Παράσταση του «Vault» στις φυλακές Ελεώνα Θήβας, όλος ο θίασος επί σκηνής.
Γυναικείες Φυλακές Ελεώνα Θήβας ή αλλιώς Κατάστημα Κράτησης Γυναικών. Γύρω στις 450 γυναίκες κρατούνται στη μεγαλύτερη γυναικεία φυλακή στην Ελλάδα, ανάμεσά τους πολλές Ρομά, αρκετές Ελληνίδες, δεκάδες ανήλικες, γυναίκες από τα Βαλκάνια, ελάχιστες με καταγωγή από την Πολωνία ή τη Γερμανία και πολλές μωρομάνες.
Αλλες για ναρκωτικά, άλλες για ανθρωποκτονία και πολλές για οικονομικά εγκλήματα (υπεξαιρέσεις και οφειλές). Οι τελευταίες μάλιστα, ως επί το πλείστον Ελληνίδες, έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά τα χρόνια της κρίσης. Είναι και μερικές που εκτίουν την ποινή τους περιμένοντας την απόφαση του Εφετείου. Δεν είναι λίγες οι φορές που η καθυστερημένη απόφαση (3 με 4 χρόνια μετά) τις κρίνει «αθώες».
Η παράσταση «Μικρές Ιστορίες Φόνων», που έγραψε ο Παναγιώτης Μπρατάκος και σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καρατζιάς για το θέατρο «Vault», είναι μία από τις πολλές καλλιτεχνικές οάσεις που επισκέπτονται συχνά πυκνά την ξηρασία των εν λόγω φυλακών.
Στόχος; «Να μπορέσουμε να φέρουμε, όσο γίνεται, αυτές τις γυναίκες λίγο πιο κοντά με τον έξω κόσμο. Η τέχνη μπορεί να τις ενεργοποιήσει από την παθητικότητα που τις χαρακτηρίζει όντας έγκλειστες. Είναι πολύ συγκινητικό και ταυτόχρονα μια ευθύνη που νιώθεις ότι έχεις ως καλλιτέχνης απέναντι σ’ ένα τέτοιου είδους κοινό», μας λέει ο Δημήτρης Καρατζιάς, ενόσω το πρώτο κύμα των γυναικών μπαίνει στην αίθουσα εκδηλώσεων της φυλακής.
Παρατηρώ τις κινήσεις τους. Κάπως άγαρμπα μεταφέρονται από θέση σε θέση και το βλέμμα τους έχει κάτι από προσμονή όσο και απορία. Λογικό. Οι περισσότερες δεν έχουν δει ποτέ θέατρο εκτός φυλακής, άλλες πάλι το αντιμετωπίζουν με χαβαλέ. Πολλές δεν μιλάνε ελληνικά, άρα τους είναι δύσκολο να παρακολουθήσουν. Σε άλλες φαίνεται «βαρύ» το θέμα και κατά τη διάρκεια αποχωρούν. Υπάρχουν όμως κι αυτές που παρακολουθούν σχεδόν ευλαβικά. Είναι εκείνες που τσακώνονται με τις διπλανές τους επειδή κάνουν φασαρία και τις αποσπούν.
Ετερόκλητοι οι χαρακτήρες των γυναικών. Ακόμα και με την πρώτη ματιά το καταλαβαίνεις. «Αυτή μου φαίνεται πολύ καλοβαλμένη» λέω στην κοινωνική λειτουργό της φυλακής, Νίκη Μουσχή. «Είναι μέσα για ανθρωποκτονία», μου απαντά. Φέρω μάλλον κι εγώ τη στερεοτυπική εικόνα για τον φυλακισμένο. «Οι φυλακισμένοι είναι κανονικοί άνθρωποι. Σε καμία περίπτωση κάποιος που έκανε φόνο δεν οδηγήθηκε εκεί τυχαία», μου απαντά η κοινωνική λειτουργός.
Αυτό είναι το πρώτο που αναθεωρείς όταν επισκέπτεσαι μια φυλακή. Το δεύτερο είναι οι συνθήκες διαβίωσης. Συνάντησα ζωγραφισμένους τοίχους -από τις ίδιες τις κρατούμενες- και μια αίσθηση οικειότητας. «Είμαι της άποψης ότι όπως θα τους φερθείς θα σου φερθούν» λέει η Νίκη Μουσχή. «Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Πέρα από τις πολιτιστικές δράσεις, τρέχουμε προγράμματα εκπαιδευτικά, χορού, ακόμα και γιόγκα. Το μόνο που έχεις ελεύθερο μέσα στη φυλακή είναι ο χρόνος».
