Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο φανερό: οι “δανειστές” δεν ενδιαφέρονται να πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε από τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, με προτάσεις που ακολουθούσαν τη λογική: τέλος στα υφεσιακά μέτρα, έμφαση στην ανάπτυξη, και πραγματικές μεταρρυθμίσεις, αυτές που αρμόζουν σε ένα σύγχρονο κράτος με δομές.
Ήδη στις 23 Φεβρουαρίου ο Βαρουφάκης, υπουργός μίας κυβέρνησης με άφθαρτα υλικά και χωρίς εξαρτήσεις, έστειλε εκτενέστατη λίστα με βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Από τότε και συνεχώς μέχρι και σήμερα το αφήγημα είναι “περιμένουμε τις ελληνικές προτάσεις αλλά δεν υπάρχουν”.
Η μετάφραση είναι: “ελέγχουμε τα μέσα επικοινωνίας και τις διαδικασίες μέσω της θεσμικής διάρθρωσης της ΕΕ, άρα πραγματικότητα είναι η δικιά μας πραγματικότητα”.
Σιγά σιγά η συζήτηση επικεντρώθηκε “στα νούμερα”, τα συγκεκριμένα στοιχεία των δημοσιονομικών στόχων, πώς αυτοί θα επιτευχθούν και γενικώς στοιχεία που αφορούν τον προϋπολογισμό. Κόψε από ‘δω – φορολόγησε από ‘κει.
Αυτός ήταν καθαρός αποπροσανατολισμός.
Μπορεί η αφορμή των διαφωνιών και το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων να ήταν τα νούμερα και τα δημοσιονομικά, αλλά η ουσία ήταν η καλλιέργεια ελπίδας μέσω μασάζ στον νέο, φιλόδοξο και καλοπροαίρετο πρωθυπουργό τη στιγμή που απλώς ξοδεύεται ο χρόνος, η υπομονή των Ελλήνων πολιτών, οι πόροι του προϋπολογισμού για αποπληρωμή δόσεων, και οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Μία αργή φθορά πολιτικού χαρακτήρα ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση.
Τις τελευταίες μέρες η αιτία των διαφωνιών και το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ξεγυμνώθηκε, ακριβώς λόγω της πλήρους αποδοχής από την ελληνική κυβέρνηση των δημοσιονομικών στόχων, αλλά, οψίμως, ακόμα και της μεθόδου για την επίτευξή τους.
Έγινε πλέον σαφές ότι η ουσία της διαφωνίας και το αντικείμενο της πραγματικής διαπραγμάτευσης είναι όροι λειτουργίας της οικονομίας και διακυβέρνησης της χώρας.
Οι δανειστές δεν ζητούν μήτε τα χρήματά τους πίσω, μήτε μία παρουσίαση των μεθόδων για να πραγματοποιηθεί αυτό.
Οι δανειστές ζητούν παραχώρηση, όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται, de facto αλλά και ψυχολογικά της πολιτικής κυριαρχίας, του δικαιώματος να ορίζεις τη διακυβέρνησή σου.
Σε αυτό, οι οικονομικοί όροι έχουν έναν και μόνο ρόλο: μέτρα για την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, το γονάτισμα της κοινωνίας, τη μετανάστευση, το μαρασμό, και τελικά τη λεηλασία και την αποικιοποίηση.
Γι΄αυτό και δεν αποδέχονται τη φορολογία του τζόγου, τις συνθήκες για την ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας, του τουρισμού, της εστίασης, της φαρμακοβιομηχανίας κτλ, δηλαδή ό,τι έχει απομείνει από στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, μήτε την πραγματική μεταρρύθμιση του κράτους πέρα από τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς και τους μηχανισμούς κατάσχεσης (η μοναδική δαπάνη που περιελήφθη στην πρόταση των θεσμών είναι για πληροφοριακό σύστημα αυτοματοποιημένων κατασχέσεων).
Αντιθέτως, επιμένουν στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού οπωσδήποτε με όρους εξαφάνισής του, μείωσης του βιοτικού επιπέδου, και άρα ύφεσης λόγω της περαιτέρω απώλειας ενεργού ζήτησης. Ύφεση που θα φέρει αστοχία στον προϋπολογισμό, αποτυχία επίτευξης των στόχων, και επιβολή του επόμενου γύρου όρων.
Ενδιαφέρονται για την απόλυτη πολιτική κυριαρχία, και την επιβολή της μέσω της διαμεσολάβησης μία εγχώριας ελίτ που θα επιλεγεί ως μάνατζερ για τα μονοπώλια και τις παρασιτικές δραστηριότητες όπως τραπεζική και τζόγος.
Δεν ενδιαφέρονται μήτε για χρήματα, μήτε για τη σταθερότητα του νομίσματος, μήτε για την οικονομική ανάπτυξη, μήτε για τη μεταρρύθμιση της “τριτοκοσμικής” Ελλάδας, μήτε καν για την εκδίωξη της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αντιθέτως, διεμήνυσαν μέσω διαρροών ότι “η κυκλοφορία άλλου νομίσματος είναι παράνομη και σε τέτοια περίπτωση η επιτροπή θα παραπέμψει τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο”. Λογικό. Πότε, άλλωστε, κατάφερε κανείς στην ιστορία να επιβάλει, τόσο εύκολα, τέτοιο καθεστώς, πριν το ευρώ;
Ενδιαφέρονται για τα κλειδιά του κοινοβουλίου, και της χώρας.