνδυνο. Δεν ήμουν αφελής. Περίμενα πολύ σκληρή αντεπίθεση και από τα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά και από το καλοταϊσμένο σταρ σύστεμ που σαν καλα εκπαιδευμένο σκυλάκι έτρεχε πίσω από τα αφεντικά του τις τελευταίες δεκαετίες, αποτιμώντας τον αυτοεξευτελισμό του για 30 αργύρια.
Όμως το ομολογώ. Η βιαιότητα και η ακρότητα αυτού του πράγματος που ονομάζουμε «καθεστωτική ενημέρωση» έφτασε σε σημείο που πραγματικά δεν μπορούσα –ή δεν ήθελα- να φανταστώ. Πες με αφελή, πες με ηλίθιο ή άσχετο με την πραγματικότητα· θα το δεχτώ. Εγώ πρώτος το λέω για τον εαυτό μου και το παραδέχομαι. Έκανα λάθος εκτίμηση. Πολύ λάθος εκτίμηση. Γιατί δεν ήθελα να φανταστώ πως αυτά που γνώρισα από τα ντοκιμαντέρ και τα δημοσιεύματα για τις βίαιες επιθέσεις των καναλιών και των εφημερίδων στους λαούς της Λατινικής Αμερικής, θα τα έβλεπα με αυτόν τον τρόπο κι εδώ. Το φανταζόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω.
Ο ΣΚΑΪ, η ναυαρχίδα του «ναι», με μια σειρά από λυσσαλέες επιθέσεις από το κανάλι, την ιστοσελίδα και την εφημερίδα του Ομίλου, έφτασε στο σημείο να ανεβάζει στο Twitter μηνύματα όπως «θέλετε να συνεχίσουν να διατίθενται φάρμακα;», και «οι Έλληνες της διασποράς στέλνουν τρόφιμα σε συγγενείς και φίλους». Το Μέγκα χρησιμοποίησε εικόνες από συνταξιούχους στη Νότια Αφρική για να εμπλουτίσει το τηλεοπτικό του «ρεπορτάζ», ενώ ρεπόρτερ του έκοψε στον αέρα σπρώχνοντας έναν γέροντα σε ουρά τράπεζας, επειδή δεν του κλάφτηκε στην κάμερα για το «δράμα» που ζει. Ο ΑΝΤ1 παρουσίασε την εικόνα με το περίπτερο του «όχι» στο Χαλάνδρι λέγοντας ότι ο δήμος έχει ήδη γίνει «Βόρεια Κορέα», ενώ το βαρύ πιστόλι του αστυνομικού του ρεπορτάζ, ο «ιπτάμενος αναρχικός» Γιώργος Καραϊβάζ, ανακάλυψε στην παρέμβαση της αναρχικής συλλογικότητας Ρουβίκωνας στη δεύτερη συγκέντρωση των «Μένουμε Ευρώπη» ένα μυστικό σχέδιο πυρπόλησης της βουλής όπως έπραξαν οι ναζί κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στη Γερμανία.
Αυτά είναι ελάχιστα δείγματα μπροστά στο αίμα που στάζουν καθημερινά οι τηλεοράσεις.
Με δημοσιεύματα, «ρεπορτάζ», ουρλιαχτά, φωνές κι απειλές ότι το «όχι» θα οδηγήσει τους Έλληνες σε στιγμιαίο θάνατο, θα ξεκολλήσει τη χώρα από την Ήπειρο και θα ζούμε χωρίς τρόφιμα, φάρμακα και λεφτά, έκαναν τα πάντα για να τρομοκρατήσουν και το τελευταίο φοβισμένο ανθρωπάκι. Ή μάλλον, σχεδόν τα πάντα. Το τελευταίο τους χαρτί ήταν ό,τι πιο σάπιο και ξεπουλημένο κυκλοφορεί φέροντας τον τίτλο «άνθρωπος των γραμμάτων και του πολιτισμού».
Είδαμε “τεράστιες” προσωπικότητες της εγχώριας σκηνής, όπως τον Σάκη Ρουβά, τον Κώστα Σόμμερ, τον Χρήστο Χωμενίδη, τον Θοδωρή Αθερίδη, τον Αντώνη Καφετζόπουλο, κι άλλους πολλούς, να διαφημίζουν ότι «όλοι μας περάσαμε δύσκολα», κι «όλοι μας λέμε ναι στην Ευρώπη, κι όχι στην απόλυτη καταστροφή». Δημοσιολογούντες, κενοί κάθε πολιτικής και ιδεολογικής χροιάς, μπήκαν μπροστά για να αναλάβουν ρόλο φερέφωνου, εκεί που το έργο των «δημοσιογράφων» έφτανε στο τέλος του λόγω και της σχετικής απαγόρευσης του εκλογικού νόμου.
Σιχαμένα πρόσωπα που κρύφτηκαν πίσω από την τέχνη του μακιγιάζ και του μοντάζ, προσπάθησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι μια ζωή χαρισάμενη δίπλα στην Μαριάννα Βαρδινογιάννη και τα αιματοβαμμένα κότερά της, είναι «το ίδιο». Ότι το «είμαστε όλοι μαζί» πρέπει να ισχύσει με το ζόρι. Και για τον Σάκη, και για τον φτωχό που ζει τρία χρόνια χωρίς ρεύμα.
