«Να ξαναβρούμε τη χαμένη τέχνη της δημοκρατίας» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου του ΓΑΠ το 2013, αναφερόμενος στο δημοψήφισμα ως χαμένη τέχνη που ο ελληνικός λαός έπρεπε να επαναφέρει. Στο μυαλό του υπήρχε, όπως είχε γράψει και ο ίδιος, ότι «οι πολίτες αισθάνονται αποξενωμένοι με τη συμβατική πολιτική και απογοητευμένοι από την έλλειψη αποτελεσματικών πολιτικών που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των κοινωνιών. Αυτό σε συνδυασμό με την κρίση δίνει λόγους να επανεξετάσει κάποιος τις απαρχές της δημοκρατίας». Το δημοψήφισμα λοιπόν για τον ΓΑΠ είναι εργαλείο εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική εκδοχή της άμεσης δημοκρατίας, όπου η κρίση το ξαναέκανε επίκαιρο.
Από την άλλη, ο Αλέξης πήρε την εντολή να ματώσει για τη χώρα για να σταματήσει η Ελλάδα να ματώνει. Ματώνοντας λοιπόν ψάχνει μια λύση που θα δίνει μια προοπτική μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, με ρητή εντολή από τον ελληνικό λαό. Όμως αν βρεθεί στη δύσκολη θέση (που πιστεύει ότι δεν θα βρεθεί), η εντολή που πήρε έχει όρια. Εκεί όπως είπε και ο ίδιος θα αποφασίσει ο λαός με δημοψήφισμα.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε περιπτώσεις αφόρητης πίεσης και πιθανών αδιεξόδων, εκεί όπου η λαϊκή εντολή τείνει να εκτροχιαστεί της πορείας και του πλαισίου της, τότε στην πολιτική ατζέντα μπαίνει το δημοψήφισμα. Ένα δημοψήφισμα που δίνει την εξουσία και την δύναμη στο λαό ή ένα δημοψήφισμα που αποτρέπει τον κυβερνόντα από το να αναλάβει κάποια ιστορική ευθύνη και αντ’ αυτού θέλει να μετατοπίσει τις ευθύνες στον λαό;
Ένα κλασσικό ερώτημα είναι το κατά πόσο το δημοψήφισμα επηρεάζει την ποιότητα της δημοκρατίας.
Μία σύντομη κατηγοριοποίηση των δημοψηφισμάτων θα ήταν χρήσιμη, καθώς υπάρχουν διαφορετικές κριτικές για κάθε τύπο δημοψηφίσματος. Ένα δημοψήφισμα λοιπόν μπορεί να είναι υποχρεωτικό (για παράδειγμα τα δημοψηφίσματα στη Δανία και την Ιρλανδία το 1972 για το αν θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα) ή προαιρετικό (γαλλικό και το ολλανδικό δημοψήφισμα σχετικά με το προτεινόμενο Συντάγματος της ΕΕ). Ένας δεύτερος τύπος είναι όταν ένα δημοψήφισμα πραγματοποιείται από πρωτοβουλία κάποιου αριθμού των ψηφοφόρων ή ενός πολιτικού οργάνου, όπως το κοινοβούλιο. Τρίτον, υπάρχει μια διάκριση μεταξύ του δημοψηφίσματος προώθησης απόφασης και δημοψηφίσματος ελέγχου απόφασης.
Τα δημοψηφίσματα προώθησης απόφασης λαμβάνουν χώρα όταν ένας ηγέτης κάνει μια πρόταση και, στη συνέχεια, καλεί τον λαό να εγκρίνει την πρόταση αυτή. Το δημοψήφισμα για έλεγχο απόφασης είναι όταν σε αντίθεση με κάποια πρόταση, το κοινοβούλιο μπορεί να επικαλεσθεί το λαό ως παίκτη-βέτο. Αυτό δημιουργεί μια ακόμη διάκριση, αυτή μεταξύ των ακυρωτικών δημοψηφισμάτων που σκοπός τους είναι να ακυρώσουν μια υπάρχουσα νομοθεσία και τα απορριπτικά δημοψηφίσματα που σκοπός τους είναι να αποφευχθεί η είσοδος μιας πρότασης στο νόμο ή στο Σύνταγμα. Οπότε μόνο με αυτή τη διάκριση (Caramani 2011), ξέρουμε ότι το ελληνικό δημοψήφισμα –αν και όταν- θα είναι από πρωτοβουλία του κοινοβουλίου (με ότι προϋποθέσεις υπάρχουν στο Σύνταγμα) και θα είναι για έλεγχο απόφασης. Οπότε ας επικεντρωθούμε σε αυτά τα δημοψηφίσματα.
