Μολονότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά αναφορικά με την απόφαση του eurogroup της Δευτέρας, θα επιχειρήσω να κάνω μια πρόβλεψη. Παρακινδυνευμένα βέβαια πράγματα, αλλά όσοι ασχολούμαστε με το «ευγενές» σπορ της πολιτικής οφείλουμε να παίρνουμε τα ρίσκα μας κατά καιρούς.
Τα δεδομένα ασαφή. Οι πληροφορίες και το κλίμα αλλάζουν από ώρα σε ώρα. Η αρχική αισιοδοξία και σιγουριά για την επίτευξη συμφωνίας, συχνά-πυκνά, με διάφορες εκατέρωθεν δηλώσεις, μετατρέπεται σε κατήφεια και απαισιοδοξία. Λογικό. Σε αυτή τη διαμάχη παίζονται πολλά. Όχι μόνο στο επίπεδο των χρημάτων, αλλά και στο επίπεδο των εντυπώσεων, που, ειδικά αυτή την περίοδο, έχουν μεγάλη σημασία.
Η πανίσχυρη Γερμανία, και για λόγους εντυπώσεων και για λόγους ουσίας, δεν μπορεί να βγει «τσαλακωμένη» από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Απ’ την άλλη, δεν μπορεί να μην έχει απώλειες. Εφόσον πόνταρε στα χαρτιά Βενιζέλου-Σαμαρά, τα οποία ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη αξία κι ας την πλήρωσαν καλά, τώρα οφείλει να πληρώσει. Έτσι γίνεται στον τζόγο, κάποιες φορές κερδίζεις και εισπράττεις, κάποιες άλλες χάνεις και πληρώνεις. Κι η Μέρκελ, για πρώτη φορά, έχασε.
Την ήττα τους έχω την αίσθηση ότι δεν την αμφισβητούν ούτε οι Γερμανοί. Ως εκ τούτου, δεν έχουν πρόβλημα να πληρώσουν. Έχουν, όμως, μεγάλο πρόβλημα με το πώς, το πότε και το πόσα. Οι Γερμανοί είναι αρκετά ρεαλιστές για να γνωρίζουν ότι στη ζωή υπάρχουν και τα δυο ενδεχόμενα. Βέβαια, από ιστορική σκοπιά, αυτή η άποψη δεν δικαιώνεται. Μολονότι οι Γερμανοί είναι ένας άκρως μεθοδικός λαός, που χωρίς σχέδιο δεν κάνει ούτε βήμα, πολλές φορές υπερεκτιμούν εαυτούς.
Κάπως έτσι τον προηγούμενο αιώνα βρέθηκαν δυο φορές όχι στο χείλος του γκρεμού αλλά στο βάθος του. Παρά ταύτα, όχι μόνο επέζησαν, αλλά μεγαλούργησαν κιόλας. Κι όσο κι αν τη βοήθησαν οι πρώην εχθροί της, αμνηστεύοντας τα εγκλήματά της και παρέχοντάς της τεράστια οικονομική βοήθεια, η ουσία δεν αλλάζει: η Γερμανία αναγεννήθηκε από τις στάχτες της. Κι αυτό το προτέρημα δεν μπορούμε παρά να τους το αναγνωρίσουμε.
Η Ελλάδα πήγε να διαπραγματευτεί έχοντας στις αποσκευές της δυο, κυρίως, αιτήματα: κούρεμα χρέους, κατάργηση της τρόικας και των μνημονίων. Το πρώτο, απορρίφθηκε πολύ νωρίς και από το σύνολο σχεδόν των ευρωπαίων. Αναμενόμενο. Κανείς δεν θέλει να χάσει τα χρήματά του εάν δεν είναι απολύτως βέβαιος ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν πως αργά ή γρήγορα μέρος των χρημάτων που έδωσαν στην Ελλάδα θα διαγραφεί. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, όσο κι αν τους μαγειρέψει κάποιος, στο τέλος έχουν το ελάττωμα να εμφανίζουν το ίδιο αποτέλεσμα, το οποίο, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ξεκάθαρο: «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
Πέραν αυτού όμως, το ζήτημα του χρέους δεν θα κλείσει. Και δεν θα κλείσει διότι πρόβλημα με το χρέος δεν έχει μόνο η Ελλάδα αλλά αρκετές ακόμη χώρες. Όχι μόνο όσες έχουν μπει στο καλούπι των μνημονίων, αλλά και πολλές ακόμη που θεωρούνται υγιείς και απρόσβλητες από οικονομικές ασθένειες. Όπερ σημαίνει, ότι το ζήτημα του χρέους σύντομα θα ανοίξει ξανά. Κι η Ελλάδα οφείλει, όταν το ζήτημα θα τεθεί σε πανευρωπαϊκή διάσταση, να είναι εκεί και να απαιτήσει αυτό που σήμερα μοιάζει ανέφικτο.
