Οι μικροπωλητές που πουλάνε σε πρόσφυγες ένα μπουκαλάκι νερό για δύο ή τρία ευρώ παρουσιάζονται (δικαίως) σαν σύγχρονοι μαυραγορίτες. Πίσω από τους φτωχοδιάβολους όμως πολυεθνικές περιμένουν να βγάλουν εκατομμύρια από το μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα των τελευταίων δεκαετιών
❝Ο πόλεμος ταΐζει καλύτερα τους ανθρώπους❞ Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Μάνα Κουράγιο»
Χρειάστηκαν μερικές φωτογραφίες με την Ανγκελα Μέρκελ να υποδέχεται χαμογελαστή πρόσφυγες από τη Συρία ώστε η Γερμανία να λάβει σχεδόν εν μιά νυκτί το χρίσμα της πλέον φιλόξενης χώρας της Ευρώπης. Οι ευθύνες του Βερολίνου για τις συμφωνίες του Δουβλίνου, που μετέτρεψαν τη Μεσόγειο σε ανοιχτό τάφο για δεκάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες, ξεχάστηκαν σχεδόν αυτομάτως μαζί με τις ευθύνες της γερμανοκρατούμενης Ε.Ε. για την κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων σε Ασία και Μέση Ανατολή.
Ακόμη λιγότερα γράφτηκαν όμως για τα κέρδη που θα αποκομίσει ο ιδιωτικός τομέας της Γερμανίας από το δράμα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Καθώς το γερμανικό κράτος ανέθεσε βασικές υπηρεσίες υποδοχής προσφύγων σε ιδιωτικές εταιρείες, μέσα σε λίγες ώρες είχε δημιουργηθεί μια νέα βιομηχανία που στηριζόταν στον πόνο των ξενιτεμένων. Μονόκλινα δωμάτια ξενοδοχείων που νοικιάζονταν για 35 ευρώ τη βραδιά, τώρα δίνονται έναντι 175 για να στεγάσουν πέντε άτομα.
Η εταιρεία European Homecare, ο μεγαλύτερος πάροχος κατοικίας για πρόσφυγες στη Γερμανία, λειτουργεί ήδη 50 hostels, τα οποία από το 2013 τής προσέφεραν 30 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να της αφαιρέσει ορισμένα συμβόλαια όταν έγινε γνωστό ότι φύλακας ενός hostel βασάνιζε τους πρόσφυγες.
Το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών υπολογίζει το κόστος για τη φροντίδα κάθε πρόσφυγα στα 12 με 14 χιλιάδες ευρώ και το πρώτο οικονομικό πακέτο που θα δοθεί σε ιδιωτικές εταιρείες ανέρχεται στα 6,3 δισ. ευρώ.
Ακόμη και αυτή η πίτα των δισεκατομμυρίων όμως μπορεί να αποτελέσει παρωνυχίδα μπροστά στα κέρδη που θα συγκεντρώσει ο ιδιωτικός τομέας από την αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις που μπορεί να επιφέρει η προσέλευση απελπισμένων και συνδικαλιστικά ανυπεράσπιστων εργαζομένων.
Τους τελευταίους μήνες πληθαίνουν οι καταγγελίες για τις συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς που αντιμετωπίζουν εργάτες από το πρώην ανατολικό μπλοκ που εργάζονται σε μεγάλες οικοδομές στη Γερμανία.
Αποτελεί μάλλον φρικτή ειρωνεία της τύχης ότι στην κατασκευή του νέου κτιρίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη συμμετείχαν κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες στα χρόνια της ναζιστικής Γερμανίας χρησιμοποιούσαν Εβραίους ως σκλάβους σε τεράστια στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Αν όμως αυτά συμβαίνουν με τους μετανάστες της Ανατολικής Ευρώπης, εύκολα μπορεί να υποθέσει κάποιος τι θα συμβεί με τους πρόσφυγες της Συρίας, για τους περισσότερους από τους οποίους δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στην πατρίδα τους ούτε καν σε θεωρητικό επίπεδο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μεταναστευτικές ροές από το Μεξικό γιγάντωσαν σταδιακά τη βιομηχανία του σωφρονισμού, η οποία πλέον διαχειρίζεται μια πίτα δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα πρώτα κέντρα κράτησης των παράτυπων μεταναστών πέρασαν σχεδόν αμέσως στα χέρια ιδιωτικών εταιρειών οι οποίες σύντομα άρχισαν να επεκτείνουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο για όλους τους Αμερικανούς πολίτες (κυρίως όμως τους μαύρους και τους ισπανόφωνους).
Το επόμενο βήμα των ιδιωτικών φυλακών ήταν να χρησιμοποιούν τους κρατουμένους ως φτηνό εργατικό δυναμικό που παρείχε τις υπηρεσίες του σε πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Ο,τι έκανε σιωπηρά η πρώην Ανατολική Γερμανία με τους πολιτικούς κρατουμένους (που εργάζονταν για επιχειρήσεις όπως τα ΙΚΕΑ), στην Αμερική του 21ου αιώνα θεσμοθετείται και διαφημίζεται ως μια καινοτομία του καπιταλισμού.
Οπως είχαμε εξηγήσει και παλαιότερα από αυτές τις σελίδες, τα σύνορα ανάμεσα στη δωρεάν εργασία και τα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων, τα οποία γνώρισε η ανθρωπότητα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχίζουν να γίνονται δυσδιάκριτα.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι οι «Εβραίοι» του 21ου αιώνα, οι οποίοι χρησιμοποιούνται σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι για τις κρίσεις του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και ταυτόχρονα ως φτηνό (ή δωρεάν) εργατικό δυναμικό που επιτρέπει τη συσσώρευση κεφαλαίου η οποία θα βοηθήσει το σύστημα να διατηρήσει την κερδοφορία του.
Οι τρόποι με τους οποίους οι μετανάστες και οι πρόσφυγες μετατρέπονται σε φτηνό εργατικό δυναμικό ποικίλλουν από χώρα σε χώρα. Σε κάθε περίπτωση όμως αποτελούν πάντα το πλέον απροστάτευτο τμήμα των εργαζομένων μιας χώρας στο οποίο δοκιμάζονται πειραματικά μισθοί και συνθήκες εργασίας που θα θεωρούνταν αδιανόητοι.
Τώρα που οι διεθνείς οργανισμοί και οι ΜΚΟ έπεισαν επιτέλους τα μέσα ενημέρωσης να χρησιμοποιούν τον όρο πρόσφυγας αντί για μετανάστης, ίσως έχει έρθει η στιγμή να αντικαταστήσουμε και τις δύο λέξεις με το πολύ πιο απλό… εργαζόμενοι.