Περίεργες αρρυθμίες και παράξενες παραφωνίες ανθούν στον περί δημόσιας ασφάλειας λόγο της κυβέρνησης. Αποτελούν συμπτώματα προφανούς αλλοίωσης της πολιτικής φυσιογνωμίας της στον ευαίσθητο για τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα χώρο της ποινικής καταστολής. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνουμε λοιπόν τα εξής προς σκέψη και προβληματισμό χωρίς καμία επιθυμία εστίασης σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά με αφορμή ευρύτερα γνωστές ειδήσεις της πρόσφατης επικαιρότητας.
Του Χάρη Παπαχαραλάμπους
Πρώτον, δεν είναι ορατή η στόχευση της απεύθυνσης μηνυμάτων εκ των ένδον προς την κυβέρνηση με όχημα τα μέσα ενημέρωσης των πολιτικών της αντιπάλων. Θα μπορούσε σε αυτή τη συνάφεια να τεθεί το γενικότερο ερώτημα περί του πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν υπουργοί που δεν ανήκουν στα κόμματα της συμμαχικής κυβέρνησης να αλλάζουν ρόλο και να τρέπονται σε «ελευθέρως μετεωριζόμενους διανοούμενους» και σχολιαστές τύπου Καρλ Μάνχαϊμ, όταν στα κομματικά κυβερνητικά στελέχη κινήσεις «εκτός πλαισίου» δεν επιτρέπονται. Έχουμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. και λοιπών «αναστοχαστικών δυνάμεων»;
Δεύτερον, τι σημαίνει η διαφαινόμενη από ένα μέρος της κυβέρνησης επιλογή ενός λόγου «εθνικής συναίνεσης» γύρω από τη φύση και τους σκοπούς της καταστολής, όταν αυτή διαπλέκεται με την άρθρωση ενός εναλλακτικού ριζοσπαστικού πολιτικού τρόπου; Εάν αυτός δεν εμπεριέχει απειλή σωματικής βίας ή βλάβης προσωπικών εννόμων αγαθών πώς υποστέλλεται αναφανδόν η πολιτική-επικοινωνιακή του διάσταση υπέρ της ανάγκης της αστυνομικής καταστολής; Αυτή η υποστολή είναι αυτονόητη για τον πολιτικό λόγο της Ακροδεξιάς και των πολιτικών εκφραστών του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού. Πόσο αυτονόητη είναι για μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά και τον αξιακό της κώδικα;
Τρίτον, η επιδίωξη ενός λόγου αδιαφοροποίητα «συναινετικού» περί την καταστολή των ανορθόδοξων ριζοσπαστικών κινητοποιήσεων, καταλήγει έστω και αθέλητα στην υιοθέτηση μιας «ασφαλίτικης» αντίληψης. Η δημόσια δηλαδή ασφάλεια μεγιστοποιείται ελεύθερα, χωρίς σταθμίσεις έναντι της άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων, η τελευταία οφείλει να απολογείται ενώπιον ενός, όπως θα το έθετε και ο Χάμπερμας, «αυταρχικού λεγκαλισμού», αναίσθητου εξ ορισμού στα περιεχόμενα και στα μηνύματα του εναλλακτικού πολιτικού λόγου.
Η αντίληψη αυτή θωπεύει τον υφέρποντα φασισμό του περιδεούς μικροαστού ανθρωπάκου (για να θυμηθούμε και τον Βίλχελμ Ράϊχ), μετέρχεται ρητορικών σχημάτων απίθανης απλοϊκότητας («τι θα απογίνουμε χωρίς φυλακές και αστυνομία»), ευτελίζει το ηθικό βάθος κρίσιμων για την ίδια την ταυτότητα της Αριστεράς τόπων λόγου όπως η αδελφοσύνη και η ιδεολογική πίστη. Σ’ αυτή την κυβέρνηση πρέπει κάποτε να γίνει σεβαστό το ιερό αίμα των μαρτύρων της Παράταξης, που έπεσαν θύματα των καθεστώτων εγκληματικής βίας της αιμοσταγούς ελληνικής Δεξιάς. Αστειότητες δεν χωρούν εδώ, όπως και δεν έχουν ηθική ή ιστορική στήριξη διδακτισμοί που απηχούν αβαθείς θεωρίες περί ταυτίσεως των «δύο άκρων» όταν απευθύνονται στην Αριστερά.
Τέταρτο, το να σε χειροκροτεί ο εχθρός δεν σηματοδοτεί οπωσδήποτε αντικειμενικότητα των επιχειρημάτων σου. Κάποιοι πρέπει να ξαναμάθουν την αλφάβητο του μαρξισμού (εκτός αν πρέπει να αποταχθώμεν και του τελευταίου ως ενδεχομένης αιτίας κυκλοφορίας επικινδύνων και «αναρχικών» ιδεών).
Πέμπτο, ο κυβερνητισμός δεν είναι στόχος της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στόχος της οφείλει να είναι η πλήρης κατάκτηση της κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Το (υστερο-πασοκικής προέλευσης) φληνάφημα περί «κυβερνώσης Αριστεράς» έχει πολύ απεχθείς ιστορικές καταβολές, όπως ήταν το γερμανικό SPD του μεσοπολέμου που κατέσφαξε τον Σπάρτακο και οι κυβερνητικές συνεργασίες της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης που ευνούχισαν την Αριστερά ή έχει χαζοχαρούμενες τέτοιες καταβολές, όπως αυτό που επιχείρησε να πετύχει το κόμμα της ΔΗΜΑΡ στη μνημονιακά καθημαγμένη Ελλάδα.