Οι αντίπαλοι των δημοψηφισμάτων υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια ακατάλληλη χρήση του δημοψηφίσματος, καθώς τα δικαιώματα των μειονοτήτων υποεκπροσωπούνται από ένα αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος σε μια κατάσταση «winner-takes-all». Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές των δημοψηφισμάτων διατυπώνουν την υπόθεση ότι η υποεκπροσώπηση δεν είναι σύνηθες φαινόμενο σε δημοψηφίσματα σε κρατικό επίπεδο. Για αυτούς, το κύριο επιχείρημα είναι ότι τα δημοψηφίσματα ενισχύουν τις δημοκρατίες, ενώ επιτρέπουν επίσης περισσότερους πολίτες να συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, το ποσοστό των ατόμων που εμπλέκονται αντιπροσωπεύει ένα μικρό τμήμα του συνόλου. Ακόμα, δεν είναι σαφές εάν η συμμετοχή των πολιτών, βελτιώνει την ποιότητα της δημοκρατίας στο σύνολό.
Η κοινή γνώμη, δεν είναι μόνο ένα σύμπλεγμα διαφορετικών και αντίθετων απόψεων, αλλά μερικές φορές είναι ανεξήγητη όσον αφορά την ορθολογικότητα. Οι ηγέτες που προτιμούν δημοψηφίσματα ελέγχου ή προώθησης απόφασης. νομιμοποιούν τους στόχους τους στο όνομα της έκφρασης της επιθυμίας του λαού. Από την άλλη, πολλοί πολιτικοί πιστεύουν ότι οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας κάνουν καλύτερη δουλειά από την έκφραση βούλησης του λαού μέσα από τα δημοψηφίσματα, όπως και ότι επίσης τα δημοψηφίσματα συχνά έρχονται σε σε αντίθεση με τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Στη περίπτωση της Ελλάδας, ο λαός δεν είναι σίγουρα εξοικειωμένος με την διενέργεια δημοψηφίσματος. Αλλά αυτό δεν είναι το κακό. Το κακό είναι ότι ο λαός δεν είναι εξοικειωμένος με την συμμετοχή στην πολιτική ζωή και με τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, κάτι που φαίνεται από την τεράστια αποχή. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλοί επικαλούνται την αμάθεια και την απουσία γνώσεων πάνω στα οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα, μας οδηγεί στο να σκεφτούμε ότι σε ένα πιθανό δημοψήφισμα ένα μεγάλο μέρος του λαού θα αποκλειστεί από μόνο του -χαμένο στην πολιτική αδιαφορία του και στην οικονομική-δημοσιονομική-πολιτική του άγνοια- .
Οπότε εδώ εγείρεται το ερώτημα αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα είναι αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό, ή θα είναι ένα δημοψήφισμα μεταξύ των βαθιά πολιτικοποιημένων και μορφωμένων ανθρώπων. Και έστω ότι δεν γίνεται αυτό, και η αποχή είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το αποτέλεσμα θα επικριθεί ως αποτέλεσμα που προήλθε από άσχετους-μη έχοντες την κατάλληλη γνώση ή θα γίνει ευχάριστα δεκτό από όλους? Τόσα χρόνια τα ρίχναμε στις γριές και στους γέρους, σκεφτείτε μετά το δημοψήφισμα τι έχει να γίνει! Επίσης, όλοι ξέρουμε ότι ένας άσχετος χειραγωγείται πιο εύκολα καθώς η ασχετοσύνη του προϋποθέτει την απουσία γνώσης που θα χρησιμοποιήσει ως άμυνα στη χειραγώγηση.
Έτσι είναι όμως τα πράγματα και όλοι αυτοί που θα έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα –αν και όταν- είναι οι ίδιοι που έχουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές. Οποιεσδήποτε άλλες δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Να κοιτάξουν αυτοί που μόρφωναν τον λαό τόσα χρόνια, από τα πρώτα στάδια κοινωνικοποίησης του ατόμου στο σχολείο μέχρι την ενηλικίωση του, πως κατέληξε αυτό το άτομο να είναι ανάξιο εμπιστοσύνης ως πολιτικό ον και ανάξιο να συμμετέχει και να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις. Είναι ντροπή ακόμα και μετά από 5 χρόνια οικονομικής-ανθρωπιστικής κρίσης να υπάρχει ένα τεράστιο μέρος του λαού που να μην έχει ιδέα για την πολιτική, την οικονομία και την κατάσταση της κοινωνίας. Είναι ντροπή για όλους μας, αυτοί οι λόγοι να εμποδίζουν τη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Βιβλιογραφία
Caramani, D. (2011). Comparative Politics . Oxford
Cronin ,T.,E. (1989). Direct Democracy: the politics of initiative, referendum, and recall. Harvard University Press
Walker, M.,C. (2003). The Strategic Use of Referendum: Power, Legitimacy and Democracy. Palgrave Macmillan