Τα χρήματα είναι λιγοστά και αυτό καθίσταται τροχοπέδη. «Επαφιόμαστε μόνο στις δωρεές γιατί ο κρατικός προϋπολογισμός δεν επαρκεί. Υπάρχει ένα ταμείο, το «Φιλόπτωχο», το οποίο γεμίζουμε ευαισθητοποιώντας κόσμο. Τον τελευταίο καιρό έχουν αυξηθεί δραματικά οι άπορες. Πάνω από 200 γυναίκες δεν έχουν ούτε τα βασικά είδη υγιεινής. Αλλες, ενώ έχουν στο χέρι το «αποφυλακιστήριο», δεν έχουν λεφτά να φύγουν, ούτε κανέναν να τους περιμένει έξω. Γι’ αυτό και μπλέκουν ξανά, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν στη φυλακή.
Δεν υπάρχει η κρατική πρόνοια που θα τις στηρίξει για να ενσωματωθούν. Η ελληνική κοινωνία προτιμά να κουκουλώνει το κακό, παρά να το αντιμετωπίζει με ευθύτητα. Στη ζωή όμως τα πράγματα είναι αλληλένδετα. Δεν φταίει μόνο η φυλακισμένη, αλλά και η κοινωνία που την οδήγησε στο έγκλημα» επισημαίνει η κ. Μουσχή.
Μωρομάνες
Δεν είναι τόσο ο ήχος από τα κάγκελα που κλείνουν διαρκώς πίσω σου, ο οποίος σε παγώνει. Ούτε η απάντηση των κρατουμένων, όταν τις ρωτάω «πώς είναι τα πράγματα εδώ;»: «Λες και είσαι στο σπίτι σου, αλλά σ’ έχουν κλειδώσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο». Είναι το κλάμα των δεκάδων μικρών παιδιών, 2 μηνών έως 3 ετών.
Παρατηρώ μία κρατούμενη που μάχεται να κρατήσει ήρεμο το 3 μηνών «ζιζάνιό» της. «Το έπιασα στην άδεια», μου λέει. «Στη φυλακή μπορούν να σου κόψουν τα πάντα, αλλά όχι κι αυτό». Προτού προλάβεις να ταυτιστείς συναισθηματικά, η κοινωνική λειτουργός σε επαναφέρει στην πραγματικότητα: «Το 2010, με νόμο, η μία μέρα κράτησης για τις μωρομάνες μετράει για δύο. Ετσι πολλές επιλέγουν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους εδώ μέχρι τριών ετών, όπως προβλέπεται, γιατί εκτίουν λιγότερη ποινή».
Αυτό που σε εντυπωσιάζει, κυρίως στα πιο μεγάλα, είναι το πόσο ομιλητικά και κοινωνικοποιημένα δείχνουν. «Οι περισσότερες ασχολούνται πολύ μαζί τους, κυρίως οι Ελληνίδες. Τους διαβάζουν, τους μιλάνε και τους δείχνουν πλήρη αφοσίωση» μου εξηγεί η Νίκη Μουσχή. «Αν και μένουν πίσω στον λόγο και την κοινωνικοποίηση, πολλά είναι τετραπέρατα. Είναι πολύ σημαντικό για τη μετέπειτα ψυχοσύνθεσή τους κι όταν το επιτρέπει η ψυχολογική κατάσταση της κρατούμενης να μεγαλώνουν μαζί της τα τρία πρώτα έτη της ζωής τους».
Ο καθένας στη φυλακή έχει τη δική του αλήθεια. Αυτό είναι το μοναδικό συμπέρασμα. Οπως και στον «έξω» κόσμο. Στις «Μικρές Ιστορίες Φόνων» ο συγγραφέας μιλά για πορνεία, ναρκωτικά, δολοφονίες και ενδοοικογενειακή βία. Εύστοχα όμως βάζει τις ιστορίες του να παρουσιαστούν από όλες τις πλευρές: του θύτη, του θύματος κι ενός μάρτυρα. Σαν να ζυγιάζεις το κακό.
Γι’ αυτό και οι κρατούμενες στο τέλος, παρά τον τόσο «οικείο» χαρακτήρα της παράστασης, έμοιαζαν ανακουφισμένες. Μοίρασαν τον πόνο τους. Κάπως έτσι φύγαμε κι εμείς. Παγωμένοι, αλλά ανακουφισμένοι. Αλλωστε η τέχνη μόνο παρηγοριά μπορεί να είναι, σε κάθε συνθήκη.