Με την πολιτική στρατηγική και τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ τι σχέση έχουν όλα αυτά; Οι ερωτοτροπίες με λογικές και αντιλήψεις της δυσώδους «Κεντροαριστεράς» μόνο πολιτική λοίμωξη μπορούν να παραγάγουν. Αυτές οι λογικές κινούνται πνευματικά και διανοητικά καθαρά στον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο. Τούτο δεν είναι ασφαλώς κακό, όμως όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακόμη και οι μαθητές αριστερού νηπιαγωγείου θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι η Αριστερά ασφαλώς και θάλπει την ελευθερία, χωρίς όμως γι’ αυτό να ανάγεται στην αμβλύνοια του φιλελεύθερου λόγου. Αυτός είναι ιδιοκτησίας άλλων. ‘Know your staff’, κυρίες και κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ!
Έκτο, τι ισοπέδωση είναι αυτή που διαρρέει στη δημοσιότητα μεταξύ τρομοκρατίας και ανορθόδοξων πλην ειρηνικών τρόπων συλλογικής έκφρασης; Αρκούμαι να παραπέμψω στην από πλευράς ποινικού και συνταγματικού δικαίου ορθότερη τοποθέτηση της Προέδρου της Βουλής εν προκειμένω: άλλο αθέμιτη διοικητικά πράξη και άλλο αξιόποινη πράξη.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιτρέπει να επισκιάζονται λεπτές αλλά κρίσιμες και θεμελιώδεις επιστημονικές διαφοροποιήσεις, «φορτώνεται» πολιτικά ερμηνείες, που εκτός των άλλων είναι και ευθέως αντιφιλελεύθερες! Αποτέλεσμα είναι έτσι όχι μόνο ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης στον πολιτικό φιλελευθερισμό εν γένει, αλλά και η αποδοχή επιλεκτικής του χρήσης σε βάρος δικαιωμάτων συλλογικής έκφρασης, στο χώρο της καταστολής.
Επί πλέον, εμμέσως έτσι επιδοκιμάζεται η απόσπαση ευσήμων από το γνωστό ιδεολογικό κατεστημένο, στις προπετείς επιθέσεις του οποίου μένει την ίδια στιγμή ακάλυπτος ο δικαιοπολιτικά ορθός και συνεπής λόγος, που διακρίνει μεταξύ τρομοκρατίας και ανορθόδοξης πολιτικής επικοινωνίας, αλλά και προασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς επιλεκτικές εκπτώσεις. Ας λύσει η κυβέρνηση αυτή την ωραία εξίσωση!
Έβδομο, η δημοκρατική διαβούλευση με τον αναρχικό χώρο είναι πολύ δύσκολη ασφαλώς. Η αναγνώριση όμως της ύπαρξης ενός κοινωνικού χώρου αποκλίνουσας πολιτικής επικοινωνίας αποτελεί ένδειξη μιας περιεκτικότερης δημοκρατικής σύνταξης. Σε αυτό το πλαίσιο η αντιμετώπιση των αταξιών και των «απρεπειών» αποτελεί ασφαλώς μια κρίσιμη διάσταση, αυτή όμως συνοδεύεται και από άλλες, κανονιστικά απείρως σημαντικότερες ενίοτε. Τα ανακύπτοντα προβλήματα κοινωνικής ευρυθμίας μπορούν να επιλυθούν με ευρύτερες θεσμικές και κοινωνικές συνέργειες και με την αλλαγή στερεοτυπικών νοοτροπιών όλων των πλευρών. Βραχυπρόθεσμα είναι επιβεβλημένες οπωσδήποτε διαδικασίες προσεκτικής στάθμισης σε αστυνομικό-επιχειρησιακό επίπεδο και άμεσου ανοίγματος του διαλόγου σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο. Εν πάση περιπτώσει, η εμπάθεια δεν αποτελεί εδώ πολιτική αρετή.
Όγδοο, οι λαλίστατοι λαϊκισμοί περί ορθής αριστεροσύνης (ξέρετε, εκείνης της παρθένου, αμώμου, συνετής, υπευθύνου και μη διασαλευούσης «την τάξιν») αποπροσανατολίζουν επίσης ως προς το τι δέον γενέσθαι με τα όντως μείζονος σοβαρότητας θέματα της πολιτικής δημόσιας και πολιτειακής ασφάλειας, όπως είναι π.χ. η αποναζιστικοποίηση ορισμένων υπηρεσιών. Εκεί δεν διακρίνεται κανένα ιερό πάθος στους αρμόδιους. Μήπως είναι αυτές οι υπηρεσίες, ούτως έχουσες, στολίδι δημοκρατίας και συνταγματικού πατριωτισμού; Η (ορθή) ανάγκη αποτροπής φαινομένων «καιόμενων αστυνομικών» ή προσβολών περιουσιακών δικαιωμάτων κινδυνεύει να αρχίσει να νομιμοποιεί την κακοποίηση αντισυμβατικών διαδηλωτών, την τρομοκράτηση του ριζοσπαστικού φρονήματος, ενδεχομένως και τα βασανιστήρια κατά συλλαμβανόμενων προσώπων. Τέτοια κατάληξη της ορθής αριστεροσύνης θα είχε πάντως ομολογουμένως ευρεία και υπερκομματική συναίνεση. Μεταξύ άλλων μπορεί να τη συνυπέγραφαν ακόμη και ο Σάββας Κωνσταντόπουλος και ο Γεώργιος Γεωργαλάς.
*Ο Χάρης Παπαχαραλάμπους είναι καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου