Όπως ακριβώς οι επανορθώσεις που προσπάθησαν να αποσπάσουν οι σύμμαχοι από την Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το να εξαναγκάζεις την Ελλάδα να έχει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα θα επιβάλει ένα «υπερβολικό φορτίο» πάνω και πέρα από το κόστος των πλεονασμάτων καθαυτών, σημειώνει ο Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του στους New York Times.
Αναλύοντας το αίτημα της ελληνικής πλευράς για το πρωτογενές πλεόνασμα, ο νομπελίστας οικονομολόγος αναφέρει ότι η Ελλάδα μετά από απίστευτες θυσίες έχει καταφέρει να πετύχει ένα τέτοιο πλεόνασμα -παρά την ύφεση- το οποίο κινείται σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στο 1,5% του ΑΕΠ.
Όπως σημειώνει, η ελληνική πλευρά δε ζητά επιστροφή στα ελλείμματα αλλά απλώς προτείνει να της επιστρέψουν να διατηρήσει αυτό το πλεόνασμα στο 1,5% και όχι να το ανεβάσει στο 4,5% του ΑΕΠ, ένα επίπεδο που λίγες φορές έχει παρατηρηθεί στην ιστορία.
«Μπορεί να νομίζετε ότι αυτό το 3% του ΑΕΠ δεν είναι μεγάλη υπόθεση (προσπαθήστε όμως να βρείτε 500 δισ. δολάρια το χρόνο σε περικοπές δαπανών στις ΗΠΑ). Στη μακροοικονομία όμως, είναι μεγαλύτερο από ότι φαίνεται. Μοιάζει πολύ με τις αποζημιώσεις που προσπάθησαν να αποσπάσουν οι Σύμμαχοι από τη Γερμανία μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- αν και για διαφορετικούς λόγους.
Το να αναγκάσεις την Ελλάδα να έχει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα σε αυτό το σημείο θα επιβάλλει ένα ”υπερβολικό φορτίο” πέρα και πάνω από το άμεσο κόστος των ίδιων των πλεονασμάτων», σημειώνει ο Κρούγκμαν.
Ο Κρούγκμαν μάλιστα παραθέτει στο άρθρο του και ένα πίνακα στον οποίο απεικονίζεται η διαφορά ανάμεσα στις εκτιμήσεις -με βάση την αρχική συμφωνία του 2010- για το ελληνικό ΑΕΠ και στο πραγματικά αποτελέσματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τεράστια διαφορά των αριθμών «αντανακλά τις αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας, τις οποίες το ΔΝΤ παραδέχεται ότι υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό», σημειώνει, μεταξύ άλλων.