«Να το φοβόμαστε, μας λένε, αυτό το παιδί που ψάχνει το τρένο της μεγάλης φυγής στη Γευγελή. Να το κρατήσουμε πίσω από τα σύρματα γιατί μπορεί να πάρει αύριο τη θέση μας στη φτώχεια και στην ανεργία».
«Μην την περνάς τη Γευγελή» λέει ο στίχος ενός δικού μας τραγουδιού που δεν το άκουσε ποτέ αυτός ο πατέρας. Από την Ειδομένη στη Γευγελή. Με ένα παιδί στα χέρια. Το κουβαλάει στην αγκαλιά του από το Χαλέπι. Το ταξίδεψε κατά μήκος της Τουρκίας. Το πέρασε νύχτα με μια βάρκα στη Λέρο. Το κράτησε στην αγκαλιά του σφιχτά τις ώρες της πείνας και της δίψας. Το νανούρισε στα κύματα του Αιγαίου. Το κοίμισε σε μια στοά της Ομόνοιας. Το πότισε με υποσχέσεις. Κορόιδεψε την πείνα του με όνειρα. Το τρένο έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Κι από εκεί με τα πόδια στην Ειδομένη.
Πολλά τα χιλιόμετρα και σε κάθε του βήμα το παιδί όλο και βάραινε στα χέρια του. Έμεινε μέρες εκεί έχοντας απέναντί του πάνοπλους αστυνομικούς μη τυχόν και περάσει τη γραμμή των συνόρων. Αυτός που πέρασε πριν μήνες την έσχατη γραμμή της ζωής. Πρόσφυγας σαν το παιδί του.
Μια νύχτα κατάφερε να ξεγλιστρήσει από τους προβολείς, δίνοντας σε κάποιον άγνωστο τα τελευταία του χρήματα. Ούτε νερό πια. Στη Γευγελή ψάχνει ένα τρένο. Ένα βαγόνι για την Ουγγαρία. Δεν έμαθε πως εκεί απλώνουν συρματοπλέγματα. Δεν είδε ειδήσεις, δεν διάβασε εφημερίδες για τους φράχτες που υψώνονται για να κρατήσουν έξω από τα εδάφη τους οι Ευρωπαίοι αυτόν και το παιδί του.
Δεν τους χωράει κανένας τόπος σ’ αυτόν τον τόπο. Του δείχνουν τον δρόμο του γυρισμού. Μα επιστροφή δεν υπάρχει πια. Κάποιοι θα μιλούν ώρες ατέλειωτες γι’ αυτόν και το παιδί του. Θα σκέπτονται και θα συσκέπτονται στα κλιματιζόμενα γραφεία τους. Θα μετρούν, θα προσθέτουν, θα διαιρούν ανθρώπινες μάζες, μα ο λογαριασμός δεν θα βγάζει πουθενά. Λυπούμαστε αλλά δεν χωράτε. Είμαστε ήδη πολλοί. Κι αυτός θα αναρωτιέται ποιόν δρόμο να τραβήξει για το παιδί που μεγαλώνει στα χέρια του. Παντού συρματοπλέγματα. Παντού στρατιώτες και αστυνομικοί. Και συρματοπλέγματα. Όλο και πιο ψηλά στημένα. Θαρρείς και κρύβουν έναν παράδεισο για λίγους και εκλεκτούς. Μα πόσο απογοητευτικό είναι να ανακαλύπτεις κάθε φορά ότι ο φράχτης αυτός χωρίζει τελικά την προσφυγιά από την ανέχεια και τους ξεριζωμένους από τους φτωχούς και τους άνεργους!
Λένε ότι η φτώχεια είναι που κάνει τον άνθρωπο σκληρό. Ψέμα. Και πάλι ψέμα. Είναι αυτοί που έσπειραν πολέμους οι ίδιοι που πληρώνουν για το σήκωμα του κάθε φράχτη. Είναι αυτοί που επέβαλαν τη φτώχεια οι ίδιοι που υψώνουν τα τείχη του διαχωρισμού και θερίζουν τη σπορά του μίσους και του φόβου. Να το φοβόμαστε, μας λένε, αυτό το παιδί που ψάχνει το τρένο της μεγάλης φυγής στη Γευγελή. Να το κρατήσουμε πίσω από τα σύρματα γιατί μπορεί να πάρει αύριο τη θέση μας στη φτώχεια και στην ανεργία.
Πέτρος Κατσάκος
Φωτογραφία του παρόντος:Dimitar Dilkoff