Στο επόμενο αίτημά της, την κατάργηση της τρόικας και των μνημονίων, τα πράγματα δείχνουν πιο εύκολα. Τουλάχιστον αυτό έδειξαν οι πρώτες αντιδράσεις. Προσπερνάμε συνοπτικά το ζήτημα της τρόικας, που κατά την εκτίμησή μου έχει συμβολικό και όχι ουσιαστικό χαρακτήρα, και επικεντρωνόμαστε στην κατάργηση/τροποποίηση του προγράμματος των μνημονίων.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα μνημόνια επιβλήθηκαν στην Ελλάδα διότι η χώρα δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να ασχοληθώ ξανά με το εάν έπρεπε ή όχι να μπούμε στα μνημόνια. Ω γέγονε, γέγονε, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το από δω και μπρος. Μας επιβλήθηκε, λοιπόν, μια πολιτική που είχε δυο στόχους: αφενός, να συγκεντρωθούν από τους πολίτες όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα ώστε να πάρουν πίσω τα δανεικά οι εταίροι, αφετέρου να γίνει η Ελλάδα μια μπανανία βασισμένη στις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες (όπου νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες: κατάργηση εργασιακών σχέσεων, διάλυση του κοινωνικού κράτους, σμίκρυνση του δημόσιου τομέα κλπ).
Λίγο σκληρή η διατύπωση, αλλά εδώ που φθάσαμε δεν μπορούμε να κοροϊδευόμαστε. Αυτός ήταν ο στόχος: να δοκιμάσουν στην Ελλάδα μια συνταγή η οποία, όπου κι αν χρησιμοποιήθηκε, προσέφερε καταστροφή και πόνο. Κι αυτό, με στόχο, εφόσον το πείραμα αποδεικνυόταν επιτυχημένο, να εφαρμοστεί και στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς.
Αποτέλεσμα; Το χάος. Η χώρα έχασε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της, το χρέος της πέταξε σε δυσθεώρητα ύψη, μεγάλο μέρος του εργατικού της δυναμικού είναι άνεργο, ενώ τεράστιο τμήμα του πληθυσμού της οδηγήθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας. Κι αυτά τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα. Αυτά ήταν τα κατορθώματα των μνημονίων, που οι οπαδοί της «κοινής λογικής» υπερασπίστηκαν με τόσο πάθος. Κι αφήνω απέξω άλλες παρενέργειες, όπως η μετατροπή της χρυσής αυγής, ενός νεοναζιστικού μορφώματος, που μέχρι να μας έλθουν τα «σωτήρια» μνημόνια βολόδερνε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σε τρίτη δύναμη στη βουλή.
Εδώ θα παιχθεί το μεγάλο στοίχημα. Στο αν, δηλαδή, οι Γερμανοί θα αποδεχθούν την ήττα του νεοφιλελεύθερου πειράματός τους. Στο αν θα αποδεχθούν να αλλάξει το πρόγραμμα και στη θέση του να μπει το πρόγραμμα που έχει κατά νου ο ΣΥΡΙΖΑ, και το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μνημόνια. Η μέρα με τη νύχτα.
Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των Γερμανών εστίαζε αποκλειστικά και μόνο στη λιτότητα. Όλα τα υπόλοιπα, ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή, ανθρωπιστική καταστροφή και διάφορα τέτοια δεν το αφορούσαν. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, το αφορούσαν… στα λόγια. Επίσης, θεωρώ ως δεδομένο, όσο κι αν προσπάθησαν να μας πείσουν περί του αντιθέτου, ότι ο ιθύνων νους που αποφάσισε να μας επιβάλλει αυτού του είδους το πρόγραμμα, γνώριζε ποιες θα είναι οι επιπτώσεις του.
Γι’ αυτό άλλωστε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, είχαν έτοιμη την καραμέλα «οι μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν». Τη δεδομένη κοινωνική καταστροφή προσπάθησαν να τη φορτώσουν σε αστειότητες τύπου «άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων». Μ’ αυτό, βέβαια, δεν θέλω να μειώσω την αξία και τη χρησιμότητα ορισμένων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είναι άκρως απαραίτητες στον δυσλειτουργικό δημόσιο τομέα μας. Άλλο όμως αυτό, κι άλλο να φορτώνουμε τη δυστυχία, που δεδομένα θα σκορπούσαν οι νεοφιλελεύθερης έμπνευσης απορρυθμίσεις, στη μη εφαρμογή κάποιων αστείων και ασήμαντων, για τη γενική εικόνα, μεταρρυθμίσεων.