Η επιχείρηση μιας ετσιθελικής ταξικής «ισονομίας» ξεχείλισε κάθε ποτήρι υπομονής. Η άποψή μου για την ακυρότητα της διαδικασίας και την θλιβερά φτωχή σε επιχειρήματα και οράματα υπόσχεση της κυβέρνησης για το τι θα συμβεί από την ερχόμενη Δευτέρα, έκανε πολλά βήματα πίσω. Η επίκληση στην άποψη τού «είμαστε όλοι μαζί» ξύπνησε σε πολλούς ένστικτά ταξικού διχασμού. Του καλύτερου διχασμού από όλους. Της –ελλιπής, εκπρόθεσμης, βραχυχρόνιας, πρόσκαιρης, μη εμπεριστατωμένης, πες το όπως θες- ταξικής συνειδητοποίησης του διακυβεύματος αυτού του δημοψίσματος-χρησμός. Κι αυτό συνέβη όχι με ευθύνη της λεγόμενης «κυβερνώσας αριστεράς», αλλά ως αποτέλεσμα των δράσεων της παράταξης του «ναι».
Η φρικαλέα προπαγάνδα έκανε πολύ κόσμο να πάψει πλέον να τρέμει μπροστά στις τηλεοπτικές απειλές. Τα κανάλια σταμάτησαν να ρωτούν σε ζωντανή μετάδοση τον κόσμο στις ουρές της τράπεζας και διάλεξαν τους δικούς τους «κακόμοιρους γέροντες» για να αποφύγουν έναν ακόμη εξευτελισμό. Οι εφημερίδες και οι λεγόμενοι “δημοσιογράφοι” που κατέκριναν κάποτε τις “φωτογραφίες-ντροπή” των απλωμένων χεριών για μια σακούλα δωρεάν ντομάτες, κουνούν στον αέρα τις εικόνες των ουρών στα ΑΤΜ.
Για μένα, το πραγματικό ερώτημα αυτού του δημοψηφίσματος είναι αν λέω «ναι» ή «όχι» στην «αταξική» κοινωνία δούλων και αφεντικών. Εάν λέω «ναι» ή «όχι» στο ότι ο επαίτης, ο άνεργος, ο άστεγος, ο ανασφάλιστος, ο εργάτης της Μανωλάδας, οι νεκροί των ΕΛΠΕ, τα θύματα της πεντάχρονης βαρβαρότητας, οι νεκρές οροθετικές, τα νηστικά παιδιά, ο άστεγος δίπλα στο ΑΤΜ, είναι ίδιος με τον Λάτση, τον Βαρδινογιάννη, τον Ρουβά, τον Πρετεντέρη, τον Ευαγγελάτο, τον Αλαφούζο, τον Πορτοσάλτε, τον Μητσοτάκη, την Τρέμη και την Σία Κοσιώνη.
ΔΕΝ είναι ίδιοι. ΔΕΝ ήταν ποτέ ίδιοι. ΔΕΝ είχαν ποτέ τους την ευκαιρία να γίνουν ίδιοι. ΔΕΝ τους επετράπη ποτέ να γίνουν ίδιοι. ΔΕΝ πρέπει να επιβεβαιώσουν το αντίθετο στην κάλπη.
Το «ναι» ή το «όχι» δεν αφορά τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ και το ευρώ. Αφορά τη γραμμή που χωρίζει τα αφεντικά με τους υποτακτικούς τους. Το λεγόμενο 1% και τα σκυλιά του, με τους «σκλάβους της πείνας». Την απώλεια του τελευταίου ηθικού προνομίου που χωρίζει τους ανθρώπους από τους απανθρώπους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δείξει στην έως τώρα πεντάμηνη πορεία του ότι θέλει να πατήσει και στα δύο στρατόπεδα. Και στο στρατόπεδο του αφεντικού, και σε αυτό του «κατατρεγμένου». Ήρθε η ώρα να διαλέξει πλευρά. Να απαντήσει τελικά στο μεγάλο ερώτημα που τραγουδήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπους από το 1931 μέχρι σήμερα. Να αποβάλλει από πάνω του τη ρετσινιά του προσκηνημένου και να σταθεί μπροστά μας τη Δευτέρα με μόνο του όπλο την αλήθεια.
Δεν προβλέπω να το κάνει αυτό. Δεν ζω σε μια ουτοπία, ούτε εθελοτυφλώ. Όμως μετά την λαϊκή αυτο-τιμωρία των εκλογών του 2012, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να ζει σε μια χώρα του «ναι». Θα αισθανθώ αηδία, απέχθεια, απογοήτευση. ΦΟΒΟ. Όχι για τις καταθέσεις μου ή για τη θέση εργασίας μου. Αλλά για το μέλλον μου ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν ανήκουν στην απέναντι πλευρά, αλλά επέλεξαν να συνταχθούν μαζί της. Να την προσκηνύσουν και να της δώσουν αιώνιο συγχωροχάρτι.
Μπορεί ο ταξικός διχασμός να μη γιατρεύεται με ένα δημοψήφισμα, υπάρχει όμως η μεγάλη ελπίδα ότι συνειδητοποιείται από όλο και περισσότερους. Κι αυτό είναι ένα τεράστιο πρώτο βήμα. Αυτή είναι η δική μου ελπίδα. Γι’ αυτό αποφάσισα να μην πω «άκυρο», αλλά να δώσω στο «όχι» μια ευκαιρία, που πολύ φοβάμαι ότι θα είναι από τις τελευταίες.
(Απευθύνομαι προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα: Αυτές τις ώρες επέλεξες να πάρεις στα χέρια σου το μέλλον της Αριστεράς, χωρίς να μας ρωτήσεις. Η ψήφος στην αριστερά τον περασμένο Γενάρη δεν ήταν λευκή επιταγή. Οι ευθύνες σου είναι δεδομένες και βαριές. Να εύχεσαι να σου βγει η ζαριά που έπαιξες με τόσο λάθος τρόπο)
(Αξίζει όλοι να διαβάσουν τις οδηγίες της παράταξης του “ναι” από τη Νέα Δημοκρατία. Είναι η απεικόνιση της κενής, από κάθε άποψη, προπαγάνδας τους)