Μετά από πέντε χρόνια εφαρμογής μνημονιακών πολιτικών ακραίας λιτότητας και πέντε μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας και των «δανειστών», ως μόνη διέξοδος για τη χώρα μας προωθήθηκε, υπό τη μορφή τελεσιγράφου, η υπογραφή μιας νέας δανειακής συμφωνίας η οποία συνιστά αναμφισβήτητα ένα τρίτο κατά σειρά «μνημόνιο», με τις γνωστές καταστροφικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Με την αναγγελία του δημοψηφίσματος, βρεθήκαμε ως νομικοί, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, αλλά πρωτίστως ως πολίτες, ενώπιον μιας άνευ προηγουμένου αντίφασης. Αφενός γίναμε μάρτυρες ενός κύματος αμέριστης συμπαράστασης απέναντι στον ελληνικό λαό, μέσα από κείμενα υπογραφών και δημόσιες τοποθετήσεις κορυφαίων επιστημόνων και διανοουμένων από όλο τον κόσμο (βλ. ιδίως το κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian της 29/6/2015) – μια στάση που πηγάζει από την εναργή κατανόηση της σκληρής θεσμικής και πολιτικής πραγματικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης των τελευταίων χρόνων. Η απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος χαιρετίστηκε ομόφωνα ως γενναία πολιτική πράξη και πρότυπο δείγμα δημοκρατικής διακυβέρνησης, σύμφωνη με τις αρχές και το πνεύμα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, με την αυτονόητη έκκληση σε έμπρακτη, με κάθε μέσο, αλληλεγγύη προς την Ελλάδα, χωρίς την οποία η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να νοηθεί ως εφικτή.
Αφετέρου – και παραδόξως – στο εσωτερικό της χώρας ερμηνεύεται από κάποιους ως αποκλειστικά δημοσιονομικής φύσης ερώτημα το μείζον εθνικό και πολιτικό ζήτημα που θέτει το δημοψήφισμα και χαρακτηρίζεται ως «εκτροπή» η προσφυγή στην άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης – την πιο ευγενή ίσως πράξη που προβλέπει μια δημοκρατία, το δημοψήφισμα.
Ως νομικοί, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, αλλά πρωτίστως ως υπεύθυνοι πολίτες που θεραπεύουν το δίκαιο και την αλήθεια, θεωρούμε χρέος μας να υπενθυμίσουμε τα εξής:
- Η σύναψη και εφαρμογή των μνημονίων έγινε κατά παράβαση σειράς αρχών και κανόνων του διεθνούς και συνταγματικού δικαίου – ιδίως των αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της μη διάκρισης, καθώς και της απαγόρευσης κάθε μορφής καταστρατήγησης της εθνικής κυριαρχίας υπό το κράτος οικονομικής βίας. Η μεταχείριση της χώρας μας από τους «εταίρους» και «δανειστές» της συνιστά κατάργηση στην πράξη της δημοκρατικής αρχής και του κράτους δικαίου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κατά παράβαση των ίδιων αυτών ευρωπαϊκών Συνθηκών, και θέτει ζητήματα δημοκρατικής νομιμότητας και διακυβέρνησης.
- Η επιβεβλημένη οικονομική εξαθλίωση – αδιόρατη «ποινή» για ένα έγκλημα που δεν στοιχειοθετήθηκε ποτέ – οδήγησε το λαό μας σε μια «ανθρωπιστική καταστροφή» που επιβεβαιώθηκε ρητά από ανεξάρτητα όργανα των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης σε επίσημες εκθέσεις τους.
- Το ελληνικό εξωτερικό χρέος αντιστοιχεί σε ποσοστό σχεδόν 180% του ΑΕΠ και η μη βιωσιμότητά του αναγνωρίστηκε επισήμως σήμερα από το ΔΝΤ – αλήθεια γιατί σήμερα και όχι πριν τη λήξη του «προγράμματος» δύο ημέρες πριν; Οι αριθμοί είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττοι: καταβολή ετησίως από την Ελλάδα δισεκατομμυρίων ευρώ σε τόκους τοκογλυφικούς και βαθιά ύφεση από το 2010 με το πρωτοφανές ιστορικά μεταπολεμικώς, για ανεπτυγμένη χώρα σε περίοδο ειρήνης, ποσοστό υποχώρησης του ΑΕΠ κατά 26%! Η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία αγγίζει το 30%, ενώ αυτή των νέων ξεπερνά το 60%, οδηγώντας τους άτακτα στο δρόμο της μετανάστευσης.