Σε λίγες ώρες θα ξεκινήσει το eurogroup. Από τις εκατέρωθεν δηλώσεις και διαρροές, προκύπτει ότι δεν υπάρχει συμφωνία. Λογικό. Έκπληξη θα προκαλούσε το αντίθετο. Όπως ανέφερα παραπάνω, για να αποδεχθεί την ήττα της η Γερμανία και να συναινέσει στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συμβούν αρκετά πράγματα. Μερικά από αυτά: πρώτον, να πειστούν ότι οι χιλιοειπωμένες εξαγγελίες περί πάταξης της φοροδιαφυγής και της διαπλοκής θα υλοποιηθούν. Το πιο εύκολο απ’ όλα. Όχι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα καταφέρει σίγουρα, αλλά γιατί δεν μπορούν, ακόμη κι αν το πιστεύουν, να αποδείξουν το αντίθετο.
Οφείλουν να του δώσουν πίστωση χρόνου. Και θα του δώσουν. Δεύτερον, να πειστούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αστειεύεται και είναι έτοιμος να τα παίξει όλα για όλα. Κι αυτό σχετικά εύκολο. Τόσο από τις εντυπώσεις που αποκόμισαν οι ίδιοι συνομιλώντας με τους Έλληνες αξιωματούχους, αλλά και από τις πληροφορίες, ή και πιέσεις, που λαμβάνουν από διάφορες κατευθύνσεις, θα έχουν αντιληφθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όσα λέει τα εννοεί. Μόνο τυχαία δεν ήταν η αναφορά Βαρουφάκη στην έλλειψη plan B και στον Αρμαγεδδών.
Όπως μόνο τυχαίες δεν είναι οι δηλώσεις διάφορων ευρωπαίων αξιωματούχων περί χάους που χωρίζει τις δυο πλευρές. Αμφότεροι πιέζουν προσπαθώντας να βολιδοσκοπήσουν προθέσεις και να βρουν τα αδύνατα σημεία του αντιπάλου. Τρίτον, και πιο δύσκολο απ’ όλα, να υπάρξει, από πλευράς Γερμανών, αποκήρυξη του νεοφιλελευθερισμού. Όχι βέβαια άμεση, αλλά έμμεση. Να αποδεχθούν δηλαδή, ότι η επιμονή στη λιτότητα οδηγεί στην καταστροφή. Μολονότι αυτή η εκδοχή φαντάζει πάρα πολύ δύσκολη, δύσκολα θα την αποφύγουν.
Αφενός διότι η άκαμπτη στάση τους θα οδηγήσει σε συνέπειες τις οποίες και οι ίδιοι αγνοούν, αφετέρου διότι, ακόμη κι αν σ’ αυτή τη διαμάχη εμφανιστούν ως νικητές, το μόνο που θα έχουν καταφέρει θα είναι να μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον. Και στο οποίο μέλλον δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη μικρή Ελλάδα αλλά, όπως όλα δείχνουν, και την Ισπανία των PODEMOS. Εκτός αυτού, μια ισοπέδωση της Ελλάδας, δεν θα αρέσει σε πολλούς. Εντός και εκτός Ευρώπης. Κι οι Γερμανοί, το γνωρίζουν αυτό. Όσο κι αν αισθάνονται, και είναι βέβαια, δυνατοί, δύσκολα θα θελήσουν να πειραματιστούν με κάτι του οποίου δεν ξέρουν την κατάληξη. Άρα;
Άρα, εκτιμώ ότι θα υπάρξει συμφωνία. Κυρίως διότι, σε αυτή τη φάση, δεν συμφέρει κανέναν η μετωπική σύγκρουση. Οι Γερμανοί θα κωλυσιεργούν, προσπαθώντας να πιέσουν την Ελλάδα μέσω της οικονομικής ασφυξίας, και ο ΣΥΡΙΖΑ θα επικαλείται συνεχώς την πρόσφατη λαϊκή εντολή και θα πιέζει για άμεση λύση. Κι όταν φθάσουμε σε ένα σημείο που όλοι θα είναι υποχρεωμένοι να θέσουν το δάχτυλο «επί τον τύπον των ήλων», με την αρωγή της «δημιουργικής λογιστικής», θα βρεθεί μια λύση.
Ίσως όχι η καλύτερη, αλλά θα είναι μια λύση που θα προσφέρει χρόνο σε αμφότερες τις πλευρές. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η τωρινή συμφωνία δεν θα είναι η οριστική. Όσο κι αν οι τωρινές αποφάσεις θα σηματοδοτήσουν τις αυριανές συνομιλίες, τα περιθώρια ελιγμών θα παραμένουν μεγάλα.
Γι’ αυτό υπομονή και ψυχραιμία. Τα δύσκολα, αλλά και τα καλύτερα, έρχονται.