2
- Μια νέα «χιονοστιβάδα» μέτρων λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων – μέσω ιδίως της ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. – όλων των αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων της χώρας μας, ακόμη και αυτών που είναι απαραίτητα για την ίδια την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου κράτους (λιμένες, αερολιμένες, εθνικές οδοί, σιδηρόδρομοι, αμυντική βιομηχανία, ενέργεια κ.ά.), θα είχε ως τελικό αποτέλεσμα τη διαγραφή της Ελλάδας από το γεωπολιτικό χάρτη των κυρίαρχων κρατών. Σημειωτέον ότι από τις εκποιήσεις αυτές το ελληνικό δημόσιο δεν εισπράττει ούτε ένα ευρώ: σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου που ίδρυσε αυτό το μοναδικό στον κόσμο όργανο, όλα τα έσοδα κατευθύνονται στη «μαύρη τρύπα» του μη βιώσιμου εξωτερικού χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα, ένα «ναι» σε ένα νέο μνημόνιο συνεπάγεται τη συνέχιση της εφαρμογής πολιτικών που είναι αντίθετες προς τα ευρωπαϊκά ιδεώδη της δημοκρατίας, της αυτοδιάθεσης των λαών και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η συνειδητή επιλογή του ΟΧΙ δε μας κάνει λιγότερο Ευρωπαίους από άλλους, γιατί δεν απαντά στο πλασματικό δίλημμα «ναι ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση», «ναι ή όχι στο ευρώ». Όλοι γνωρίζουν, ακόμη και οι μη νομικοί, ότι κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αποπεμφθεί από την ΕΕ ή την ευρωζώνη, πολλώ δε μάλλον συνεπεία ενός δημοψηφίσματος – καλώς ή κακώς αυτό προβλέπουν οι Συνθήκες.
Το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είναι η πολιτική αποτύπωση μιας απελπισμένης επίκλησης στη δημοκρατία που διακυβεύεται μέρα με τη μέρα σ’ αυτή την ήπειρο, σ’ αυτή την Ένωση, επιβάλλοντας ερήμην των Συνθηκών, ερήμην πολλών κανόνων του διεθνούς δικαίου, την αέναη παράταση μιας πολιτικής λιτότητας που έφερε δυστυχία αντί ευημερίας, άκρατο ατομικισμό αντί αλληλεγγύης, στραγγαλισμό των νέων γενεών αντί βιώσιμης ανάπτυξης, εντέλει επιβολή της ακραιφνούς ισχύος αντί των δικαιωμάτων και του σεβασμού των κοινωνικών κεκτημένων.
Το ΟΧΙ είναι μια πρόσκληση για να χτίσουμε από την αρχή αυτό το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι, με ό,τι έχει απομείνει όρθιο από την επιδρομή των αγορών – μια Ευρώπη ανθρώπινη, ελεύθερη, κοινωνική, δημοκρατική.
Αθήνα, 2 Ιουλίου 2015
ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ
Ακτύπης Ηρακλής-Σπυρίδων Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πανεπιστήμιο Nantes
Βέργης Φώτης Πανεπιστήμιο Cambridge
Γούναρης Γιάννης Δρ. Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημόπουλος Ανδρέας Πανεπιστήμιο Brunel Λονδίνου
Δουζίνας Κώστας Birkbeck College, Πανεπιστήμιο Λονδίνου
Ιωαννίδου Αιμιλία Πανεπιστήμιο Paris 2
Κουντούρης Νικόλας University College London
Κυριακόπουλος Γιώργος Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Μελισσάρης Μανώλης London School of Economics
Μπρεδήμας Αντώνης Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Νανόπουλος Εύα King’s College, Πανεπιστήμιο Cambridge
Παυλάκος Γιώργος Πανεπιστήμιο Αμβέρσας
Σίνου Δέσποινα Πανεπιστήμιο Paris 2, Πανεπιστήμιο Paris 13
Τζανακόπουλος Αντώνιος Πανεπιστήμιο Οξφόρδης